ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ που η χώρα βρίσκεται σε «επαναστατικό» οίστρο, ο «κυρ-Παντελής» του γνωστού τραγουδιού του Πάνου Τζαβέλλα έχει την τιμητική του. Οι «εξεγερμένοι» τον οικτίρουν που δεν μπαίνει στη φωτιά μαζί τους, αλλά σέρνεται σαν «σκουλήκι άχρηστο πάνω στη γη». Αποδίδουν την αποτυχία της εξέγερσης στον κυρ-Παντελή, τον «άβουλο φασουλή, άδειο πετσί, χωρίς πνοή», που «σκέβρωσε και σάπισε στο μαγαζί του», αντί να κυνηγήσει το όνειρο και τους μεγάλους αγώνες, αφήνοντας μια «κληρονομιά στη νέα γενιά».
Η αντίληψη αυτή έχει συγκεκριμένη ιδεολογική προέλευση. Απ’ όσους κάποτε έγραψαν ότι «ο ρόλος μας είναι να δώσουμε στην ανθρωπότητα τη συνείδηση ότι πρέπει να απελευθερωθεί από την καταπίεση. Είτε το θέλει είτε δεν το θέλει». Απ’ όσους θεωρούν ότι οι «μικροαστοί» είναι ανίκανοι να ταυτιστούν με τα επαναστατικά προτάγματα, εξού και τον ρόλο αυτόν αναλαμβάνουν οι ταγοί της λαϊκής τάξης και οι «οργανικοί διανοούμενοι». Αυτοί δηλαδή που εκφράζουν την συλλογική συνείδηση εκείνων που δεν την έχουν.
Τον ρόλο των ταγών και των οργανικών διανοουμένων σήμερα τον έχουν αναλάβει αυτόκλητα διάφοροι νάρκισσοι των σόσιαλ μίντια, ενώ ως «κυρ-Παντελής» σκιαγραφείται αφοριστικά ο συντηρητικός μικροαστός που προβαίνει στην αποκοτιά να είναι απασχολημένος με την ατομική ή οικογενειακή του επιβίωση και πρόοδο, αντί να συντάσσεται στον μεγάλο αγώνα για την «κοινωνική ανατροπή». Μια ανατροπή που επιχειρείται «για το καλό του», αλλά αυτός δεν είναι άξιος να το καταλάβει ούτε και να σωθεί, επειδή είναι αλλοτριωμένος και δειλός, άχθος αρούρης.
Η πολιτική ιστορία έχει δείξει ότι οι «εξεγερμένοι» κέρδιζαν τα πρωτοσέλιδα, αλλά η «σιωπηλή πλειοψηφία» κέρδιζε τις εκλογές. Γιατί για να γίνει ένα κόμμα πλειοψηφικό σε μια χώρα μικροαστών, όπως η Ελλάδα, έχει ανάγκη τους «κυρ-Παντελήδες». Και για να τους κερδίσει, πρέπει να τους αντιμετωπίσει ισότιμα, όχι περιφρονητικά.
Χειρότεροι όλων για τους ταγούς είναι οι «κυρ-Παντελήδες» που θέλουν «νόμο και τάξη». Ακόμα και αν αυτό συμβαίνει όχι επειδή είναι λάτρεις του αυταρχισμού αλλά επειδή πιστεύουν ότι ο νόμος και η τάξη, εντέλει, είναι η ασπίδα του πιο αδύναμου. Επειδή απλώς θέλουν κοινωνική ηρεμία, σταθερότητα, ασφάλεια, προστασία της ζωής, της τιμής και της περιουσίας του οποιουδήποτε. Και επειδή σε συνθήκες δημοκρατίας νιώθουν αποστροφή για την ακραία ένταση και τις συγκρούσεις χωρίς όριο.
Είναι πραγματικά ειρωνικό το ότι όλη αυτή η βαθιά αλαζονική, ναρκισσιστική και εντέλει αξιοθρήνητα πατερναλιστική προσέγγιση περί «κυρ-Παντελήδων» προέρχεται από πολιτικές δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως φιλολαϊκές. Είναι δε και απίστευτα αφελής. Πρώτον, γιατί η πολιτική ιστορία έχει δείξει ότι οι «εξεγερμένοι» κέρδιζαν τα πρωτοσέλιδα, αλλά η «σιωπηλή πλειοψηφία» κέρδιζε τις εκλογές. Και δεύτερον, γιατί για να γίνει ένα κόμμα πλειοψηφικό σε μια χώρα μικροαστών, όπως η Ελλάδα, έχει ανάγκη τους «κυρ-Παντελήδες». Και για να τους κερδίσει, πρέπει να τους αντιμετωπίσει ισότιμα, όχι περιφρονητικά.
Δεν γνωρίζω τι ακριβώς έχουν στο μυαλό τους οι «οργανικοί διανοούμενοι» όταν αναφέρονται σε «κυρ-Παντελήδες». Αν εννοούν κάποιες καρικατούρες, κάτι σαν τους «θυρωρούς της χούντας», ας τους ενημερώσει κάποιος ότι είναι πλέον ελάχιστοι, δεν αξίζει να τους αφιερώνουν τραγούδια. Αν εννοούν γενικώς τους ηλικιωμένους μικροαστούς, που θέλουν κοινωνική ηρεμία και νιώθουν αποστροφή ή και φόβο μπροστά σε εκδηλώσεις βίας, καιρός να αλλάξουν ρεπερτόριο. Γιατί δεν υπάρχει καμία ντροπή σε αυτό. Δικαίωμα είναι. Όπως δεν υπάρχει και καμία ντροπή στο να είσαι «κυρ-Παντελής».
Οι «κυρ-Παντελήδες» είναι κομμάτι της ιστορίας αυτού του τόπου. Είναι οι πατεράδες και οι παππούδες μας. Τα παιδιά που πολέμησαν όπου η πατρίδα τούς χρειάστηκε. Αυτοί που κατέβηκαν από τα χωριά τους μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο και ήρθαν στις πόλεις για να γίνουν τα αγόρια μαστοράτζες και τα κορίτσια υπηρέτριες στα σπίτια των αστών. Με τον δικό τους ιδρώτα μια χώρα που στα τέλη της δεκαετίας του ’40 ήταν σωρός ερειπίων στάθηκε ξανά στα πόδια της. Αυτοί σπούδασαν τα παιδιά τους και πάλεψαν για να τους προσφέρουν μια ζωή καλύτερη από τη δική τους. Αυτοί μετανάστευσαν. Αυτοί έχτισαν σπίτια για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, όχι πάντα καλόγουστα, αλλά με κόπους μιας ζωής. Με τον δικό τους μόχθο η Ελλάδα προχώρησε και έγινε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.
Οι κυρ-Παντελήδες δεν ήξεραν τον Αλτουσέρ, τον Γκράμσι, τη Σχολή της Φρανκφούρτης, ούτε και τον Λοκ, τον Πόπερ, τον Χάγιεκ. Ήταν απασχολημένοι με την επιβίωσή τους και την προκοπή της οικογένειάς τους. Με τις απλές χαρές τους στα γήπεδα, στα καφενεία, στα πανηγύρια, στη λαϊκή απογευματινή.
Δεν έζησαν για τη μεγάλη ιδέα, αλλά πάλεψαν και παλεύουν για το δικό τους όνειρο. Που μπορεί για κάποιους να είναι μικρό και μίζερο, αλλά για εκείνους είναι ο καρπός του δικού τους, καθημερινού αγώνα. Και αξίζει κάθε σεβασμό.
ΥΓ.: Τον Δεκέμβριο του 2008 ένας εγκληματίας αστυνομικός, σκοτώνοντας ένα 15χρονο παιδί, βύθισε τη χώρα στο χάος και οδήγησε μια γενιά στη βίαιη ριζοσπαστικοποίηση. Το περασμένο καλοκαίρι ένας άλλος αστυνομικός στις ΗΠΑ έγινε η αφορμή για ασύλληπτες καταστροφές και δεκάδες νεκρούς. Με τις πληγές μιας ταραγμένης δεκαετίας να μην έχουν ακόμα επουλωθεί πλήρως, με τα νεύρα όλων στα όριά τους, λόγω της πολύμηνης κόπωσης από την πανδημία, η έλλειψη μέτρου και επαγγελματισμού από τον οποιονδήποτε είναι ασυγχώρητη. Οι πολιτικάντηδες που το μόνο που ξέρουν είναι να υποδαυλίζουν την ένταση και να επενδύουν στο χάος θα βρουν τοίχο. Η πλειοψηφία επιθυμεί κοινωνική ηρεμία και ασφάλεια και τους αποστρέφεται. Αρκεί εκείνοι που θέλουν να την εκφράσουν να μείνουν μέρος της λύσης και να μη γίνουν μέρος του προβλήματος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.