ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου είναι το εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα. Στο πεζούλι του ξαποσταίνουν διάφοροι που περιμένουν κάτι απ’ το νοσοκομείο, μιλώντας στα κινητά τους και περιφρονώντας τις προειδοποιήσεις στα πακέτα των τσιγάρων τους.
Την προηγούμενη Κυριακή, στην είσοδο του ναού δυο άντρες χωρίς μάσκα ανέλυαν πως ο ιός δεν κολλάει, επικαλούμενοι μια θεωρία συνωμοσίας για τη σύσταση, υποτίθεται, των βακτηρίων(!). Έμοιαζαν αξιοζήλευτα άτρωτοι λίγα μόλις μέτρα μακριά απ’ το σημείο όπου ένας γιατρός ρωτούσε μια γυναίκα αν πονάει καθώς ανασαίνει. Δεν κοίταζαν προς τα κει. Ούτε προς την είσοδο των ασθενοφόρων με την ανησυχητική κίνηση.
Η νεωκόρισσα εμφανίστηκε στο προαύλιο και τοποθέτησε αντισηπτικά πλάι σε μια ιερή εικόνα που βγήκε για προσκύνημα. Κάποιοι απ’ αυτούς που περίμεναν κάτι απ’ το νοσοκομείο στράφηκαν, έκαναν σταυρό από μακριά και έσκυψαν με ευλάβεια. Η εικόνα έμεινε ανέγγιχτη. Οι εκδηλώσεις αγάπης, υποχρεωτικά ανέπαφες. Όσοι περίμεναν είχαν κουραστεί να παριστάνουν τους γενναίους.
Ήλπιζα ότι η πανδημία θα διέλυε αυτή την πολύ βολική ψευδαίσθηση ότι είμαστε υγιείς. Περίμενα ν’ ακούσω γιατί χάσαμε τόσους νέους γιατρούς, που, αφού σπούδασαν εδώ, εργάζονται στο εξωτερικό, σε νοσοκομεία πιο ελκυστικά απ’ τα δικά μας. Νόμιζα ότι θα σεβόμασταν πια τραυματιοφορείς, νοσοκόμες και καθαρίστριες νοσοκομείων. Δεν συνέβη.
Η μέριμνα μας κάνει να αποστρέφουμε το βλέμμα. Τα δημόσια νοσοκομεία βρίσκονται σε κατάσταση εξαθλίωσης. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω, μια επίσκεψη αρκεί. Ο λόγος που λειτουργούν είναι οι υπεράνθρωπες προσπάθειες του προσωπικού. Ο μισθός τους δεν αντανακλά στο ελάχιστο την προσφορά τους, αντίθετα, είναι λες και κάποιος τους περιγελά.
Η υγεία είναι κάτι που αγοράζεται πανάκριβα από ανθρώπους που πρέπει να σκεφτούν αν θα χρεοκοπήσουν ή αν θα παραλείψουν είτε προληπτικές εξετάσεις/επεμβάσεις είτε θεραπείες που ο χρόνος, τελικά, θα δείξει πόσο αναγκαίες ήταν.
Καθώς περίμενα έξω απ’ το Ιπποκράτειο, σκεφτόμουν ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν χρειαζόταν να είναι έτσι. Η θλιβερή πρόσοψη του νοσοκομείου και οι λερωμένες κουρτίνες που έκρυβαν έναν θαμπό, καταθλιπτικό φωτισμό δεν χρειαζόταν να είναι έτσι. Ο νέος γιατρός που έδινε οδηγίες σε μια ανήσυχη κοπέλα με τις εξετάσεις της στα χέρια δεν χρειαζόταν να είναι έτσι, υποτιμημένος και κακοπληρωμένος, ίσως σκεπτόμενος κι αυτός «με την πρώτη ευκαιρία θα ψάξω δουλειά στο Μόναχο». Οι νοσοκόμες που καθοδηγούσαν με υπερβολικά γαλήνιες φωνές το πλήθος των εισερχομένων δεν χρειαζόταν να είναι έτσι, αφημένες σ’ αυτό το είδος της γαλήνης που αποκτάς απ’ τον συνδυασμό εξάντλησης και έλλειψης ύπνου.
Τίποτε απ’ αυτά δεν ήταν αναγκαίο. Το χάος. Η εξάντληση. Οι χαμηλοί μισθοί. Τίποτα δεν δικαιολογεί το πόσο δύσκολο έχει γίνει το έργο αυτών των ανθρώπων. Είναι οι πολιτικές και όχι η αναγκαιότητα, σκεφτόμουν, που έχουν οδηγήσει σ’ αυτή την άθλια εικόνα.
Σε μια χώρα με υψηλή ανισότητα, όπως η δική μας, τα δημόσια νοσοκομεία τρέπονται σε πεδία αργής, φυσικής εξόντωσης των φτωχών. Η υγεία δεν είναι δημόσιο αγαθό, αναγκαίο για τη δημοκρατία μας, φίλτρο που εξασφαλίζει ότι οι λιγότερο υγιείς (δηλαδή όλοι μας σε κάποια φάση της ζωής μας) θα λάβουν φροντίδα και στήριξη. Η υγεία είναι κάτι που αγοράζεται πανάκριβα από ανθρώπους που πρέπει να σκεφτούν αν θα χρεοκοπήσουν ή αν θα παραλείψουν είτε προληπτικές εξετάσεις/επεμβάσεις είτε θεραπείες που ο χρόνος, τελικά, θα δείξει πόσο αναγκαίες ήταν.
Μια μαία ή μια νοσοκόμα είναι μισθολογικά αδικημένες, παρόλο που παρέχουν κάτι σημαντικό. Γιατί κάτι με αξία αντιμετωπίζεται απαξιωτικά; Η φεμινίστρια και καθηγήτρια Πολιτικής Θεωρίας Joan Tronto υποστηρίζει ότι αυτή η αποστροφή του βλέμματος από τη μέριμνα είναι βαθιά ριζωμένη στις κοινωνίες μας («Για μια πολιτική της μέριμνας σ’ έναν ευάλωτο κόσμο»).
Παραβλέπουμε αυτούς (αυτές κατά κανόνα) που παρέχουν φροντίδα κι έτσι διατηρούμε μια εικόνα αυτονομίας. Όσο αδιαφορούμε γι’ αυτές που μας φροντίζουν, τόσο πείθουμε τους εαυτούς μας ότι δεν έχουμε ανάγκες. Η αδιαφορία μας υπονοεί την ανεξαρτησία μας. Λέμε: «Δεν με νοιάζει αυτό το νοσοκομείο, γιατί εγώ δεν θα μπω εδώ μέσα».
Η υπόθεση της μέριμνας ιδιωτικοποιείται. Είτε στρέφεται προς τα μέσα (φροντίζω μόνο για μένα και την οικογένειά μου) είτε ανατίθεται, απ’ αυτούς που είναι αρκετά πλούσιοι ώστε να προσλαμβάνουν άλλους, σε γυναίκες που προτίθενται να κάνουν τη «βρόμικη δουλειά» (π.χ. μετανάστριες). Η Tronto λέει πως οι σχετικά προνομιούχοι «παραβλέπουν συγκεκριμένες μορφές στερήσεων, τις οποίες δεν αντιμετωπίζουν». Το ονομάζει «προνομιούχα ανευθυνότητα».
Η καθημερινότητα πολλών περιλαμβάνει αίθουσες αναμονής και ιατρεία τα οποία κανείς δεν θα «επέλεγε» αν είχε την «άνεση» να απευθυνθεί αλλού. Η αποστροφή του βλέμματος απ’ αυτές τις καθημερινότητες καθορίζει τις επιλεγόμενες πολιτικές και οι πολιτικές εφαρμόζονται, τσακίζοντας αυτές τις καθημερινότητες.