O Έβανς, ο Περνιέ, οι Ζιλιερόν, ο Σλίμαν, ο καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης Διαμαντής Παναγιωτόπουλος, ο αρχαιολόγος Γκάρεθ Όουενς, ο αρχαιολόγος Αλεσάντρο Γκρέκο, ο αντικέρ και ειδικός σε πλαστές αρχαιότητες Τζερόμ Άιζενμπεργκ είναι τα πρόσωπα που παρελαύνουν στο ντοκιμαντέρ του Netflix, «τα μυστικά της Φαιστού» που επιχειρεί ένα ταξίδι στο χρόνο και τους μύθους της Κρήτης του μινωϊκού βασιλείου και εξετάζει την αυθεντικότητα του δίσκου της Φαιστού, τις μεθόδους συντήρησης των αρχαιοτήτων στις αρχές του 20ου αιώνα και την δημιουργία μύθων, που συνάδουν με το φιλόδοξο και ρομαντικό πνεύμα των εξερευνητών της αρχαιολογίας.
Το γερμανικής παραγωγής ντοκιμαντέρ ξεκινά από τις ανακαλύψεις του Έβανς και σημειώνει τον ενθουσιασμό του αρχαιολόγου - σημειώνει όμως και τις διαφοροποιημένες απόψεις, σήμερα, των σύγχρονων ερευνητών. Ο Έβανς ήθελε πάση θυσία να πάρει τη δόξα μιας μεγάλης αρχαιολογικής ανακάλυψης και τα κατάφερε, αφού χρίστηκε ιππότης για τις υπηρεσίες του. Ονόμασε τις αίθουσες της Κνωσσού αυθαίρετα όπως ήθελε και ισχυρίστηκε ότι το αλαβάστρινο κάθισμα που βρέθηκε ήταν ο θρόνος του Μίνωα, αποδίδοντάς το σε ένα πρόσωπο που δεν έχει επιβεβαιωθεί η ύπαρξή του, αναφέρει το ντοκιμαντέρ.
Η ΚΡΗΤΗ αποτελεί ένα μυστήριο για τους αρχαιολόγους ακόμα και μετά από 100 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας σημειώνει ο αρχαιολόγος Διαμαντής Παναγιωτόπουλος που ανασκάπτει στη Μεσσαρά. «Είναι σπουδαίο ότι ανακαλύφθηκε ένας πολιτισμός εφάμιλλος αυτών της Ανατολής» λέει «με κέντρα την Κνωσσό και τη Φαιστό». Ο καθηγητής Παναγιωτόπουλος μαζί με 130 επιστήμονες από 13 χώρες μελετά στη Χαϊδελβέργη μια συλλογή Μινωϊκών και Μυκηναϊκών σφραγιδόλιθων, 100.000 φωτογραφίες και 9.000 αποτυπώματα σφραγίδων. Ο καθηγητής ερευνά με μεγάλο ενδιαφέρον μέσω αυτών την κοινωνική δομή την ιδεολογία και τη νοοτροπία των κατοίκων του νησιού. «υπάρχουν και σφραγιδόλιθοι που δεν ξέρουμε αν είναι αυθεντικοί» λέει. «Συγκρίνουμε τα προβληματικά κομμάτια με σφραγίδες που προέρχονται από συστηματικές ανασκαφές των οποίων η αυθεντικότητα δεν αμφισβητείται.
Ένα προβληματικό κομμάτι είναι το δαχτυλίδι του Μίνωα. Υπάρχει η υποψία ότι είναι πλαστό, κάτι που εξηγείται στο ντοκιμαντέρ. Ο Έβανς το αγόρασε από κάποιον, παρά τις αντίθετες συμβουλές των ειδικών. Σήμερα εκτίθεται στο μουσείο του Ηρακλείου― αν δεν είναι αυθεντικό, ποιος μπορεί να είναι ο πλαστογράφος;
Μετά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Κρήτη είναι γαλλικό, βρετανικό και ιταλικό προτεκτοράτο. Οι Ιταλοί αρχαιολόγοι εργάζονται ελεύθερα, χωρίς εμπόδια, ο Λουίτζι Περνιέ που έχει φτάσει στην Κρήτη το 1900 λαχταρά να έχει τις επιτυχίες του Έβανς. Στο ντοκιμαντέρ ο Αμερικανός αρχαιοπώλης, «ειδικός σε πλαστά αρχαία έργα τέχνης», Τζερόμ Άιζενμπεργκ διατυπώνει ακόμα μια φορά μια θεωρία του, κατηγορώντας τον Περνιέ ότι το πιο γνωστό εύρημά του, ο πήλινος δίσκος της Φαιστού, δεν πλάστηκε περί το 1700 π.Χ. και ως εκ τούτου δεν είναι αυθεντικός, αλλά πως ήταν δημιούργημα του ίδιου του Ιταλού αρχαιολόγου, το 1908, στην προσπάθειά του να κατασκευάσει ένα νέο εύρημα, που θα γινόταν πιο διάσημο κι από αυτά του Βρετανού σερ Άρθουρ Έβανς στην Κνωσό και θα γνώριζε την καταξίωση των συναδέλφων του. Έτσι, είπε ο Αμερικανός συνεχίζοντας να θεωρητικολογεί, πως «αποφάσισε ο Περνιέ να δημιουργήσει ένα ακατάληπτο κείμενο πάνω σε ένα κομμάτι πηλού, που δεν θα ήταν δυνατόν να μεταφραστεί, τυπωμένο με κινητά στοιχεία». Μέχρι σήμερα ο Άιζενμπεργκ δεν έχει κατορθώσει να πείσει την επιστημονική κοινότητα.
Στο ντοκιμαντέρ ο Αμερικανός αρχαιοπώλης Τζερόμ Άιζενμπεργκ, «ειδικός σε πλαστά αρχαία έργα τέχνης», κατηγορεί τον Περνιέ ότι το πιο γνωστό εύρημά του, ο πήλινος δίσκος της Φαιστού, δεν πλάστηκε περί το 1700 π.Χ. και ως εκ τούτου δεν είναι αυθεντικός, αλλά πως ήταν δημιούργημα του ίδιου του Ιταλού αρχαιολόγου, το 1908, στην προσπάθειά του να κατασκευάσει ένα νέο εύρημα, που θα γινόταν πιο διάσημο από αυτά του Βρετανού σερ Άρθουρ Έβανς στην Κνωσό.
Στην άλλη πλευρά, ο καθηγητής Γκάρεθ Όουενς ειδικός σε θέματα μινωικής γραφής, έχοντας αφοσιωθεί στη μελέτη του Δίσκου για περισσότερα από δέκα χρόνια έχει προχωρήσει, σε συνεργασία με τον καθηγητή Φωνητικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Τζον Κόουλμαν, την «ανάγνωση» του Δίσκου στο 99%. Πλέον είναι σε θέση να μας «αποκαλύψει» τα μυστικά του Δίσκου της Φαιστού, δίνοντας μια τεκμηριωμένη, εμπεριστατωμένη και αξιόπιστη ερμηνεία του δίσκου. Με σεβασμό απέναντι στην ιστορία και επίγνωση του βάρους του εγχειρήματός του, προχωράει ένα βήμα παραπέρα στην «ερμηνεία» του δίσκου, μιλάει για την πεμπτουσία του και μας δίνει ίσως το «κλειδί» για την είσοδο στα άδυτα του μινωικού κόσμου. Ο δίσκος της Φαιστού όπως λέει είναι άξιο απορίας με ποιο τρόπο σώθηκε, κάτι για το οποίο ούτε ο Περνιέ, ούτε οι διάδοχοί του μπόρεσαν να δώσουν πειστικές απαντήσεις.
Όπως είναι γνωστό, ο Δίσκος ανακαλύφθηκε το 1908 από τους Ιταλούς ανασκαφείς της Φαιστού και χρονολογήθηκε γύρω στα 1.700 π.Χ. Σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Χρονολογικά ανήκει στην περίοδο της Μινωικής Γραφής, αλλά διαφέρει σε πολλά σημεία από αυτήν. Η γραφή του δίσκου είναι εντυπωμένη σε πηλό, με τη βοήθεια διαφορετικών σφραγίδων και θεωρείται το αρχαιότερο σε παγκόσμιο επίπεδο έντυπο, περίπου 2.500 χρόνια πριν από τα πρώτα δείγματα έντυπου υλικού.
Έχει διάμετρο περίπου 16 εκ. με σημεία γραφής και στις δυο όψεις, τα οποία ανέρχονται σε 242 και διαιρούνται σε 61 ομάδες. Υπάρχουν 45 διαφορετικού χαρακτήρα σημεία στον Δίσκο, περισσότερα για να απαρτίσουν ένα αλφάβητο και λιγότερα για να αποτελέσουν μια πραγματική ιδεογραφική γραφή, όπως συμβαίνει με τα κινέζικα. Σε κάθε περίπτωση η γλώσσα του Δίσκου, που αποτελεί το πιο γνωστό δείγμα της συλλαβικής «μινωικής γραφής», είναι ακόμη απροσπέλαστη.
Εκτίθεται στο μουσείο του Ηρακλείου και στο ντοκιμαντέρ σημειώνεται η άρνηση του μουσείου να ταυτοποιηθεί η αυθεντικότητά του, σε αντίθεση με την Νεφερτίτη του Βερολίνου που υποβλήθηκε σε μια ευαίσθητη επιχείρηση προκειμένου να αποδειχθεί η αυθεντικότητα του έργου.
Ο Όουενς πιστεύει ότι θα υπάρξει πρόοδος στην ανάγνωση του δίσκου της Φαιστού, εκεί που ο Άιζενμπεργκ παρατηρεί «ύποπτα λάθη», όπως ένα γάντι πυγμαχίας που βρίσκουμε στη ρωμαϊκή εποχή 1500 χρόνια αργότερα, ενώ τα σύμβολα στο δίσκο πάνε από δεξιά στα αριστερά και όχι το αντίθετο, όπως συμβαίνει με τη Μινωϊκή γραφή.
Ποιος όμως ήταν ο πλαστογράφος; Οι υποψίες πέφτουν στον Ζιλιερόν, που είχε φτιάξει περίτεχνα αντίγραφα, δούλεψε με τον Έβανς και τον Περνιέ και ήταν με τον γιο του επιχειρηματίες με κατάλογο αντιγράφων, με διεθνή πελατεία και υψηλές τιμές. Πιθανολογείται ότι δεν πουλούσαν μόνο αντίγραφα. Οι Ζιλιερόν είναι οι πιο πιθανοί πλαστογράφοι αυτής της περιόδου γιατί γνώριζαν καλά από αρχαιολογικά υλικά.
Εν τω μεταξύ, το μουσείο της Βοστώνης απέσυρε από την έκθεση την Κυρά με τα φίδια, ένα έργο προερχόμενο από την Κρήτη που χρονολογείται από το 1450 π.Χ. (παρεμφερές με την Θεά των Όφεων, που εκτίθεται στο Μουσείο του Ηρακλείου), επειδή το ελεφαντόδοντο που χρησιμοποιήθηκε ήταν πολύ μεταγενέστερο και το αντικείμενο μεταφέρθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στην αποθήκη.
Ο Ελβετός Εμίλ Ζιλιερόν του οποίου σήμερα οι μέθοδοι αμφισβητούνται αποθεώθηκε στην Αθήνα που αναπτυσσόταν ραγδαία όταν είχε προσληφθεί από τον Σλίμαν. Μετά τον θάνατο του Σλίμαν τον προσέλαβε ο Έβανς. Λίγο αργότερα προσλαμβάνεται ο γιος του, παίρνοντας τη θέση του πατέρα του επί 40 χρόνια, ενώ ζωγραφίζουν και δημιουργούν την εξιδανικευμένη Κρήτη του Ομήρου.
Σε όποια μεριά και αν σταθεί ένας θεατής του ντοκιμαντέρ ένα είναι το βασικό ερώτημα που θέτει: Αν επιβάλλεται τα μουσεία με τις σύγχρονες μεθόδους να επανεξετάσουν τα ευρήματά τους, ακόμα και αυτά που τους φέρνουν χρήμα και επισκεψιμότητα. Και όσο εμείς θα αναρωτιόμαστε για αυτό, ο Δίσκος της Φαιστού θα προκαλεί συζητήσεις, έρευνες, θα εξακολουθεί να είναι ένα αριστούργημα που περιβάλλεται από μυστήριο, άλυτο μέσα στους αιώνες.