Πριν ανοίξω την πόρτα του παλαιοπωλείου που βρίσκεται στον αριθμό 185 της Ιπποκράτους είχα ακούσει ότι μερικές φορές οι άνθρωποι της γειτονιάς θεωρούν τον ιδιοκτήτη ιδιόρρυθμο. Κάποιοι μάλιστα αποφεύγουν να περάσουν από τον δρόμο, αλλάζουν πεζοδρόμιο ή δεν τον χαιρετούν καν.
Μπαίνοντας, είδα πρώτα τα ράφια και τις τζαμαρίες με τα στρατιωτάκια, τις μινιατούρες του Μίκι Μάους, τα μικρά παιχνίδια στις βιτρίνες και στα ξύλινα ράφια και μαζί μια σειρά από ακέφαλους μολυβένιους στρατιώτες υπό κατασκευή σε ένα γραφείο. Στη μέση του στενού διαδρόμου του παλαιοπωλείου ο κύριος Γιώργος, δίπλα σε ένα ηλεκτρικό σώμα, με κοιτούσε πίσω από τα γυαλιά του, καπνίζοντας.
Όταν τον ρώτησα αν ήθελε να μου αφηγηθεί την ιστορία του ήταν κάτι παραπάνω από ευγενικός και πρόθυμος. Μπορεί το παλαιοπωλείο του να είναι πάνω σαράντα χρόνια στο ίδιο σημείο, όμως η αγάπη για τα αντικείμενα που κουβαλούν τη δική τους ιστορία ξεκινά με έναν έρωτα στη Θεσσαλονίκη, περνά από σπάνιες πιστόλες και «μεταμφιεσμένους συλλέκτες», από την Κρήτη και μέσω της Πλάκας καταλήγει εδώ, στην Ιπποκράτους, στα ράφια ενός μαγαζιού γεμάτου παιδικές αναμνήσεις.
«Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και από πιο παλιά έχω βγάλει τη φήμη του περίεργου και κάποιοι αποφεύγουν να περνούν ακόμη και από τον δρόμο», λέει. «Κάποιοι άλλοι με λατρεύουν, έρχονται και κάνουμε και δουλειές. Ίσως επειδή μερικές φορές είμαι περισσότερο ειλικρινής απ’ όσο πρέπει, τους λέω κάποια πράγματα και αυτό τους νευριάζει, τους θυμώνει. Είναι αλήθεια ότι σε αυτήν τη δουλειά αποκαλύπτονται πάρα πολλές πτυχές του χαρακτήρα ενός ανθρώπου και δεν είναι πάντα ευχάριστες. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές είναι δυσάρεστες».
Πιστεύω ότι αυτό το οποίο εγώ υπηρετώ ‒γιατί είναι λειτούργημα το να ψάχνω να βρω, όπως και άλλοι, όλα αυτά τα πράγματα που δημιούργησαν οι άνθρωποι‒ είναι και μια απάντηση στον πόλεμο, στην καταστροφή και σε οτιδήποτε άλλο θλιβερό και ελεεινό υπάρχει γύρω μας. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο σε αυτήν τη δουλειά που κάνω.
Ο κύριος Γιώργος δουλεύει συνήθως τα βράδια. Παράλληλα με τα αντικείμενα που αγοράζει και πουλάει, τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια φτιάχνει τις δικές του σειρές από στρατιωτάκια. «Έχω ολοκληρώσει κάποιες αρκετά καλές σειρές, κυρίως με ελληνικά και οθωμανικά θέματα, που έχουν αναγνωριστεί και διεθνώς. Οι βραδινές ώρες είναι οι καλύτερες για δουλειά, από τις 10-12 το βράδυ μέχρι το πρωί. Μετά μπορεί και να μη κοιμηθώ. Άμα έχω τρέλα και φτιάχνω μια καινούργια σειρά, μπορεί να δουλεύω ακόμη και τρία και τέσσερα συνεχόμενα εικοσιτετράωρα», λέει.
Ο Γιώργος Εμμανουηλίδης μεγάλωσε στην Άνω Ηλιούπολη από γονείς απόφοιτους Καλών Τεχνών. Όταν πήγε στη Θεσσαλονίκη το 1970 για σπουδές στην Αρχαιολογία, μπήκε ταυτόχρονα και στην Αγγλική Φιλολογία και εκεί γνώρισε την Άμμα. «Ξενοικιάζουμε το σπίτι μας και νοικιάζουμε ένα μαγαζί, φτιάχνουμε ένα πατάρι και αυτό γίνεται το σπίτι μας. Ήταν το πρώτο μου μαγαζί, πενήντα χρόνια πριν. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασαν αυτά τα πενήντα χρόνια», λέει.
Όπως μου εξηγεί, όλα αυτά ξεκίνησαν γιατί ως φοιτητές τα χρήματα που είχαν στη διάθεση τους ήταν λίγα. «Μας άρεσαν τα όμορφα πράγματα, π.χ. η ελληνική λαϊκή τέχνη. Η Άμμα μάζευε κεντήματα, εγώ μαχαίρια σπαθιά κ.ά. Σκέφτηκα ότι εάν μπαίναμε μέσα στα κυκλώματα των παλαιοπωλών θα ήταν πιο εύκολο να βρίσκουμε πράγματα σε πιο καλές τιμές. Είχαμε αρχίσει ήδη να πουλάμε κάποια δεύτερης ποιότητας πράγματα. Έτσι μπήκαμε σε αυτό το δίκτυο».
Εκεί γνώρισαν μαζί διάφορους «παράξενους και όμορφους τύπους», όπως μου λέει. Αντάλλασσαν πράγματα και μάθαιναν τη δουλειά. Ανάμεσα στη Ροτόντα και στην Καμάρα έγινε το πρώτο τους μαγαζί, και μαζί τα πρώτα μεγάλα του βήματα.
«Μαζεύαμε ελληνική λαϊκή τέχνη και, δειλά δειλά, ισλαμική. Σιγά σιγά γνωρίστηκα με τους δύο βασικούς χρηματοδότες όλης της αγοράς της Θεσσαλονίκης. Ένα βράδυ είχα πάει σε μια δημοπρασία σε ένα ξενοδοχείο. Οι δύο αυτοί λεφτάδες της εποχής είχαν αγοράσει κάμποσους πίνακες και με είχαν πάρει μαζί ως σύμβουλο ‒ ήμουν ο Γιωργάκης, είκοσι-είκοσι ενός χρονών τότε. Όπως κοιτούσα τους πίνακες, είδα ότι σε έναν δεν υπήρχε υπογραφή. Όταν το είπα στην κοπέλα εκεί, μου απάντησε: “Ξεχάσαμε να βάλουμε”».
Αφού μίλησε στους δύο αγοραστές, εκείνοι θυμωμένοι ακύρωσαν τις αγορές τους και κατέληξαν στο μαγαζί του. «Ήταν η πρώτη μου μεγάλη πώληση. Τότε παίρναμε ένα χιλιάρικο τον μήνα για να τη βγάλουμε ως φοιτητές. Εγώ έπιασα με την πώληση 150.000 δραχμές».
Μετά από αυτό, έφυγαν ταξίδι. Επισκέφθηκαν διάφορα μαγαζιά, αγόρασαν διάφορα καλά πράγματα. Όταν αργότερα χώρισαν με την Άμμα, «ευγενικά» όπως μου διευκρινίζει, κατέβηκε στην Αθήνα.
«Βρήκα ένα μαγαζί στη Πλάκα το 1977, στην Αφροδίτης 10. Ήταν ημιυπόγειο. Τα δύο παράθυρα που είχε πάνω στον δρόμο τα έκανα βιτρίνες», λέει. Έκανε το στρατιωτικό του και από το 1983 μεταφέρθηκε στην Ιπποκράτους, όπου βρίσκεται τα τελευταία σαράντα χρόνια. Γνώρισε τους παλαιοπώληδες της γειτονιάς, μπήκε στο σωματείο, έκαναν μαζί εκθέσεις στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια» και ασχολούνταν με παλιές φορεσιές, γιαταγάνια, λόγχες, χαλκώματα και διάφορα άλλα αντικείμενα λαϊκής τέχνης.
«Η δουλειά μας μετατοπίστηκε. Όλα αυτά συγκεντρώθηκαν σε μουσεία, πολλές φορές τοπικά. Το ενδιαφέρον και η αναζήτηση στράφηκαν σε άλλες περιοχές, όπως το παλιό παιχνίδι, είτε αυτό είναι σκληρό πλαστικό, είτε στρατιωτάκια. Κάπου εκεί βρίσκομαι και σήμερα. Ούτε έχω καταλάβει πώς από καρυοφύλλια και γιαταγάνια βρεθήκαμε να πουλάμε στρατιωτάκια, με τα οποία έπαιζα κι εγώ μικρός».
Η αγάπη για τα παλιά αντικείμενα
«Μικρός είχα διαβάσει ένα μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν για κάποιο πολύ σημαντικό διαμάντι. Άρχισα να ψάχνω για θησαυρούς, για ορυκτά, προσπάθησα να φτιάξω ένα δικό μου διαμάντι. Οι γονείς μου τότε δίδασκαν τεχνικά στο σχολείο και είχαν τρεις μήνες διακοπές».
Η οικογένεια, όπως μου εξηγεί, φόρτωνε μια σκηνή σε ένα Φίατ και γυρνούσαν την Ελλάδα. Όπου έβρισκαν ανώμαλο δρόμο ή απομακρυσμένο νησί κάθονταν. Εκεί ο Γιώργος έψαχνε για κρύσταλλα, πολύτιμους λίθους και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να βρει. Κάπως έτσι ήρθε σε επαφή με εργαλεία, μπήκε στην προϊστορική αρχαιολογία, στα νεολιθικά, στα παλαιολιθικά και σιγά σιγά στη λαογραφία, πριν φτάσει στη λαϊκή τέχνη.
«Μια φορά, κάποιες φίλες από την Αμερική με κοιτάξαν με άγριο τρόπο και μου είπαν: “Εσύ πουλάς πράγματα που έχουν σχέση με τον στρατό και τον πόλεμο”. Εγώ τους απάντησα: “Είναι πολύ καλύτερο με αυτό το λίγο μολύβι που χρησιμοποιώ να φτιάχνω αγαλματάκια με τέχνη παρά σφαίρες”. Πιστεύω, λοιπόν, ότι αυτό το οποίο εγώ υπηρετώ ‒γιατί είναι λειτούργημα το να ψάχνω να βρω, όπως και άλλοι, όλα αυτά τα πράγματα που δημιούργησαν οι άνθρωποι‒ είναι και μια απάντηση στον πόλεμο, στην καταστροφή και σε οτιδήποτε άλλο θλιβερό και ελεεινό υπάρχει γύρω μας.
Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο σε αυτήν τη δουλειά που κάνω. Βέβαια, υπάρχει και η πιο ακαδημαϊκή αντιμετώπιση, μέσω επιστημών όπως η αρχαιολογία και η λαογραφία. Εγώ προτιμώ να την υπηρετώ με πιο πρακτικό μετερίζι».
Αντικείμενα που έχουν χαραχτεί στο μυαλό
«Όπως και με τους ανθρώπους, κάθε περίοδο βρίσκεις κάτι που αγαπάς περισσότερο. Όμως όλα τα έχεις αγαπήσει και παραμένουν αγαπημένα. Βέβαια, όταν ξεκινάς, με τρέλα πλέον, το κυνήγι ενός καινούργιου αντικειμένου, τα άλλα κάπως τα παραμελείς. Κάθε φορά βρίσκεις κάτι νέο που δεν το έχεις ψάξει κι αυτό είναι ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα σε αυτήν τη δουλειά.
Σε αυτό το ταξίδι συναντάς ένα σωρό πολιτισμούς, ένα σωρό επίπεδα έκφρασης, από τη μια έχεις τα παιχνίδια και από την άλλη πίνακες ζωγραφικής. Θέλεις δεν θέλεις, αγγίζεις και πιάνεις στα χέρια σου τις δημιουργίες με διάφορους αποδέκτες.
Χρειάστηκα περίπου δέκα χρόνια για να βγω από αυτή την αρρώστια του να τα κρατάω όλα δικά μου, που έχουν πάρα πολλοί συλλέκτες. Σιγά σιγά θεραπεύτηκα. Βλέπεις ότι ούτε μαζί σου θα τα πάρεις ούτε σου ανήκουν και από την άλλη, εφόσον είναι και η δουλειά σου, δίνοντάς τα, παίρνεις κάποια άλλα. Σταδιακά το μαθαίνεις αυτό και προχωράς. Κάθε περίοδος έχει κάτι αγαπημένο. Κάποια από αυτά μπορεί να τα κρατήσεις και χρόνια φυλαγμένα για να τα χαίρεσαι.
Κάποια στιγμή, όμως, όταν βρεις τον κατάλληλο άνθρωπο και δείξει κι αυτός ότι τα αγαπάει με αληθινό τρόπο και, φυσικά, σου τα πληρώσει, θα τα δώσεις. Αυτή είναι η δουλειά μας, δεν κάνει να κρατάμε καλά πράγματα μόνο για εμάς, γιατί τότε ξεγελάμε τον πελάτη μας».
Τα στοιχεία του επαγγέλματος
«Είναι αλήθεια ότι μέσα από αυτήν τη δουλειά οι πληροφορίες που μπορείς να συγκεντρώσεις για έναν άνθρωπο και την ψυχολογία του είναι πολύ πιο προχωρημένες από αυτές που θα μάζευε οποιοσδήποτε ψυχαναλυτής που ασχολείται μαζί του. Γιατί τον συναντάς στις πιο σημαντικές στιγμές του, όταν λαχταράει κάτι, και εκεί φαίνεται η τσιγκουνιά του ή, το αντίθετο, αν είναι χουβαρντάς, καλοσυνάτος, καλότροπος. Όλες οι συμπεριφορές, ακόμα και οι παιδικές, αναδύονται μέσα από αυτήν τη συναλλαγή που θα κάνεις μαζί του».
Οι ιστορίες που μου αφηγείται παρακάτω ο κ. Γιώργος είναι γεμάτες περιστατικά που προκαλούν έκπληξη. Πρόκειται για περιπτώσεις συλλεκτών που χαράχτηκαν στη μνήμη του: ρακένδυτους ανθρώπους που έβγαζαν σακιά με λεφτά για μια σειρά στρατιωτάκια, επαίτες που άδειαζαν τη βιτρίνα, φέρνοντας τσουβάλια με νομίσματα, αλλά και για δυο πιστόλες, η απίστευτη ιστορία των οποίων ξεκινά από την Κρήτη στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, περνά από τα χέρια του και φτάνει σε δυο συγγενείς μέσα από μια τρομερή σύμπτωση.
Απίθανες ιστορίες – Οι συλλέκτες
O επαίτης του δρόμου
«Εκείνη την εποχή είχα γεμίσει δύο μεγάλες βιτρίνες με καλούς μολυβένιους στρατιώτες, προπολεμικούς. Ερχόταν συλλέκτες και τους αγόραζαν. Θυμάμαι, λοιπόν, ένα πρωί είδα να στέκεται στην πόρτα ένας ρακένδυτος άνθρωπος. Με το που τον είδα έψαξα την τσέπη μου να βρω κανένα πενηντάρι να του δώσω ‒ είχαμε δραχμές ακόμα. Με κοίταξε με ένα περίεργο ύφος και προχώρησε δειλά δειλά προς τα μέσα. “Α”, λέει, “εσείς έχετε στρατιωτάκια”. “Ναι”, του απαντάω. “Eσύ καλά είσαι;” Ήμουν πενήντα και αυτός εβδομήντα-εβδομήντα πέντε χρονών.
Κάποια στιγμή, κοιτάει τις δυο βιτρίνες που ήταν γεμάτες στρατιωτάκια και μου λέει ότι μαζεύει. “Δεν έχω πολλά, βλέπω ότι εσείς έχετε μια πλούσια συλλογή και πολύ θα ήθελα να αποκτήσω κι εγώ κάποια από αυτά. Αυτή την κάτω την ομάδα την πουλάτε;” με ρωτάει. “Θα την πάρω”. Ήταν καμιά εικοσαριά κομμάτια που κόστιζαν κάποια χιλιάρικα τότε. Προχωράει στο πάνω ράφι. “Και αυτή την ομάδα θέλω”, λέει.
Εγώ άρχισα να νιώθω περίεργα γιατί ο επαίτης που ετοιμαζόμουν να του δώσω πενηντάρι έκλεινε ομάδες από τα ράφια μου και κατέληξε να μου κλείσει και τις δύο βιτρίνες. Μιλάμε για ένα συνολικό αστρονομικό ποσό, που σχεδόν πλησίαζε το εκατομμύριο. Λέω: “Παναγιά μου, σε τρελό πέσαμε. Κουράγιο, Γιώργο, έχεις περάσει τόσα και τόσα”.
Μου λέει ότι αποφάσισε να τα πάρει όλα, να αρχίσω να αμπαλάρω μέχρι να πάει ως την τράπεζα. Κάπως ζαβλακωμένος, αρχίζω να βγάζω τις ομάδες που είχα σκοπώ να κρύψω για μένα, ώστε και να τις έχω αμπαλάρει και απλώς να τις βάλω κάπου για να τις φυλάξω. Με ρωτάει αν θέλω επιταγή ή μετρητά, του λέω μετρητά. Φέρνει, λοιπόν, μια χαρτοσακούλα του μπακάλη, την ανοίγει μπροστά μου και βλέπω πεντοχίλιαρα. “Αυτό είναι”, ρωτάω, “το συνολικό ποσό που συμφωνήσαμε;” “Ναι”, μου απαντάει, “μετρήστε τα, είναι 890.000”, σαν να μιλούσε για ένα πακέτο τσιγάρα. Παναγία μου, αυτός δεν είναι μόνο τρελός, είναι και πλούσιος τρελός.
Πήρα τα λεφτά, τα πήγα μέσα, τα εξαφάνισα και μετά τύλιξα όλα τα στρατιωτάκια. Αργότερα έμαθα από έναν συνάδελφο ότι αυτός γύριζε βράδια, παλιός bon viveur, αεροπόρος από τους πρώτους και ένας άνθρωπος που γύριζε στα σαλόνια των Αθηνών. Άρχισε να αποκαλύπτεται μπροστά μου η ζωή αυτού του “επαίτη” που ούτε μπορούσα να φανταστώ, αν και είχα και χρόνια εμπειρίας στο επάγγελμα με ανθρώπους. Αυτό και μόνο λέει κάποια πράγματα. Ποτέ να μη μένουμε στην εμφάνιση των ανθρώπων ή τουλάχιστον στα πρώτα σήματα που αυτή μας στέλνει».
Ο επαίτης των νοσοκομείων
«Μια άλλη φορά ήταν ένας δημοσιογράφος ‒φίλε, αν διαβάσεις το άρθρο, μην παρεξηγηθείς, κάποια πράγματα πρέπει να καταγραφούν‒ με πατέρα πολύ πλούσιο, χρηματιστή. Ντυνόταν κι αυτός ελεεινά, χειρότερα και από μένα, και γύριζε στα νοσοκομεία με ένα πακέτο περιοδικά, πλησίαζε τα κρεβάτια του κόσμου και εκεί, χωρίς να ενοχλήσει κανέναν, έλεγε ότι έχει κάποια προβλήματα υγείας και ότι θέλει να πάει στην Αγγλία να τον εξετάσουν.
Δεν ήταν κακό, κάποιοι έβγαζαν και του έδιναν χρήματα. Απέφευγε να γυρνάει στα ίδια νοσοκομεία κάθε μέρα. Μάζευε καμιά φορά και 40.000 δραχμές την ημέρα. Βοηθούσε και το παρουσιαστικό του, γιατί ήταν αδυνατούλης, φουκαριάρης, φορούσε κάτι σκισμένα ρούχα ‒ το βράδυ, βέβαια, μπορεί να ήταν με κουστούμι και γραβάτα, δεν έχει σημασία. Δεν είναι όμως καθόλου εύκολο να ξυπνάς το πρωί και να συνομιλείς με γνήσιο ενδιαφέρον με τους ασθενείς. Εκείνοι τον παρακάλαγαν να του δώσουν πέντε δραχμές.
Είχε δει, λοιπόν, δύο μεγάλες συλλογές που είχα από αυτοκινητάκια πρώτης γενιάς. Τριακόσια κομμάτια η μία, 120-150 η άλλη. Κάποια στιγμή τα αγόρασε και ήρθε την άλλη μέρα να τα πληρώσει. Κρατούσε δύο μεγάλες τσάντες πλαστικές γεμάτες ψιλά. Καθάρισα το μέρος απ’ ότι βιβλία είχα, έβαλα σε στοίβες το περίπου 1.000.000 δραχμές ‒τόσο έκαναν τα αυτοκινητάκια‒ και κάθισα εκεί, μετρώντας τα κέρματα».
Οι πιστόλες που συναντιούνται
«Η ιστορία αυτή είναι ένα από τα πράγματα που κάνεις τον σταυρό σου και απλώς πας παρακάτω. Είχα έρθει Αθήνα, αλλά διατηρούσα επαφές με του συναδέλφους στη Θεσσαλονίκη. Ανέβαινα και αγόραζα ή πουλούσα κάποια πράγματα, γιατί η δουλειά μας είναι δούναι και λαβείν. Έρχεται ένας κύριος και με ρωτάει: “Εσείς αγοράζετε παλιές πιστόλες;”. Ευτυχώς, είχα συγκεντρώσει τα χρήματα για να πάω ταξίδι.
Πήγα μαζί του, λοιπόν, και πράγματι βρήκα δύο ωραιότατες πιστόλες. Η μία ήταν μακρύκαννη, επαγγελματική, γύρω στα εξήντα εκατοστά μήκος, η άλλη είχε ξύλινο στοιχείο με ασημένια δεσίματα και στολίδια. Ήταν μάλλον λάφυρο. Εκεί είχε μια πυξίδα ναυτική και ένα κινέζικο γνήσιο βάζο του 1860 από τις παλιές περιόδους. Μου άρεσε η πιστόλα, είχε μάλιστα και μια ιδιαιτερότητα στον μηχανισμό, ένα είδος ασφάλειας για να μη βρέχεται το μπαρούτι. Ανήκε σε επαγγελματία. Τότε οι περισσότεροι πασάδες προσλάμβαναν επαγγελματίες πιστολέρο, τους μπράβους της εποχής.
Την πιστόλα αυτή την πήρα στα χέρια μου, την κράτησα και μετά από μία εβδομάδα, που πέρασα από τον πρόεδρο του σωματείου μας, είδα ότι είχε μία ακριβώς ίδια, με κάποια διαφορά στα σκαλίσματα. Ήταν πολύ καλής ποιότητα, αλλά δεν είχε πολλά σκαλιστά δεσίματα, μόνο ένα διακριτικό, επαγγελματικό. Αγόρασα και τη δεύτερη πιστόλα και τις έκανα ζευγάρι. Τη μία την αγόρασε ένας διευθυντής καρδιοχειρουργικού τμήματος και την άλλη ένα παλικάρι από την Κρήτη που μάζευε πιστόλες.
Το παλικάρι άνοιξε τη μία πιστόλα και βρήκε από κάτω το όνομα του ιδιοκτήτη. Ανοίξαμε και τη δεύτερη και βρήκαμε το ίδιο όνομα. Τελικά, μάθαμε οι δύο πιστόλες που βρέθηκαν σε τελείως διαφορετικά μέρη ανήκαν στον ίδιο άνθρωπο, έναν επαγγελματία πιστολέρο που είχε φύγει από την Κρήτη και πήγε στη Σάμο λίγο πριν από το 1821. Αποδείχθηκε, μάλιστα, ότι και οι δύο αγοραστές ήταν συγγενείς».
Κάθε αντικείμενο κουβαλάει, λοιπόν, τη δική του ιστορία, άλλες φορές ευχάριστη και άλλες δραματική. Όταν ρωτάω τον κ. Γιώργο πώς νιώθει κάθε φορά που πέφτει στα χέρια του κάτι με το δικό του, διαφορετικό παρελθόν, μου λέει:
«Την εποχή εκείνη που έψαχνα σπαθιά μαχαίρια, έπιανα στα χέρια μου ένα σπαθί ή ένα πιστόλι που είχε σκοτώσει ανθρώπους και κάτι ένιωθα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να κρατάς αντικείμενα είτε κάποιου που έχει πεθάνει είτε που κουβαλάνε άλλες μνήμες. Πρέπει να έχεις αντοχή ή να είσαι χοντρόπετσος για να αντέξεις αυτήν τη μνήμη. Όπως σήμερα βάζουμε μια δισκέτα και έχει μέσα τραγούδια, γιατί να μην κουβαλάνε και τα αντικείμενα στη μοριακή τους δομή κάποιες μνήμες; Μπορεί και να συμβαίνει, δεν το ξέρουμε.
Ήταν, λοιπόν, μεγάλη ξεκούραση για εμένα το ότι η δουλειά μου σταμάτησε να έχει σχέση με τέτοια πράγματα και άρχισα άρχισα να ασχολούμαι με παλιά παιχνίδια που κουβαλάνε παιδικές μνήμες, γενικότερα ένα ευχάριστο περιβάλλον. Ήταν για μένα ένα είδος φαρμάκου. Για να μην αδικήσω τους συναδέλφους που μπορεί να τα διαβάσουν αυτά και να γελάνε, υπάρχουν και οι χοντρόπετσοι που κάνουν απλώς τη δουλειά τους ‒και καλά κάνουν‒, θα αγοράσουν ένα αντικείμενο, θα το εκτιμήσουν σωστά, θα το πουλήσουν σωστά, χωρίς πολλές συναισθηματικές αηδίες, όπως εγώ τώρα παραθέτω».
«Γιατί το λες αυτό; Δεν είναι κακό να είσαι συναισθηματικός», του λέω. «Καμιά φορά το δικό μου το στυλ, που είναι πιο “ευαίσθητο”, πιο ρομαντικό, πάει ενάντια στην πρακτική αντιμετώπιση του επαγγέλματος. Έχεις να πληρώσεις το νοίκι σου, τα έξοδά σου. Κάπου ξεχνιόμαστε εμείς οι “ρομαντικοί” εντός εισαγωγικών ‒ γιατί κωλόπαιδα του κερατά είμαστε όλοι. Αυτό που θέλουν (σ.σ. οι άνθρωποι του επαγγέλματος) είναι να σε γδύσουν, να σ’ τα πάρουν όλα και να φύγουν κι εσύ να μείνεις ξεβράκωτος, γυμνός. Ναι, κύριοι, τι να κάνουμε. Πενήντα χρόνια υπηρετώ το επάγγελμα. Αυτή είναι, δυστυχώς, η αλήθεια».
Τι του έμαθε, λοιπόν, η ζωή μετά από πενήντα χρόνια στην καρέκλα του παλαιοπώλη; «Να μη βιάζομαι. Αυτός που είναι να έρθει, θα έρθει. Ακόμη και αν είναι ο τελευταίος επισκέπτης. Ούτε ξέρεις πότε».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.