Βαδίζω στην Πανδρόσου, σε αυτό το μικρό και εντελώς τουριστικό δρομάκι που ενώνει την πλατεία Μητροπόλεως με το τζαμί Τζισταράκη στην πλατεία Μοναστηρακίου. Σε αυτό το στενό υπάρχει ένα μαγαζί, από τα λίγα παλιά της Αθήνας που δεν άλλαξε στο πέρασμα του χρόνου, το θρυλικό παλαιοπωλείο «Μαρτίνος» που είναι εκεί από το 1894. Μόνο το 1926 έκανε μια μικρή μετακόμιση, μεταφέρθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο, σε αυτό το προπολεμικό τριώροφο κτίριο, στο νούμερο 50, που μένω να χαζεύω καθώς η πρόσοψή του, που την επιμελήθηκε ο διάσημος αρχιτέκτονας Τάκης Ζενέτος στις αρχές της δεκαετίας του '60, ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα μαγαζιά με τα σουβενίρ και τα δερμάτινα που βρίσκονται τριγύρω.
Η λέξη «παλαιοπωλείο» μάλλον το αδικεί, μια και στο μυαλό μας είναι συνώνυμη του παλιατζίδικου, κάτι που για κανένα λόγο δεν ισχύει γι' αυτό το μέρος το οποίο συγκεντρώνει ένα σωρό συλλεκτικά ανθρώπινα δημιουργήματα που κόσμησαν στην εποχή τους κατοικίες και διάφορους χώρους, αντικείμενα που θαυμάστηκαν, λατρεύτηκαν και τέλος ξεχάστηκαν, όταν έπαψαν να υπάρχουν οι κάτοχοί τους, ακόμα και διάσημα έργα τέχνης γνωστών καλλιτεχνών.
Ο παππούς μου είχε ένα έμφυτο γούστο και το μάτι του συλλέκτη, μια και επέλεγε πάντα τα καλύτερα. Λέγανε ότι είχε την όγδοη αίσθηση.
Αν μπεις μέσα, δυσκολεύεσαι να κρατήσεις το βλέμμα σου σε ένα σημείο. Αρχικά, το μάτι μου πέφτει στους βαριούς ιταλικούς πολυελαίους που κρέμονται από την οροφή. Δεξιά και αριστερά βλέπω όμορφες ξύλινες κασέλες με περίτεχνα ξυλόγλυπτα σχέδια, έπιπλα-βιτρίνες γεμάτα με κάθε λογής αντικείμενα: ασημένιες πόρπες, ρωσικά κουτάλια, ιβουάρ χαρτοκόπτες, σφοντύλια, αναπτήρες, αυστριακές πίπες, φιλντισένια κουτάκια, δερματόδετους τόμους από γαλλικά ταξιδιωτικά βιβλία και λογοτεχνία, παραδοσιακά σκουλαρίκια και ξυλόγλυπτες κουτάλες από το Άγιο Όρος.
Λίγο πιο πέρα, designer '50s καθίσματα πάνω σε ένα υπέροχο ανατολίτικο κιλίμι και παραδοσιακά ελληνικά κεντήματα ακουμπισμένα επιμελώς σε διάφορα σημεία. Πιο μέσα, ένα κομμάτι τοίχου είναι γεμάτο με πιστόλες από την εποχή της Επανάστασης του '21, ενώ οι υπόλοιποι είναι γεμάτοι με έργα ζωγραφικής. Αναγνωρίζω ένα ασπρόμαυρο σχέδιο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και έναν πίνακα του Γιώργου Γουναρόπουλου.
Η «οικοδέσποινα» Ελένη Μαρτίνου είναι μια όμορφη και πολύ σικάτη γυναίκα. Ψηλή και λεπτή, με κοντά, γκρίζα μαλλιά και υπέροχα μπλε μάτια, ντυμένη με γούστο. «Έχω μεγαλώσει σε αυτό το μαγαζί» μου λέει, καθώς με οδηγεί στους πάνω ορόφους από την ξύλινη σκάλα, ενώ χαζεύω τα κάδρα με τους παλιούς χάρτες και τις λιθογραφίες από το γνωστό λεύκωμα του Λουί Ντιπρέ, του γνωστού Γάλλου ταξιδιώτη και ζωγράφου.
Οι πρώτοι δύο όροφοι του παλαιοπωλείου έχουν αλλάξει μορφή αυτές τις μέρες, μια και στα δωμάτιά τους φιλοξενείται μια έκθεση σύγχρονης τέχνης με σχέδια του Αμερικανού καλλιτέχνη από το Σικάγο, Karl Wirsum. Την έκθεση διοργανώνει ο γιος της, Ανδρέας Μελάς, που πριν από κάποια χρόνια λειτουργούσε την γκαλερί AMP πίσω από την πλατεία Κουμουνδούρου.
Σε αντίθεση με τον γεμάτο με αντικείμενα χώρο του ισογείου, οι πάνω όροφοι είναι άδειοι και φωτεινοί, άλλοι με ωραία ξύλινα πατώματα κι άλλοι με μωσαϊκά. «Κοίτα, δεν είναι υπέροχη η θέα από δω;» μου λέει καθώς κατευθύνεται προς τις τζαμένιες πόρτες που οδηγούν στο μπαλκόνι.
Μένουμε για λίγο να χαζεύουμε την Ακρόπολη και τις κεραμιδένιες σκεπές των καταστημάτων του δρόμου. «Έλα, θα δεις πώς αλλάζει εντελώς το τοπίο όταν βλέπεις τα πράγματα από το ψηλότερο επίπεδο» λέει όταν έχουμε ανέβει πια στον τρίτο όροφο του κτιρίου.
«Ως παιδάκι έχω μείνει σε αυτό τον τελευταίο όροφο. Ήταν το σπίτι μας εδώ έως ότου να μεταφερθούμε σε μια μόνιμη κατοικία και πάντα στις διακοπές του σχολείου ερχόμουν να βοηθήσω τον πάτερα μου. Πολλές φορές, βέβαια, θυμάμαι που με έβαζε να γυαλίζω τα ασημικά. Τη σιχαινόμουν αυτήν τη δουλειά».
Η θέα από δω είναι όντως διαφορετική, διότι βλέπεις την Πλάκα από πιο ψηλά. Ακριβώς απέναντι είναι η βιβλιοθήκη του Αδριανού, λίγο πιο πίσω η Ρωμαϊκή Αγορά και το Μουσείο Κανελλόπουλου. Όμως μετά από λίγο κλείνει τα παντζούρια βιαστικά. «Ο ήλιος είναι ό,τι χειρότερο για τα παλιά αντικείμενα» δικαιολογείται και αμέσως μετά μου προτείνει να καθίσω σε έναν όμορφο και καθόλου τυχαίο καναπέ, μια και είναι ένα εξαίσιο έπιπλο από τη Ρωσία του 19ου αιώνα. Κάθομαι προσεκτικά και αφήνομαι στην αφήγησή της.
«Η καταγωγή του παππού μου, του Θανάση Μαρτίνου, ήταν από τη Στεμνίτσα της Αρκαδίας. Εκείνα τα χρόνια η Στεμνίτσα ήταν από τα πλουσιότερα χωριά της περιοχής και είχε παράδοση στην αργυροχρυσοχοΐα. Ο παππούς μου, λοιπόν, επεξεργαζόταν κι αυτός πολύτιμα μέταλλα και έπειτα τα πουλούσε στα γύρω χωριά. Ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ένας γυρολόγος της εποχής. Κάποια στιγμή αποφάσισε να πάρει την οικογένειά του και να εγκατασταθούν στην Αθήνα.
Έμειναν στην οδό Βασίλης, στο Θησείο, σε ένα σπίτι που υπάρχει ακόμα και σήμερα, το οποίο λειτουργούσε και ως μαγαζί. Η γιαγιά μου έραβε φορεσιές και ο παππούς πουλούσε κοσμήματα, ασήμια και μπακίρια.
Λίγα χρόνια αργότερα έπιασε ένα μικρό μαγαζί, ακριβώς απέναντι από το σημερινό μας μαγαζί στην Πανδρόσου. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, το Μοναστηράκι, όπου βρισκόταν, στο εμπορικό κέντρο της πόλης έσφυζε από ζωή. Κάποια στιγμή ανέλαβε ο πατέρας μου το μαγαζί, το οποίο στο μεταξύ είχε μεταφερθεί στο νούμερο 50.
Είχε ένα έμφυτο γούστο και το μάτι του συλλέκτη, μια και επέλεγε πάντα τα καλύτερα. Λέγανε ότι είχε την όγδοη αίσθηση. Γνώριζε τα χαλιά όσο κανείς, τα ελληνικά ασήμια, την ισλαμική τέχνη, τις εικόνες, τα κοσμήματα, τα κεντήματα του Αιγαίου και της Ηπείρου. Οι πελάτες του τον εκτιμούσαν και τον εμπιστεύονταν.
Τότε, μετά τον πόλεμο, η Πανδρόσου ζούσε τη χρυσή εποχή της, ήταν προορισμός. Οι ξένοι τουρίστες, μετά την Ακρόπολη, ήθελαν να την επισκεφθούν. Περνούσαν μεγάλες προσωπικότητες από το μαγαζί. Ο Νουρέγιεφ ερχόταν συχνά και φωτογραφιζόταν τυλιγμένος με παλιά χαλιά, ο Άντονι Κουίν, η Τζάκι Ωνάση.
Το 1972, όταν αρρώστησε ο πατέρας μου, το ανέλαβα εγώ, η τρίτη γενιά. Από τότε είμαι εδώ, σε αυτό το μαγαζί, σχεδόν πενήντα χρόνια. Είμαι από τους τελευταίους παλαιοπώλες της Αθήνας» μου λέει με περηφάνια.
Όντως, πρόκειται για ένα μοναδικό παλαιοπωλείο και στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Ένα τόσο μεγάλο μαγαζί που σφύζει από παλαιά, πολυτελή αντικείμενα και μετράει τόσα χρόνια ζωής! Μάλιστα, το 2001 η Ελένη Μαρτίνου άνοιξε ακόμα ένα κατάστημα στο Κολωνάκι, στην οδό Πινδάρου. «Στην αρχή απασχολήθηκε και η κόρη μου εκεί, αλλά μετά πήγε προς άλλη κατεύθυνση. Πρόκειται για μαγαζιά εντελώς διαφορετικού ύφους. Αυτό στο Κολωνάκι έχει και πιο σύγχρονα αντικείμενα και πολλά design έπιπλα και έργα τέχνης. Απευθύνεται, θα έλεγα, σε ένα πιο νεανικό κοινό».
Το κατάστημα της Πανδρόσου, από την άλλη, δεν έχει κάποια συγκεκριμένη ειδίκευση, αν και θα μπορούσε κανείς να πει ότι έχει μια μεγάλη συλλογή από αντικείμενα του 18ου και 19ου αιώνα, κυρίως παραδοσιακά ελληνικά. «Έχουμε, για παράδειγμα, μια ωραία συλλογή από ελληνικά κεντήματα. Αυτό είναι ένα κομμάτι από ένα ολόκληρο νυφικό κρεβάτι από τη Ρόδο και χρονολογείται στον 18ο αιώνα» λέει καθώς μου δείχνει ένα ύφασμα με περίτεχνο κεντητό σχέδιο και όμορφα χρώματα.
«Τα κεντήματα είναι από τα πιο όμορφα πράγματα που παράχθηκαν στη χώρα μας, τα οποία υπάρχουν στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Από τις μεγαλύτερες συλλογές ελληνικών κεντημάτων βρίσκεται στο Μουσείο του Σικάγου αλλά και στο Victoria and Albert του Λονδίνου». Λίγο πιο κάτω μου δείχνει άλλο ένα κέντημα από τη Νάξο με πολύ λεπτή βελονιά, του 18ου αιώνα κι αυτό. Σκέφτομαι ότι είναι χάρισμα και αποτέλεσμα καλλιέργειας να μπορείς να αναγνωρίζεις το πολύτιμο, το καλόγουστο, το επιδέξια φτιαγμένο.
Σε μια μεριά παρατηρώ μια μοναδική συλλογή από κασέλες απ' όλη την Ελλάδα και τα Βαλκάνια. «Αυτές εδώ είναι από τη Χίο, το Άστρος, τα Γιάννενα, τη Μυτιλήνη και την Κέρκυρα. Μία από τις ωραιότερες κασέλες που έχω την αγοράσει από έναν πλειστηριασμό στο Λονδίνο. Την είχαν μαρκαρισμένη ως ελβετικό έπιπλο και ήταν η ωραιότερη ελληνική κασέλα από την Ήπειρο που έχω δει».
«Μια εποχή με είχε πιάσει μανία και μάζευα καμήλες» λέει δείχνοντάς μου ξύλινες σκαλιστές καμήλες όλων των μεγεθών και στυλ. «Όταν κάνεις αυτήν τη δουλειά συχνά παθαίνεις μονομανίες. Οι καμήλες αρέσουν μόνο σ' εμένα βέβαια» λέει γελώντας.
«Πώς τα βρίσκετε όλα αυτά;» τη ρωτώ. «Οι πηγές είναι άπειρες. Οικογένειες που πουλάνε τα πράγματά τους, κληρονόμοι που επιλέγουν, αντί να τα μοιραστούν μεταξύ τους, να τα πουλήσουν, άνθρωποι που είναι σε ανάγκη, συλλέκτες που αλλάζουν ενδιαφέροντα αλλά και από το εξωτερικό, σε πλειστηριασμούς».
Τη ρωτάω γιατί αγαπάμε τα αντικείμενα που έχουν «παρελθόν». Είναι οι ιστορίες που κουβαλούν αυτό που δίνει αξία στα πράγματα; Και τι είναι αυτό που πρέπει να διαθέτει ένας παλαιοπώλης, μάτι, διαίσθηση, γνώσεις;
«Πιστεύω ότι μέσα από αυτήν τη δουλειά δίνουμε μια δεύτερη ζωή στα αντικείμενα. Τα αντικείμενα θέλουν αγάπη για να τα καταλάβεις. Ως παλαιοπώλης είμαι και συλλέκτης και για να αγοράσω κάτι πρέπει να το αγαπήσω κι εγώ. Και μετά από μένα πάντα θα βρεθεί κάποιος να το αγαπήσει και να το αγοράσει.
Όταν πιάνω στα χέρια μου ένα αντικείμενα ξέρω αν αξίζει ή όχι. Συχνά όμως συμβαίνει να μη γνωρίζω περί τίνος πρόκειται. Δεν είμαστε και παντογνώστες κι έτσι πρέπει να κάνουμε έρευνα. Καμιά φορά είναι άγνωστη η ιστορία των αντικειμένων. Αρχικά προσπαθούμε να μάθουμε πληροφορίες από τον πωλητή, αλλά όταν δεν έχει να μας δώσει, τότε απευθυνόμαστε αλλού.
Επιπλέον, οι συλλέκτες θέλουν να έχουν κι ένα σωστό documentation, δεν έρχονται να αγοράσουν κάτι και να φύγουν. Έχω μια ομάδα που με βοηθά σε αυτό. Υπάρχει και η βοήθεια των μουσείων όταν ψάχνουμε να βρούμε πληροφορίες για κάτι. Πολλές φορές μάς παίρνει πολύ χρόνο να βρούμε στοιχεία για το καθετί. Φυσικά, αυτό που μετράει, πάνω απ' όλα, είναι η εμπειρία.
Χαίρομαι ειλικρινά όταν κάτι που αγαπώ το παίρνει κάποιος που ξέρει να το εκτιμήσει. Σπάνια, όταν ένα αντικείμενο που αγαπώ μένει πολύ καιρό στο μαγαζί, αποφασίζω να το πάρω σπίτι μου. Όμως δεν το κάνω συχνά διότι αγαπώ πιο πολύ το μαγαζί από το σπίτι μου» λέει χαμογελώντας.
«Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι στη δουλειά μας είναι αυτό το κυνήγι του θησαυρού. Την ώρα που βρίσκεις το ωραίο αντικείμενο, η απόκτησή του είναι ένα τρομερό συναίσθημα. Η μισή χαρά είναι να αποκτάς τα αντικείμενα».
Φαντάζομαι ότι πρέπει να ανεβαίνει η αδρεναλίνη εκείνη τη στιγμή. Το επιβεβαιώνει και τα μάτια της λάμπουν. «Όμως πρέπει να δείχνεις ψυχραιμία όταν βρίσκεις κάτι καλό, για να μην ανεβαίνει η τιμή. Βέβαια, ο κόσμος πια είναι πολύ πληροφορημένος και οι χρυσές ευκαιρίες δεν υπάρχουν πλέον».
Της ζητάω να θυμηθεί κάποια στιγμή που χτυποκάρδισε με την ανακάλυψη κάποιου «θησαυρού». «Είχα πάει στην Γαλλία, στον περίφημο Οίκο Ντρουό, έναν από τους γνωστότερους οίκους πλειστηριασμών στον κόσμο. Τα παλιά χρόνια το Ντρουό ήταν θησαυροφυλάκιο, διότι οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν μεγάλο πλούτο αντικειμένων. Το Ντρουό είναι τρία πατώματα γεμάτα αίθουσες, όπου γίνονται κάθε μέρα δεκάδες πλειστηριασμοί. Μπαίνω, λοιπόν, σε μία από αυτές, όπου μόλις είχε αρχίσει ένας πλειστηριασμός κεραμικών πιάτων ‒ αυτά που λέγαμε παλιά ροδίτικα ή αλλιώς Ιζνίκ (παρεμπιπτόντως, πρόκειται για την αρχαία και βυζαντινή Νίκαια). Στο Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης έχουν από τις ωραιότερες συλλογές Ιζνίκ. Συνήθως έχουν θαυμάσια χρώματα, είναι πολύ ποιοτικά και από τα πιο συλλεκτικά αντικείμενα.
Στον πλειστηριασμό, λοιπόν, έβλεπα ότι το κοινό δεν ήταν πολύ πληροφορημένο αλλά ούτε και η περιγραφή βοηθούσε. Θυμάμαι, έλεγε στον κατάλογο: "Πιάτα κεραμικά με ζωηρά χρώματα. Χώρα προέλευσης: Πιθανόν Τουρκία". Η αίθουσα, δε, δεν είχε μαζέψει πολύ κόσμο. Έτσι κατάφερα να αγοράσω δέκα εκπληκτικά πιάτα, την αξία των οποίων δεν είχε αντιληφθεί κανείς εκείνη τη στιγμή. Αυτή είναι μια καλή στιγμή για έναν αντικέρ.
Μια άλλη φορά, θυμάμαι, είχα πάει σε ένα παλιό σπίτι εδώ στην Πλάκα. Στην αρχή σκέφτηκα "χαμένος κόπος", διότι όλα τα αντικείμενα ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Είχε και κάτι στοίβες με εφημερίδες και θυμάμαι να τις σηκώνω και να βλέπω από κάτω πάλι ένα πιάτο Ιζνίκ, από τα ωραιότερα που έχω δει στη ζωή μου. Σπασμένο, βέβαια, αλλά είχε ένα ωραίο μπλε φόντο, ένα σπάνιο χρώμα, αυτό που λένε lavender blue. Εκτιμώ πως πρέπει να ήταν του 1560. Του λέω "πόσο το δίνεις αυτό;" και μου λέει "ε, πάρ' το". Του έδωσα, λοιπόν, ένα μικρό αντίτιμο και το πήρα».
Φυσικά, η απόλαυση του παλαιοπώλη είναι να πηγαίνει και στα παζάρια. «Είναι πολύ διασκεδαστικό το ότι μπορεί να βρεις ένα κουτάκι, ένα κουτάλι, ένα μελαδονοχείο ελληνικό. Είναι αυτή η αίσθηση της έκπληξης, που είναι μοναδική. Εγώ πάντα ψάχνω τα παλιά ελληνικά αντικείμενα».
Πελάτες του Μαρτίνου είναι οι συλλέκτες. «Αυτοί γίνονται και φίλοι μας με τα χρόνια, διότι δημιουργείται μια σχέση εμπιστοσύνης. Τους βοηθώ πολλές φορές να τοποθετήσουν τα αντικείμενα στο σπίτι τους. Μου ζητούν να τους βρω συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία ψάχνω για λογαριασμό τους. Όμως πελάτες είναι και οι περαστικοί, οι τουρίστες. Τις προάλλες πουλήσαμε κάτι αντικείμενα σε ένα ζευγάρι Ινδών, τα οποία είμαστε έτοιμοι να στείλουμε στο Δελχί.
Έχουμε και πολλούς Κινέζους πελάτες. Αυτοί συνήθως κυκλοφορούν σε μεγάλα γκρουπ, είναι αρκετά θορυβώδεις και κάνουν πολλά παζάρια. Κάποια στιγμή είχε έρθει ένα τέτοιο μεγάλο γκρουπ και φλέρταραν με την αγορά ενός πολύ μεγάλου μπρούντζινου μπούστου του Ναπολέοντα, που ήταν πολύ βαρύ αντικείμενο. Εγώ αναρωτιόμουν πώς θα το πάνε στην Κίνα! Έρχονταν κάθε μέρα και μου έκαναν παζάρια. Τελικά, μου έδωσαν τα μισά λεφτά, αλλά με κούρασαν τόσο πολύ που τους είπα: "Οk, πάρτε το και φύγετε". Ήρθαν την επομένη τρεις μαζί για να μπορέσουν να το κουβαλήσουν. Τώρα πώς και πού το μετέφεραν είναι άλλη υπόθεση».
Κατεβαίνοντας και πάλι στον χώρο του ισογείου, μου δείχνει μια μεγάλη συλλογή από ιταλικά λαήνια, φτιαγμένα τον 18αι στο Πέζαρο της Ιταλίας. «Αυτά φτιάχνονταν για την ελληνική αγορά και κυρίως για τα πλούσια νησιά μας. Τα περισσότερα τα βρήκαμε στη Σκύρο και στη Ρόδο. Το πιο διασκεδαστικό είναι ότι πάνω τους είναι γραμμένα στιχάκια στα ελληνικά που αναφέρονται στην οινοποσία, επειδή όμως φτιάχνονταν στην Ιταλία έχουν ένα σωρό ορθογραφικά λάθη. Είναι πάρα πολύ χαριτωμένα!».
Την παρακολουθώ καθώς κινείται στον χώρο και σχεδόν χαϊδεύει τα αντικείμενα με τα δάχτυλά της. «Τα πολύ καλά πράγματα έχουν πάντα αξία. Ποτέ δεν τη χάνουν. Υπάρχουν μόδες βέβαια. Τα εγγλέζικα έπιπλα του 19ου αιώνα δεν είναι στη μόδα αυτήν τη στιγμή. Όμως ένα πάρα πολύ καλό κομμάτι, το οποίο μπορεί να είναι και ενυπόγραφο, δεν θα χάσει ποτέ την αξία του. Ένα αντικείμενο που είναι πάρα πολύ καλό είναι και επένδυση. Ένα πράγμα που είναι μέτριο δεν είναι επένδυση.
H ελληνική τέχνη, για παράδειγμα, είχε ζήσει μεγάλες δόξες. Κάποια έργα είχαν φτάσει να πουλιούνται κοντά στο εκατομμύριο, ένα Βολανάκης ή ένας Γύζης. Αυτά με την κρίση άλλαξαν. Όμως ένα πάρα πολύ καλό κομμάτι δεν έχει πέσει σε τιμή. Εκείνο το ένα, το μοναδικό, θα έχει πάντα αξία».
Μέχρι πρότινος, το παλαιοπωλείο «Μαρτίνος» λειτουργούσε και ως αρχαιοπωλείο. «Είχα νόμιμη άδεια αρχαιοπώλη, την οποία προσφάτως εγκατέλειψα. Πέρσι αποφάσισα να χαρίσω μια μεγάλη συλλογή με χίλια αρχαία κομμάτια (πήλινα αγγεία, χάλκινα αγαλματίδια, μαρμάρινα κομμάτια, λουτροφόρους κ.ά.) στο Μουσείο του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Τώρα, μάλιστα, είμαστε έτοιμοι να τα παραδώσουμε. Είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού οι αρχαιοπώλες των Αθηνών. Τώρα που σταματάω κι εγώ θα μείνουν μόνο 2-3».
Λίγο πριν φύγω με πλησιάζει και μου δίνει ένα τυπωμένο χαρτί. «Είναι ένα κείμενο του Καζαντζάκη που με αντιπροσωπεύει απολύτως. Καμιά φορά έρχονται στο µαγαζί, µε ρωτάνε "αυτό σε τι χρησιµεύει;" και εκεί µου κόβονται τα πόδια και λέω "σε τίποτα". Πάντα έλεγα ότι εμείς εδώ πουλάμε το περιττό, όμως αυτό το περιττό είναι που κάνει όλη τη διαφορά».
Μόλις φεύγω διαβάζω στο χαρτί: «Ας είναι βλογημένη η πολυτέλεια‧ αυτό που λέμε λούσο, περίσσευμα, φτερό! Πολιτισμός θα πει: να νιώσεις την πολυτέλεια σαν ανάγκη, να ξεπεράσεις το ζώο, μην μπορώντας πια να χωρέσεις στο φαΐ, στο πιοτό, στον ύπνο, στη γυναίκα. Τη στιγμή που αρχινάει το "άφτερο δίποδο" να λαχταρίζει σαν ψωμί το περιττό, από τότε αρχίζει να γίνεται άνθρωπος. Ό,τι καλό έχει ο κόσμος αυτός, ό,τι σώθηκε από τις ανθρωπομερμηγκιές, είναι η πολυτέλεια: μια ζωγραφιά, ένα σκαλισμένο λουλούδι, ένα τραγούδι, μια πέρα από τον κοινό νου ιδέα. Η πολυτέλεια είναι η μεγαλύτερη ανάγκη του ανώτερου ανθρώπου. Το περίσσευμα της καρδιάς, να η αληθινή καρδιά του».
Info:
Τα καταστήματα «Μαρτίνος» μπορείς να τα βρεις στην Πανδρόσου 50, στο Μοναστηράκι, και στην Πινδάρου 24, στο Κολωνάκι.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 6.10.2018
σχόλια