Λίγοι άνθρωποι πέρα από τους αρχαιολόγους και τους συντηρητές της Ακρόπολης γνωρίζουν τόσο καλά κάθε σπιθαμή της κι ακόμα λιγότεροι μπορούν να περιγράψουν με κάθε λεπτομέρεια τόσο τον Παρθενώνα και τα άλλα εμβληματικά της μνημεία όσο και τα εκθέματα του Μουσείου της Ακρόπολης. Απολύτως λογικό, εφόσον για πάνω από τρεις δεκαετίες (1979-2010) είχε κάνει τον ιερό βράχο «δεύτερο σπίτι» του, όντας ο επικεφαλής φωτογράφος της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης. Χάρη σε αυτήν τη θέση παρακολούθησε από πολύ κοντά και απαθανάτισε σε φιλμ το πράγματι τιτάνιο έργο συντήρησης, αναστήλωσης και ανάδειξης που συντελείται εκεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και κατάφερε να έχει μια, αν μη τι άλλο, μελετημένη και εμπεριστατωμένη άποψη και για τις πρόσφατες εργασίες που τόσες αντιρρήσεις περί «τσιμεντώματος» ξεσήκωσαν.
Μια άποψη την οποία έχει επανειλημμένως εκφράσει ευθαρσώς και που εν τέλει δέχτηκε να διατυπώσει και εδώ, μολονότι δεν επιθυμεί, καθώς λέει, να συνεχίσει μια στείρα αντιπαράθεση: «Όλα αυτά τα χρόνια η ενημέρωση του κοινού και της επιστημονικής κοινότητας για τα εν λόγω έργα είναι η μεγαλύτερη και λεπτομερέστερη που έχει υπάρξει για οποιοδήποτε άλλο έργο στην Ελλάδα. Οι επικρίσεις, εκτός από αβάσιμες και άδικες, ήταν κυρίως πρόχειρες και χωρίς καμία επιστημονική αξία». Ήταν «πολιτικές», επιμένει, μιλώντας επιπλέον για «υστερική υπερβολή», «ακραία εμπάθεια» και απουσία σοβαρής αντιπρότασης.
Η φωτογραφία ως το κατεξοχήν «πειστήριο πραγματικότητας» μπορεί να παραπλανά με εξαιρετικά μεγαλύτερη επιτυχία απ’ οποιοδήποτε άλλο μέσο. Ευτυχώς, στη σημερινή ψηφιακή εποχή, όπου όλα μπορούν να «κατασκευαστούν», οι πολίτες είναι περισσότερο επιφυλακτικοί, επομένως λιγότερο ευάλωτοι στις φωτο-απάτες.
Τα πρόσφατα έργα στην Ακρόπολη και η «διαμάχη» γύρω από αυτά ήταν η αφορμή που έδωσε η επικαιρότητα, δεν περιοριστήκαμε όμως εκεί. Μιλήσαμε, επίσης, για την αρχαιολογική φωτογραφία, την αξία, τις χρήσεις και τις «καταχρήσεις» της, τις δυσκολίες, τις τεχνικές και τις ιδιαίτερες συγκινήσεις που δίνει, για τα μνημεία και τα εκθέματα που του αποτυπώθηκαν περισσότερο, για τα Ελγίνεια, για το συνολικό του έργο επίσης, που περιλαμβάνει δεκάδες εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και εκατοντάδες εικονογραφήσεις βιβλίων, μελετών και άρθρων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Διότι, εκτός από την Ακρόπολη, ο συνομιλητής μου έχει επισκεφθεί και φωτογραφίσει αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία σε όλη την επικράτεια, δουλειές που παρουσιάζει και στην προσωπική του ιστοσελίδα www.smavrommatis.com.
— Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με την αρχαιολογική φωτογραφία; Ποιες ήταν οι πρώτες σας λήψεις;
Με τη φωτογραφία ασχολήθηκα από πολύ μικρός, δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών, αρχές της δεκαετίας του ’60. Όπως σε όλους τους εκκολαπτόμενους φωτογράφους στην Αθήνα, τα πρώτα θέματα που ασκούσαν γοητεία ήταν το πολύχρωμο Μοναστηράκι και οι κοντινές αρχαιότητες: η Αρχαία Αγορά, ο Κεραμεικός, η Ακρόπολη, το Ολυμπιείο κ.λπ. Φαίνεται πως σ’ εμένα αυτή η έλξη και γοητεία διήρκεσε πολύ περισσότερο, μέχρι σήμερα, δηλαδή κοντά εξήντα χρόνια.
— Εργαστήκατε για τριάντα και πλέον χρόνια πάνω στην Ακρόπολη, στα έργα συντήρησης και αναστήλωσης των μνημείων, φωτογραφίσατε πλήθος ευρήματα και εκθέματα στον ιερό βράχο αλλά και στο Μουσείο της Ακρόπολης. Τι σας αποτυπώθηκε περισσότερο;
Μετά από τόσα χρόνια, είναι πολλά αυτά που ξεχώρισα και συνεχίζω να ξεχωρίζω, νέα αλλά και παλαιότερα, που τα βλέπω με διαφορετική ματιά κάθε τόσο. Φυσικά, η ανυπέρβλητη ομορφιά του Παρθενώνα, η αξεπέραστη ακρίβεια και οι καθηλωτικοί συμβολισμοί του. Κάποιες σπουδαίες Κόρες στο Μουσείο της Ακρόπολης, φυσικά η Φρασίκλεια στο Εθνικό και πολλά άλλα τέτοια. Εκείνα όμως που πραγματικά με συγκινούν μετά από τόσα χρόνια είναι άπειρα άγνωστα με καταπληκτικές λεπτομέρειες. Μικρών διαστάσεων κυρίως, που δύσκολα τα προσέχει κανείς, αλλά που προσκαλούν το μάτι (και τον φακό) να κολλήσει επάνω τους και να τα «μεγαλώσει». Συνήθως οι αρχαιότητες είναι εντυπωσιακές από μακριά, αλλά όσο πλησιάζεις και η εικόνα γίνεται σαφέστερη, αρχίζεις να παρατηρείς ατέλειες, επεμβάσεις, φθορές κ.λπ. και τότε τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχεται η απογοήτευση. Με τις ελληνικές αρχαιότητες της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής συμβαίνει το αντίθετο. Όσο πλησιάζεις την ύλη και την αρχαία εργασία, τόσο περισσότερο ενθουσιάζεσαι. Ειδικότερα στα μνημεία της Ακρόπολης, με κορυφαίο τον Παρθενώνα.
— Έχετε φωτογραφίσει και τα Ελγίνεια στο Βρετανικό Μουσείο. Τι νιώσατε όταν τα αντικρίσατε εκεί;
Τα έχω επισκεφθεί δεκάδες φορές από το 1974 και η αλήθεια είναι πως την πρώτη φορά που τα φωτογράφισα γνώριζα ήδη αρκετά το θέμα και η επιθυμία να τα αποτυπώσω λεπτομερώς ήταν πιο δυνατή από τον θυμό για την απόσπασή τους από τον Έλγιν. Απλώς διαπίστωσα ιδίοις όμμασι τις βαρβαρότητες των συνεργείων του λόρδου. Τα τραύματα, άλλωστε, από την απόσπαση ήταν και παραμένουν ορατά και στο ίδιο το μνημείο. Φυσικά, η απίστευτη φθορά του μαρμάρου από την ατμοσφαιρική ρύπανση του Λονδίνου για εκατό περίπου χρόνια και ο μετέπειτα καταστροφικός καθαρισμός του 1937-38 από τον Ντουβίν έχουν αφήσει ανεπανόρθωτα σημάδια που σε γεμίζουν θλίψη και θυμό. Πάντως, η έκθεση και η παρουσίασή τους στο Βρετανικό Μουσείο ήταν υποδειγματική και κάπως μετρίασε την αλγεινή πρώτη εντύπωση.
— Τι σημαίνει για σας η Ακρόπολη, πέρα από την αρχαιολογική και ιστορική της σημασία; Τι σας έμεινε ή τι θα κρατούσατε περισσότερο από τη μακρά υπηρεσία σας εκεί;
Νομίζω πως υπήρξε η συγκυρία του χρόνου, της ηλικίας (δικής μου) και της ανάγκης για φωτογραφική αποτύπωση της αναστήλωσης. Δηλαδή το ότι η αναστήλωση των μνημείων ξεκίνησε το ’75 και όχι είκοσι χρόνια πριν ή είκοσι χρόνια μετά, η ηλικία η δική μου, που ταίριαξε ώστε να ασχοληθώ με κάποια επάρκεια, και, βέβαια, η καθοριστική απόφαση του Χαράλαμπου Μπούρα και του Μανόλη Κορρέ τα έργα να αποτυπωθούν λεπτομερώς και φωτογραφικά. Αυτές οι τρεις παράμετροι συγκρότησαν την «ευτυχή συγκυρία».
— Κάποτε είχατε ανέβει σε γερανό για να φωτογραφίσετε την Ακρόπολη από ψηλά, σήμερα την ίδια δουλειά θα μπορούσε να την κάνει ένα τηλεκατευθυνόμενο drone. Ή μήπως όχι;
Η εξέλιξη των μέσων και ο τηλεχειρισμός έχουν βελτιωθεί αρκετά και οι φωτογραφίζοντες με αυτόν τον τρόπο έχουν αποκτήσει αρκετή πείρα. Οι αεροφωτογραφίες με drones από ψηλά είναι σαφώς καλύτερες από εκείνες του παρελθόντος με ελικόπτερα ή μπαλόνια. Οι φωτογραφίες όμως στο ύψος των μνημείων που γίνονται από κάποιον κρεμασμένο σε γερανό δεν μπορούν να αντικατασταθούν από drone. Δηλαδή η επαφή με τη φωτογραφική μηχανή, η επαφή με το ίδιο το μνημείο και η άμεση παρουσία σου στο σημείο χωρίς τη μεσολάβηση τηλεχειριζόμενου μέσου συνθέτουν μια πραγματικότητα τελείως διαφορετική και περισσότερο βιωματική.
— Ποιες ιδιαίτερες δεξιότητες απαιτούνται και τι δυσκολίες παρουσιάζει η φωτογραφική τεκμηρίωση εργασιών συντήρησης, αναστήλωσης και αποκατάστασης ενός μνημείου; Τι ρόλο παίζουν το φως, η εποχή του χρόνου, η ώρα και η γωνία λήψης; Έχουν γενική εφαρμογή αυτά τα στοιχεία σε όλα τα μνημεία ή διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση;
Η φωτογραφική τεκμηρίωση έχει κανόνες που πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα σε κάποιες περιπτώσεις, υπάρχουν όμως και άλλες που «αντέχουν» σε πολλαπλές επιλογές, οι οποίες εξετάζουν και παρουσιάζουν το ίδιο θέμα με διαφορετικούς τρόπους, με διαφορετικούς φωτισμούς σε διαφορετικές ώρες. Η φωτογράφιση σε διαφορετικές εποχές ή διαφορετικές χρονικές περιόδους εντάσσεται στους ανελαστικούς κανόνες και αφορά τη χρονοφωτογράφιση, δηλαδή την απεικόνιση του ίδιου θέματος, από την ίδια γωνία, με τον ίδιο φωτισμό, με τον ίδιο φακό και ακριβώς από το ίδιο επιλεγμένο σημείο (το οποίο πρέπει να επιλεγεί προσεκτικά, ώστε να παραμένει προσβάσιμο πάντα). Είναι οι φωτογραφίες που καταγράφουν με ακρίβεια την εξέλιξη των εργασιών και την κατάσταση των πραγμάτων. Κάποιοι κανόνες ισχύουν βεβαίως παντού και κάποιοι άλλοι προσαρμόζονται ανάλογα με το μνημείο και τις απαιτήσεις του.
— Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες της αρχαιολογικής φωτογραφίας και πόση ελευθερία κινήσεων αφήνει στον δημιουργό της;
Η ελευθερία δεν είναι απεριόριστη και καθορίζεται συνήθως από το ίδιο το θέμα, το μνημείο ή το αντικείμενο. Παρά το γεγονός πως στην αρχαιολογική φωτογραφία οι κανόνες είναι αρκετά αυστηροί, υπήρχε και υπάρχει η δυνατότητα εικαστικής πρόθεσης από τον φωτογράφο, ακόμη και στην απολύτως τεκμηριωτική εκδοχή της. Όσο αυτή η «υπογραφή» του φωτογράφου δεν υπερβαίνει τα όρια, είναι θεμιτή και απαραίτητη θα έλεγα. Εάν αυτά τα όρια ξεπεραστούν, τότε μιλάμε για καλλιτεχνική απόπειρα αρχαιολογικού ύφους, αλλά μάλλον απομακρυσμένη από την τεκμηριωτική αρχαιολογική φωτογραφία
— Πόσο διαφέρει η φωτογράφιση ενός μνημείου για την τουριστική του προβολή από τη φωτογραφική του τεκμηρίωση για την αρχαιολογική έρευνα;
Η φωτογράφιση για τουριστική προβολή εντάσσεται στην τοπιογραφία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Επειδή όμως κάθε φωτογραφία αποτελεί και κάποιου είδους τεκμήριο, αρκετές από τις τουριστικές απεικονίσεις αξιοποιούνται πολύ συχνά και ως τεκμήρια.
— Τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού η αρχαιολογική φωτογραφία έχει χρησιμοποιηθεί κατά περιόδους και για πολιτικούς, εθνικούς/ταυτοτικούς αλλά και προπαγανδιστικούς λόγους από αυταρχικά καθεστώτα και όχι μόνο. Μπορεί μια φωτογραφία να «ψεύδεται» ή να δραματοποιεί υπερβολικά ή σημασία έχει το πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται;
Η φωτογραφία γενικά έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον ως μέσο παραπληροφόρησης από τα πρώτα της βήματα στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, κυρίως στη φωτοειδησεογραφία. Η φωτογραφία ως το κατεξοχήν «πειστήριο πραγματικότητας» μπορεί να παραπλανά με εξαιρετικά μεγαλύτερη επιτυχία απ’ οποιοδήποτε άλλο μέσο. Ευτυχώς, στη σημερινή ψηφιακή εποχή, όπου όλα μπορούν να «κατασκευαστούν», οι πολίτες είναι περισσότερο επιφυλακτικοί, επομένως λιγότερο ευάλωτοι στις φωτο-απάτες.
— Μπορεί μια αρχαιολογικού ενδιαφέροντος φωτογραφία να γίνει μέσο παραπληροφόρησης; Έχετε επικρίνει φωτογραφίες που δημοσίευσαν άνθρωποι, ακόμα και αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες, οι οποίοι αντιδρούν στα πρόσφατα έργα στην Ακρόπολη, ως παραπλανητικές.
Πράγματι, στην Ακρόπολη έγινε «κατάχρηση εξαπάτησης» που έφτασε έως τα όρια ακύρωσης της λογικής και του επιστημονικού λόγου. Ήταν όμως απλώς μια τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά κομματική στοχοποίηση που είχε ως αποτέλεσμα την αυτογελοιοποίηση των εμπνευστών της. Σύντομα αυτή η παραπληροφόρηση έγινε αντικείμενο χλευασμού και πετάχτηκε στα σκουπίδια. Στη συνάντηση του Νοεμβρίου 2021, για παράδειγμα, δεν διατυπώθηκε καμία διαφορετική πρόταση, επιστημονικά μελετημένη και εμπεριστατωμένη. Βλέπετε, η υστερική υπερβολή και η ακραία εμπάθεια έχουν μικρή διάρκεια ζωής.
— Εσείς ο ίδιος, ως επισκέπτης-θεατής καταρχάς, πόσο ικανοποιημένος είστε από την πορεία των τελευταίων εργασιών αναστήλωσης που έγιναν εκεί; Είναι, πιστεύετε, εντελώς άδικες και αβάσιμες οι επικρίσεις;
Η αναστήλωση στα μνημεία ξεκίνησε πριν από περίπου σαράντα πέντε χρόνια και οι μέθοδοι που αποφασίστηκαν τότε ισχύουν μέχρι σήμερα. Σε όλο αυτό το διάστημα ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Η διεπιστημονική επιτροπή (ΕΣΜΑ) παραγγέλνει μελέτες στους υπεύθυνους επικεφαλής κάθε έργου, οι μελέτες εξετάζονται από την επιτροπή και, εφόσον πληρούν τις προδιαγραφές, παραπέμπονται στο ΚΑΣ. Εάν εγκριθούν, πραγματοποιούνται από την υπηρεσία. Πολλές από τις μεθόδους που εφαρμόζονται είναι πρωτότυπες και αποτελούν σταθερά υποδείγματα σε ανάλογες περιπτώσεις. Στη φωτογραφική τεκμηρίωση π.χ. δημιουργήθηκαν δεκάδες πρωτότυπες ιδιοκατασκευές για να τεκμηριωθούν ειδικές εργασίες που απαιτούσε η ιδιαιτερότητα των κλασικών μνημείων της Ακρόπολης.
Όλα αυτά τα χρόνια η ενημέρωση του κοινού και της επιστημονικής κοινότητας είναι η μεγαλύτερη και λεπτομερέστερη που έχει υπάρξει για οποιοδήποτε άλλο έργο στην Ελλάδα. Σε τακτά χρονικά διαστήματα οργανώνονται διεθνή συνέδρια στα οποία παρουσιάζονται τα πεπραγμένα και τα μελλοντικά σχέδια. Εκδίδονται πρακτικά και εκεί καταγράφονται οι όποιες αντιρρήσεις, υποδείξεις ή προτάσεις. Πριν από λίγους μήνες έγινε η έβδομη διεθνής διεπιστημονική συνάντηση. Οι επικρίσεις, εκτός από αβάσιμες και άδικες, ήταν κυρίως πρόχειρες και χωρίς καμία επιστημονική αξία. Ήταν «πολιτικές».
— Πόσο επηρεάζει το πώς βλέπουμε αλλά και το πώς φωτογραφίζουμε ή κινηματογραφούμε εμβληματικά αρχαία μνημεία το αφήγημα, ο μύθος που τα περιβάλλει; Είναι, άραγε, αυτό κάτι διαχρονικό ή μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή, τις αξίες και τις ανάγκες της;
Όταν το αφήγημα ή ο μύθος, όπως σωστά λέτε, εδράζεται σε πραγματικές αξίες, τότε προφανώς επηρεάζεται η φωτογράφιση, όπως επηρεάζεται και κάθε άλλη ενέργεια διάσωσης, προστασίας και ανάδειξης.