ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΛΜΠΟΥΜ βινυλίου, που θα το αγόραζα όπου και αν το εύρισκα, με ό,τι μουσική και να ήταν χαραγμένη στα αυλάκια του.
Λέω για το LP των Bρετανών rhythm n’ blues και soul διασκεδαστών Supercharge “Live at Maxim’s at Tina Onassis Wedding” [Memo Music, 1985], ηχογραφημένο στην γαμήλια δεξίωση της Χριστίνας Ωνάση και του Thierry Roussel, στις 17 Μαρτίου 1984, στο Maxim’s του Παρισιού.
Όσο και αν εμφανιζόμαστε σκληροί και αδιάφοροι (εμείς... τα παιδιά του λαού), απαξιώνοντας τα καμώματα του jet-set, την πλαστική ζωή, τις μηχανορραφίες, τα συμφέροντα που καθοδηγούν τις σχέσεις, τον οχετό των παρατρεχάμενων, βεβαίως τους παπαράτσι κι εκείνους που τους πληρώνουν, πάντα θα υπάρχει ένα όριο, μια γραμμή, πέρα από την οποία, όλα θα εξανθρωπίζονται, όλα θα σμικρύνονται στο μέγεθος του πραγματικού, όλα θα λησμονούνται μπροστά στο τέλος. Όλα; Σχεδόν όλα…
Δεν είναι μόνον η γνωστή θλιβερήt κατάληξη της Χριστίνας, που σκεπάζει με σάβανο τα πάντα, είναι κυρίως η αίσθηση που αποκομίζεις καθώς βλέπεις (και ακούς) τα «είδωλα» να ενσωματώνονται στην πληκτική αναπαράσταση της ζωής – σ’ εκείνη, την οποίαν υποτίθεται πως εξουσιάζουν.
Ακούγοντας λοιπόν αυτό το άλμπουμ των Supercharge, το “Live at Maxim’s at Tina Onassis Wedding”, και κυρίως βλέποντας τις φωτογραφίες του Herry Dempster στο εξώφυλλο –το φιλί στο back cover, το κόψιμο της τούρτας, το γλέντι– αρχίζει κανείς να νοιώθει λιγάκι άβολα.
Δεν είναι μόνον η γνωστή θλιβερή κατάληξη της Χριστίνας, που σκεπάζει με σάβανο τα πάντα, είναι κυρίως η αίσθηση που αποκομίζεις καθώς βλέπεις (και ακούς) τα «είδωλα» να ενσωματώνονται στην πληκτική αναπαράσταση της ζωής – σ’ εκείνη, την οποίαν υποτίθεται πως εξουσιάζουν. Ουδέν αναληθέστερον τούτου.
Από ποιον λοιπόν να είχε πέσει η ιδέα, ώστε οι Supercharge, ένα από τα καλά british r&b συγκροτήματα της δεύτερης εποχής (σχηματίστηκαν στο Λίβερπουλ περί το ’73-’74), να καλύψουν μουσικώς το περιώνυμο πάρτι, το οποίο θα δινόταν στο Maxim’s; Δεν γνωρίζω.
Φαίνεται όμως πως οι τύποι, εκεί κάπου στα early eighties (όταν τους είχε «απελευθερώσει» η Virgin), είχαν εξελιχθεί προς μια μπάντα «καλοπληρωμένης διασκέδασης», εμφανιζόμενοι σε όλους τους τόπους συνάντησης της high society (ένας τέτοιος ήταν το Maxim’s), προσφέροντας υπηρεσίες σε διάφορους παραλήδες της περιόδου.
Είχαν παίξει φερ’ ειπείν για χάρη του διάσημου Γερμανού καρδιοκατακτητή (και άλλα τινά) Gunter Sachs στο St. Moritz, συναναστρέφονταν με τον Σαουδάραβα dealer «οπλαρχηγό» και φίλο του Ανδρέα Παπανδρέου Adnan Khashoggi, για να τους δώσουν τελικώς την ευκαιρία η Ωνάση και ο Roussel, να... αποτυπώσουν στο βινύλιο τον δημιουργικό τους οίστρο.
Θυμάμαι τους Supercharge στην Αθήνα (πρέπει να ήταν προς το τέλος του 1998 με αρχές ’99), στο Blues Hall, στο Μετς, σ’ ένα πάρτι για… φτωχούς, και κυρίως θυμάμαι την θηριώδη φιγούρα του Albie Donnelly, του σαξοφωνίστα που ηγείται του γκρουπ από το ξεκίνημά του, έως και σήμερα.
Διασκεδαστές, οπωσδήποτε, οι Bρετανοί μουσικοί ήξεραν (και ξέρουν) να αναπαράγουν μερικά από τα καλύτερα rock n’ roll, jump-blues και r&b της ιστορίας, φτιάχνοντας κέφι και ατμόσφαιρα – με το ίδιο πάνω-κάτω ρεπερτόριο, προφανώς, να είχαν κατά νου και για τον γάμο.
Κομμάτια των Eddie “Cleanhead” Vinson, Jerry LaCroix, Fats Domino, Booker T. Jones και ακόμη το “Caldonia”, το “Shake, rattle and roll”, το “Let the good times roll” και κυρίως τον country ύμνο “You are my sunshine” του Jimmie Davis, με το όλο στυλ να παραπέμπει στις ανάλογες dance ομάδες των σίξτις, και κυρίως στους Zoot Money’s Big Roll Band.
Στο κλου εκείνης της βραδιάς ο Albie Donnelly (ο καραφλός σαξοφωνίστας με το μούσι), και όχι η Χριστίνα, θ’ ανέβαινε στο τραπέζι, κάνοντάς τα όλα λίμπα…
Let the good times roll