Αρκετά χρόνια πριν από τον Covid, ως πρωτοετείς φοιτητές, ζούσαμε το Σαββατόβραδο με ξεφάντωμα σε μπαρ και κλαμπ μέχρι τελικής πτώσης πριν καταλήξουμε σε ένα αφτεράδικο τα ξημερώματα για να γυρίσουμε σπίτι ταπί και ζαλισμένοι, με το φως του ήλιου. Αυτός ήταν ο κανόνας.
Μετά ήρθαν πανδημίες, καραντίνες και εγκλεισμοί και τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. Για έναν έφηβο που μεγάλωσε μέσα σε αυτές τις συνθήκες η έννοια της διασκέδαση δεν είναι απλώς διαφορετική, είναι ένας άλλος κόσμος. Τα νέα παιδιά κλείστηκαν μέσα, προσαρμόστηκαν σε αυτές τις συνθήκες μοναχικότητας αλλά και αυτονομίας που τους προσφέρουν τα νέα μέσα κι έτσι γεννήθηκε ένα νέο lifestyle που για πολλούς είναι αδιανόητο, αλλά είναι κάτι που ισχύει.
Οι 18χρονοι δεν βγαίνουν και πολύ, και όταν βγαίνουν επιλέγουν κάτι cool και συντροφικό, με πολλή μουσική, διαδοχικά ΤikΤok clips αλλά και συμμετοχές σε groups που αναζητούν έναν τρόπο επαφής, έστω και μέσω οθόνης.
Δύο χρόνια μετά την πρώτη καραντίνα η μάζωξη στο σπίτι έγινε συνήθεια, το binge watching στις πλατφόρμες τρόπος ζωής, ενώ στο άκουσμα της λέξης «σινεμά» ο σημερινός 18χρονος απλώς γελάει (από τα δέκα παιδιά που συμμετείχαν στη φωτογράφιση, ούτε ένα δεν πάει σινεμά!). Η πρώτη επιλογή είναι η βόλτα στη γειτονιά, στην πλατεία, στο πάρκο, ενώ τα home parties δίνουν και παίρνουν, με το Spotify να παίζει μουσική στο repeat.
Από το Πάρκο Ελευθερίας μέχρι τον Υμηττό ή μια παραλία, τα μέρη που πάει ο κόσμος είναι πολλά. Μπορείς να αράζεις όλη μέρα. Ετοιμάζεις φαγητό από το σπίτι, παίρνεις καφέ από τον δρόμο, δεν χρειάζεσαι πολλά πράγματα. Μπορεί κάποιος να παίζει κιθάρα, κάποιος να φέρει ένα ηχείο, ένα φαγητό από το σπίτι ή ένα επιτραπέζιο. Είναι κάτι οικονομικό και την ίδια στιγμή σε “ξεκουνάει”.
Η οικονομική κατάσταση που δημιουργήθηκε τελευταία με τις αλλεπάλληλες κρίσεις έφεραν μικρότερο χαρτζιλίκι άρα και λιγότερες επιλογές, έτσι τα μαγειρέματα στο σπίτι και οι βόλτες στην παραλία για να αράξουν, «τσοντάροντας» όλοι για τη βενζίνη, είναι κάτι καθημερινό και συνηθισμένο. Vibez. Αυτή είναι η λέξη που εκφράζει τη νέα πραγματικότητα της διασκέδασης για τον νεαρόκοσμο. Συναισθήματα. Χωρίς πολλά πολλά.
Η Φραντσέσκα, ο Νίκος, η Λυδία και οι φίλοι τους ζουν όλα τα παραπάνω. Έχοντας μόλις τελειώσει με τις Πανελλήνιες ή διανύοντας το πρώτο έτος των σπουδών τους, ενώνουν τις παρέες τους και γίνονται μία μεγάλη και διασκεδάζουν ομαδικά.
«Μέσα από το ΤikΤok κοινωνικοποιήθηκα και γνώρισα πιο πολύ κόσμο», λέει ο Νίκος. «Ήρθα σε επαφή με πολλά παιδιά και βγαίναμε μαζί στην καραντίνα. Ένα κορίτσι μού έστειλε μήνυμα να μπω σε ένα group, στην αρχή είπα “όχι” γιατί είμαι λίγο ντροπαλός, αλλά είχα 6.000 followers κι εκείνη επέμενε, “μπες, είσαι διάσημος!”.
Μπήκα, γνώρισα κι άλλα άτομα, φτιάξαμε ένα πολύ μεγάλο group με πολλά παιδιά από Αθήνα και κανονίσαμε να πάμε για μπάνιο. Γεννήθηκαν παρέες και έρωτες. Το ΤikΤok μάς βοήθησε να γνωρίσουμε άτομα που δεν θα βλέπαμε ποτέ στη ζωή μας».
Η εφαρμογή με τη μουσική είναι αλληλένδετες και ο Νίκος μου εξηγεί τη σχέση τους: «Μπορεί να μη μας ενώνει κάτι ως ανθρώπους, αλλά όταν ανεβαίνει ένα μουσικό κομμάτι ταυτιζόμαστε με τα λόγια, τον ρυθμό και μετά έχουμε πολλά κοινά».
«Αν θέλω να βγω με κάποιον φίλο ή φίλη, θα πάμε κάπου έξω», προσθέτει η Φραντσέσκα. «Όχι σε κλαμπ, προτιμώ να πάω σε κάποιο καφέ-μπαρ, να παραγγείλω ένα κοκτέιλ και να μπορώ να μιλήσω. Αυτό για μένα είναι πιο ουσιώδες».
Εξηγεί ότι απολαμβάνει τις βόλτες στη γειτονιά της. «Εκεί μπορώ και είμαι χαλαρή οποιαδήποτε ώρα. Ακόμα και στις δύο το πρωί μπορεί να με πάρει μια φίλη και με μια μπίρα από το περίπτερο να αράξουμε στα σκαλιά της πολυκατοικίας δίπλα στο σχολείο που πηγαίναμε. Βάζουμε μουσική στο κινητό, λέμε τα δικά μας, πίνουμε την μπίρα μας. Συνήθως πηγαίνουμε Εξάρχεια ή Ψυρρή, όπου είναι λίγο πιο χαλαρή η φάση, γιατί νιώθω ότι στο κλαμπ δεν μπορώ να είμαι τόσο πολύ ο εαυτός μου. Κανείς δεν θα κρίνει το πώς μιλάς, τι μουσική ακούς, τι φοράς, είναι πιο ανοιχτά τα πράγματα».
Αναφορικά με τον τρόπο που τo περιορισμένο μπάτζετ επηρεάζει τη διασκέδαση, συμπληρώνει: «Είναι πολύ πιο οικονομικό να πάρεις μια μπίρα και να αράξεις σε μια πλατεία από το να δώσεις είκοσι-τριάντα ευρώ για ένα μπουκάλι, γνωρίζοντας ότι υπάρχει περίπτωση να μην περάσεις καλά. Βλέπω Netflix 24/7. Αφήνω το λάπτοπ δίπλα και παίζει. Μπορεί να βλέπουμε μια σειρά για ώρες, μέχρι το πρωί. Ή αράζουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ βλέποντας μια συγκεκριμένη σειρά».
«Νομίζω πως έχουμε κλειστεί περισσότερο στον εαυτό μας. Προσωπικά, δεν βγαίνω όπως πέρσι. Θα κάνω βόλτες και θα αράξω με φίλους σε σπίτια περισσότερο παρά θα πάω σε κάποιο κλαμπ. Νιώθω ότι δεν θέλω να είμαι με πολύ κόσμο γύρω μου», προσθέτει η 18χρονη Λυδία που μας ακούει.
«Παίζουμε επιτραπέζια και χαρτιά, δεν βγαίνουμε συνήθως, αλλά τα Σαββατοκύριακα βγαίνουμε κυρίως αν παίζει καμιά συναυλία», λέει ο Φάνης. Ακούμε πολλή μουσική και τρώμε πολύ φαγητό. Δεν υπάρχει στιγμή που να μη παίζει το Spotify, είτε η συζήτηση είναι σοβαρή είτε όχι. Ακούμε από trap μέχρι “πριόνια” ή ηλεκτρονική μουσική. Κάνουμε και ναργιλέ».
Ο Γιώργος είναι φοιτητής και παράλληλα δουλεύει σε φούρνο. Για εκείνον, από τότε που άρχισε να εργάζεται, έχουν αλλάξει πολλά στον τρόπο που διασκεδάζει. «Μαζευόμαστε σε σπίτια από τρία έως και δέκα άτομα. Νιώθεις μια ζεστασιά, έχεις την άνεσή σου, συντροφικότητα, νιώθεις κάτι παρεΐστικο που δεν αισθάνεσαι σε ένα μαγαζί. Έχουμε έναν προτζέκτορα και μερικές φορές ανεβαίνουμε στην ταράτσα, βλέπουμε μια ταινία ή παίζουμε pro», λέει.
«Με τα λεφτά που βγάζω μπορώ να κάνω ελάχιστα πράγματα, να πάρω ένα αναψυκτικό ή ένα σουβλάκι από την καντίνα. Όταν πρέπει να πληρώσεις το νοίκι σου, το πράγμα δυσκολεύει. Από την παρέα μου μόνο δύο έχουν μετακομίσει σε δικό τους σπίτι. Οι περισσότεροι μένουν με τους δικούς τους γιατί οι λογαριασμοί είναι απλησίαστοι». Ο Γιώργος συμφωνεί, ακόμη και αν, όπως λέει, νιώθει πως μιλάει σαν boomer όταν λέει ότι η επαφή με τη φύση και οι βόλτες σε αυτή είναι κάτι που έχουμε χάσει και πως σιγά σιγά ο κόσμος αρχίζει και επιλέγει τέτοιες εξόδους όλο και περισσότερο.
«Από το Πάρκο Ελευθερίας μέχρι τον Υμηττό ή μια παραλία, τα μέρη που πάει ο κόσμος είναι πολλά. Μπορείς να αράζεις όλη μέρα. Ετοιμάζεις φαγητό από το σπίτι, παίρνεις καφέ από τον δρόμο, δεν χρειάζεσαι πολλά πράγματα. Μπορεί κάποιος να παίζει κιθάρα, κάποιος να φέρει ένα ηχείο, ένα φαγητό από το σπίτι ή ένα επιτραπέζιο. Είναι κάτι οικονομικό και την ίδια στιγμή σε “ξεκουνάει”. Είμαστε τρία παιδιά στην παρέα που παίζουμε κιθάρα, ένας παίζει γιουκαλίλι, άλλος μπάσο. Θα φέρουμε μια κιθάρα και θα την πιάσουν για να παίξουν πέντε άτομα».
Ο Jimko ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική τον τελευταίο χρόνο, ενώ για τέσσερα-πέντε χρόνια ήταν στον χώρο του YouTube. Ασχολείται με το trading crypto μετοχών και σπουδάζει Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων στην ΑΣΟΕΕ.
«Τα φοιτητικά πάρτι είναι πολύ μέσα στη διασκέδασή μας. Γίνονται στις σχολές ή σε χώρους που είναι διαμορφωμένοι για να είναι προσβάσιμοι και που προσφέρουν τη δυνατότητα να γίνει κάτι καλό», λέει.
«Δεν έχω κλείσει ούτε μια φορά στη ζωή μου τραπέζι σε club. Μπήκα σε αυτά από τα δεκαπέντε, είτε για να βγάζω βίντεο δουλεύοντας είτε γιατί είχα κάποια πρόσκληση από γνωστό μου. Δεν έχω ανάγκη να ανοίξω ένα μπουκάλι απλά για να flex-άρω. Τα τελευταία δύο χρόνια θεωρώ ότι είναι πεταμένα λεφτά, ότι είναι μια διασκέδαση που έχει πολύ σπρώξιμο».
Λίγο πριν τελειώσουμε την κουβέντα, ο Γιώργος σχολιάζει σχετικά με τη διασκέδαση μετά την πανδημία. «Στην αρχή παίρναμε τα μαγαζιά με τη σειρά, νομίζαμε ότι δεν θα το ξαναζούσαμε αυτό, ότι έπρεπε να πάμε σε όσο περισσότερα προλαβαίναμε. Μετά συνειδητοποιήσαμε ότι κάποια πράγματα που κάναμε κατά τη διάρκεια του Covid για να διασκεδάσουμε ήταν ωραία. Νομίζω ότι το καλύτερο είναι κάτι ενδιάμεσο.
Ανακαλύψαμε πως μπορούμε να περάσουμε καλά μαζί και στο σπίτι, με αυτά που έχουμε. Να φτιάξουμε μια μακαρονάδα με ό,τι έχει μείνει για την παρέα. Άλλος να φέρει λίγη Coca-Cola που έχει περισσέψει, άλλος μια σακούλα ποπ-κορν. Μια μέρα που δούλευα στον φούρνο είχα φέρει ένα ταψί γαλακτομπούρεκο. Δεν παραγγείλαμε τίποτα και περάσαμε υπέροχα».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.