Από το «World War Z», πέρα από το κατόρθωμα του Μαρκ Φόρστερ να δώσει ένταση και σκληρότητα σε μια ταινία με ζόμπι όπου δεν χύνεται σταγόνα αίματος, κρατήσαμε την κατά Μπραντ Πιτ εκδοχή του ήρωα δράσης. Η πινελιά του στο συγκεκριμένο πρότυπο είναι μια ζεν κατάσταση, μια διαρκής αίσθηση ότι όλα θα πάνε καλά.
Όχι, όμως, με τρόπο σαν εκείνο του Ρότζερ Μουρ ως 007. Ο Αμερικανός σταρ δεν υποδύεται τον χαρακτήρα με μια υπεράνω, οριακά αυτοπαρωδική στάση, σαν να αναγνωρίζει τη συνθήκη που έχει υπογραφεί με το κοινό πως όποια αναποδιά κι αν προκύψει ο ήρωας θα την αντιμετωπίσει. Η ψυχραιμία του, που θα ήταν η υπερδύναμή του αν ήταν υπερήρωας, είναι εντελώς ενδοκινηματογραφική, δεν βγαίνει ποτέ εκτός χαρακτήρα.
Τον ξαναείδαμε για λίγα λεπτά στον Μάρτιο στο «Lost City» και τώρα ο Πιτ δανείζει ή ευλογεί, αν θέλετε, με αυτή την περσόνα ακόμα μία ταινία δράσης, το «Bullet Train».
Το φιλμ, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Γιαπωνέζου Κόταρο Ισάκα, εξελίσσεται σε ένα από τα δρομολόγια των τρένων υψηλής ταχύτητας στην Ιαπωνία, τα οποία φέρουν το προσωνύμιο «bullet train» επειδή κινούνται με την ταχύτητα της σφαίρας – πάντα μεταφορικά μιλώντας. Σε ένα από τα βαγόνια του τρένου επιβιβάζεται ο Ladybug, ένας εκτελεστής που επανέρχεται στην ενεργό δράση μετά από διάλειμμα, αναλαμβάνοντας να εκτελέσει μια απλή και φαινομενικά ακίνδυνη αποστολή: να κλέψει έναν χαρτοφύλακα και να τον παραδώσει στη χειρίστριά του, με την οποία επικοινωνεί τακτικά στο τηλέφωνο – η Σάντρα Μπούλοκ ανταποδίδει το εκτεταμένο γκεστ του Πιτ στο «Lost City».
Στο τηλέφωνο ο ήρωας παραπονιέται διαρκώς για τη συστηματική κακή του τύχη. Τα γεγονότα φαίνεται να τον επιβεβαιώνουν, καθώς στο τρένο βρίσκονται άλλοι τέσσερις εκτελεστές, οι οποίοι θέλουν επίσης τον χαρτοφύλακα, καθένας για τους δικούς του σκοπούς.
Το «Bullet Train» είναι ένα χωνευτήρι ειδών και αναφορών, ταξιδεύει στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, όπου το στυλιζάρισμα, οι εύπεπτες φιλοσοφικές αναζητήσεις και η εξωφρενική βία του manga συναντούν την εφετζίδικη, macho εκδοχή δράσης και την εξυπνακίστικη πρόζα του Γκάι Ρίτσι.
Αν έχεις δει λίγες ταινίες παραπάνω, ξέρεις ότι εκείνα που ενώνουν τους χαρακτήρες θα αποδειχτούν περισσότερα, σημασία όμως δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι – τα λέει κι ο Καβάφης.
Το «Bullet Train» είναι ένα χωνευτήρι ειδών και αναφορών, ταξιδεύει στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, όπου το στυλιζάρισμα, οι εύπεπτες φιλοσοφικές αναζητήσεις και η εξωφρενική βία των manga συναντούν την εφετζίδικη, macho εκδοχή δράσης και την εξυπνακίστικη πρόζα του Γκάι Ρίτσι.
Τη σκηνοθεσία της ταινίας υπογράφει ο Ντέιβιντ Λιτς, ο πρώην κασκαντέρ που στο παρελθόν έχει αναλάβει να αντικαταστήσει τον Μπραντ Πιτ σε δύσκολα stunts. Ο Λιτς συνυπέγραψε μαζί με τον συνάδελφό του Τσαντ Σταχέλσκι τον «John Wick» και από κει και πέρα καθένας τράβηξε τον δρόμο του. Ο δεύτερος συνέχισε την εποποιία του «John Wick», ο πρώτος γύρισε το «Atomic Blonde» και το «Deadpool 2».
Αν κάτι πρόσφεραν στο σινεμά δράσης της εποχής μας οι δυο τους, αυτό συνίσταται στην επαναφορά της αναλογικότητας και της χορογράφησης της δράσης εντός του πλάνου.
Το «Bullet Train» προσθέτει λίγη (ή μάλλον αρκετή) παραπάνω πλοκή στο μείγμα, εκεί που οι προαναφερθείσες ταινίες χαρακτηρίζονται από τη σεναριακή απλότητά τους και την πριμοδότηση της δράσης. Έχει, φυσικά, κασκάντες και εντυπωσιακή χορογραφία, έστω κι αν είτε λόγω του περιορισμένου χώρου είτε λόγω της έγνοιας για το attention span του κοινού του το μοντάζ του είναι πολύ πιο παρεμβατικό.
Σκηνή με βιρτουοζιτέ ανάλογη εκείνου του δεκάλεπτου μονοπλάνου στο «Atomic Blonde» δεν θα βρεις, αλλά ευτυχώς δεν λείπουν τα ευρήματα, με τον χαρακτήρα του Μπραντ Πιτ, ο οποίος δεν πιστεύει στα όπλα, να χρησιμοποιεί πάσης φύσεως αντικείμενα ώστε να αποτρέψει τις επιθέσεις που δέχεται.
Η περσόνα του Πιτ δίνει την απαραίτητη ένεση φρεσκάδας και βοηθά στη γεφύρωση των αντικρουόμενων τόνων ανάμεσα στις συντρέχουσες ιστορίες – στην υποπλοκή των Βρετανών διδύμων υπάρχει ακόμα και αναφορά στο «Weekend at Bernie’s», ενώ εκείνη του πατέρα που παλεύει για τη σωτηρία του γιου του αποτελεί κανονικότατο crime μελόδραμα.
O έμπειρος πρωταγωνιστής θα πουλήσει με όση ελαφρότητα χρειάζεται όσα έχει να πει περί τύχης και μοίρας το έργο, χωρίς ποτέ να τα διακωμωδεί, έστω κι αν στο φινάλε αποκαλύπτεται το κουσούρι που άφησε στον Λιτς η εμπλοκή του στο «Deadpool», τόσο λόγω της ολίγον meta και καταφανώς περιπαιχτικής εξήγησης του επιμύθιου όσο και της καρτουνιστικής CGI κορύφωσης.
Χωρίς αυτόν το «Bullet Train» γίνεται μια υπερφορτωμένη, άνιση αναβίωση ενός σινεμά που έκανε θραύση στις αρχές των ’00s με κύρια χαρακτηριστικά την πόζα, τις εξυπνάδες, την εξεζητημένη πλοκή με τα συνεχή twists, που συνήθως κάλυπταν μια απλή ιστορία εκδίκησης, και την αμοραλιστική βία.
Με αυτόν το φιλμ γίνεται μια fun περιπέτεια που μοιάζει να προσπαθεί λιγότερο απ’ όσο παιδεύεται στην πραγματικότητα για να μας εντυπωσιάσει –και, πιστέψτε μας, παιδεύεται πολύ, κατά τα άλλα‒, μετατρέπεται σε ένα θέαμα μεγάλου κοινού και μεγαλύτερου εκτοπίσματος.
Φαντάζεστε πώς θα ήταν η ταινία με τον (καλό εδώ) Άαρον Τέιλορ Τζόνσον στη θέση του Μπραντ Πιτ; Γι’ αυτόν τον λόγο χρειαζόμαστε τους σταρ, γιατί βοηθούν τις ταινίες να μεγαλώσουν. Έστω κι αν καμιά φορά το προσωπικό τους μέγεθος υπερβαίνει κατά πολύ το πραγματικό μέγεθος των ταινιών στις οποίες πρωταγωνιστούν.
Η ταινία «Bullet Train» κάνει πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 4 Αυγούστου.