Σπουδάζοντας Ψυχολογία στο Παρίσι τη δεκαετία του '70, η Βασιλική Ζη ήρθε για πρώτη σε επαφή με την κουλτούρα του να ψωνίζεις ρούχα από δεύτερο χέρι, «εκεί τα μαγαζιά σαν αυτό ήταν τόσο πολλά, όσα είναι εδώ τα περίπτερα, κάθε γειτονιά είχε το δικό της».
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, σκέφτηκε να δημιουργήσει την πρώτη διεύθυνση με second hand και vintage ρούχα στην πόλη, ένα μαγαζί που με τον τρόπο του συνέβαλε στη βιωσιμότητα της μόδας, όταν αυτές οι λέξεις δεν έμπαιναν δίπλα δίπλα, σε μια εποχή που δεν είχε ανοίξει αυτή η συζήτηση.
Έτσι, το 1979, στην περιοχή των Αμπελοκήπων, στον ισόγειο χώρο μιας πολυκατοικίας με κήπο έστησε την πρώτη της βιτρίνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Το Τroc, που στα γαλλικά σημαίνει ανταλλαγή, δεν είναι ένα κατάστημα που εισάγει μεταχειρισμένα ρούχα· δουλεύει και με αυτόν τον τρόπο, αλλά κυρίως είναι εκεί για να του δώσουμε τα ρούχα που μένουν ξεχασμένα και αφόρετα στις ντουλάπες μας, εκείνα που μπορεί να κρατάμε, πιστεύοντας ότι κάποια στιγμή θα ξαναβάλουμε, αλλά δεν το κάνουμε ποτέ. «Πήγαινα συνέχεια σε τέτοια καταστήματα ως φοιτήτρια, έδινα και δικά μου ρούχα και έμαθα το σύστημα με το οποίο λειτουργούν. Όταν πια γύρισα εδώ σκέφτηκα να φτιάξω ένα τέτοιο, μια και δεν υπήρχε στην Αθήνα. Ήθελα να το τρέξω προσωρινά εγώ και μετά να το αφήσω στην αδελφή μου. Σιγά σιγά, όμως, το είδα πιο σοβαρά».
Οι Αθηναίες του '70 δεν είχαν την επαφή που έχουν οι σημερινές με τα second hand μαγαζιά, τα θριφτάδικα και τα βιντατζάδικα, ούτε κατανάλωναν βέβαια με τους δικούς μας ρυθμούς, η εύκολη πρόσβαση στη μόδα μέσω των mass-market brands δεν υπήρχε.
«Στην αρχή γνωστές και φίλες μάς έφερναν τα ρούχα τους, ακριβά και επώνυμα κομμάτια, εισαγωγές από Ιταλία και Λονδίνο, μετά ακολούθησαν κι άλλες. To θέμα όμως τότε δεν ήταν το αν θα μας φέρουν ρούχα ή όχι, αλλά ποιες θα ψώνιζαν δεύτερο χέρι. Είχαμε μια πολύ προσεγμένη και εντυπωσιακή βιτρίνα, όπως φροντίζουμε να έχουμε πάντα, και έμπαιναν γυναίκες νομίζοντας ότι είμαστε ένα πανάκριβο μαγαζί. Έφταναν στην πόρτα και τις προλάβαινα, τους έλεγα “εδώ πουλάμε μεταχειρισμένα”, μπορεί να έκαναν “α πα πα πα”, αλλά πολλές θα έριχναν και μια ματιά. Θυμάμαι μια συγκεκριμένη που μπήκε έτσι διστακτικά και δεν της πήρε πολλή ώρα για να ψωνίσει δύο σακάκια».
Οι Αθηναίες του '70 δεν είχαν την επαφή που έχουν οι σημερινές με τα second hand μαγαζιά, τα θριφτάδικα και τα βιντατζάδικα, ούτε κατανάλωναν βέβαια με τους δικούς μας ρυθμούς, η εύκολη πρόσβαση στη μόδα μέσω των mass-market brands δεν υπήρχε.
«Τότε μας είχε βοηθήσει πολύ το περιοδικό “Γυναίκα”, ανέφερε το μαγαζί σχεδόν κάθε εβδομάδα, όπως και ο “Ταχυδρόμος”. Αργότερα θυμάμαι ότι είχα προτείνει στο “Cosmopolitan” να γράψουν κάτι για εμάς, τους είπα “ξέρετε, κάνω αυτή την κίνηση για να μου φέρνει κόσμος τα ήδη φορεμένα ρούχα του” και μου απάντησαν, “τι είπες;”, με την έννοια ότι δεν τους ενδιαφέρει, πως θέλουν οι γυναίκες να καταναλώνουν. Tότε συνειδητοποίησα ότι ήταν αντικαταναλωτική η ιστορία που είχαμε στήσει. Αλλά, πέρα από αυτή την πτυχή του μαγαζιού, αγαπώ πολύ όλη τη διαδικασία, μου δίνουν χαρά τα πράγματα που μου φέρνουν, το να τα πιάνω και να τα εξετάζω, η διαλογή που πρέπει να κάνω κάθε φόρα για να δω τι θα κρατήσω και τι θα αφήσω. Σκεφτείτε ότι δεν μπορώ να ψωνίσω σε μαγαζιά όπου είναι όλα στημένα, με ζαλίζουν, βάλτε με σε έναν σωρό, θα βρω τα ρούχα που θέλω. Μετά, την πώληση την αναλαμβάνει η αδελφή μου».
H κυρία Βασιλική κοστολογεί τα ρούχα και οι ιδιοκτήτριές τους φεύγουν από κει με μια απόδειξη στην οποία αναγράφονται τα χρήματα που θα πάρουν όταν αυτά πουληθούν, δηλαδή όταν αποδειχθούν θησαυρός για κάποια άλλη που θα τα επιλέξει και θα τους δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, αγοράζοντάς τα. «Ό,τι πουλιέται, το πληρώνονται, ό,τι δεν φεύγει, μπορούν να το πάρουν πίσω. Δεν θα αγοράσω κάτι πολύ φθηνά από κάποια για να το βάλω εγώ πολύ ακριβά, δεν έχει νόημα να μην πουληθεί, ούτε για μένα ούτε για εκείνη. Επίσης κάνουμε σκόντο πολύ, αν πρόκειται για ένα κομμάτι που πάει σε κάποια γάντι ή της αρέσει πάρα πολύ, θα της χαμηλώσουμε την τιμή, γιατί αξίζει να το πάρει. Άλλωστε, κάθε κομμάτι εδώ έχει την πελάτισσά του, δεν μπορούν να το επιλέξουν πολλές».
Από την πρώτη του διεύθυνση στην οδό Ξενίας, το Troc μεταφέρθηκε στον δρόμο της Δημητρίου Σούτσου το 2000, κοντά στην πλατεία Μαβίλη. Πέρα, όμως, απ' όλα αυτά με τα οποία το τροφοδοτούν ιδιώτες, στο ημιυπόγειο κατάστημα υπάρχουν και vintage κομμάτια, καπέλα, μπιζού, τσάντες, μικροαντικείμενα –από κεντήματα μέχρι γυάλινα πώματα μπουκαλιών–, πράγματα που χρονολογούνται από τη δεκαετία του '20 και φτάνουν μέχρι το '50, αλλά και πολλά από τα '70s και τα '80s. «Η έννοια του vintage έχει παρερμηνευτεί, τέτοιο είναι ένα κομμάτι που θα το δεις και θα πεις “αυτό είναι '60s”, ό,τι άλλο είναι ρετρό ή παλιομοδίτικο. Επίσης, ένα vintage ρούχο δεν μπορεί να είναι ποτέ αντιγραφή, πρέπει να είναι το αυθεντικό».
«Κάποτε νοικιάζαμε πολλά ρούχα και αξεσουάρ σε ταινίες και σειρές, έχουμε δώσει για τον “Κίτρινο Φάκελο” και τα “Βαμμένα κόκκινα μαλλιά” –έχει ντυθεί με πολλά από αυτά η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη–, αλλά δεν είχαμε την οργάνωση που έχει ένα βεστιάριο. Όταν, λοιπόν, άρχισαν να μου τα φέρνουν οι ενδυματολόγοι κατεστραμμένα, σταματήσαμε την ενοικίαση. Επίσης, όταν είχαμε πρωτοανοίξει, νοικιάζαμε και για αποκριάτικα κοστούμια, γινόταν χαμός, αλλά και έτσι καταστράφηκαν πολλά ρούχα, το σταματήσαμε λοιπόν κι αυτό».
Ποια είναι τα ρούχα που θα κρατήσουν στο Troc; «Αυτά που είναι ποιοτικά, διαχρονικά, που δεν είναι συνθετικά και έχουν στυλ. Έχουμε και μερικά σύγχρονα κομμάτια, αλλά ψάχνουμε κυρίως τα πιο ιδιαίτερα ρούχα, αυτά κινούνται εδώ». Οι δύο αδελφές παρατηρούν ότι ρούχα που φτιάχτηκαν για να φορεθούν συγκεκριμένες ώρες, σε συγκεκριμένα μέρη και με συγκεκριμένο τρόπο, σήμερα αξιοποιούνται εντελώς διαφορετικά. «Τις παλιές πολύχρωμες ρόμπες τις παίρνουν τα νέα κορίτσια για μαντό, τα παλιά νυχτικά τα φοράνε σαν φορέματα το καλοκαίρι. Όσο περίεργο κι αν φαίνεται σε κάποιους, εδώ έρχονται οι εύποροι, οι ψαγμένοι, οι μη καταναλωτές, οι καλλιτέχνες, όσοι θέλουν το διαφορετικό και δεν τους αρέσει το μαζικοποιημένο».
Υπάρχουν πελάτισσες για τις οποίες οι δύο αδελφές πιστεύουν ότι δεν πάνε σε άλλα μαγαζιά, «ξέρουν ότι εδώ μπορούν να βρουν και το μοντέρνο και το ρετρό, υπάρχουν γυναίκες που έρχονται από τον Βόλο και τη Θεσσαλονίκη, από την Καλαμάτα και τη Μύκονο για να ψωνίσουν. Επίσης, οι άνθρωποι που έχουν ζήσει στο εξωτερικό, έχουν εντελώς άλλη νοοτροπία, ξέρουν τι θέλουν, δεν τους ενδιαφέρει αν το ρούχο έχει κάποια μικρή φθορά. Μας είπε κάποτε μια πελάτισσα για ένα ασπροκέντι που ήταν πολύ όμορφο, αλλά μανταρισμένο, “αυτό το ρούχο έχει αγαπηθεί”. Και το πήρε».
Αν το έχετε με το granny style, άλλα όχι μόνο με αυτό, θα βρείτε και κομμάτια όπως ένα μίνι ‘60s φόρεμα κεντήμενο όλο στο χέρι με χάντρες που λαμπυρίζουν. Στο Troc μπορείτε να ψωνίσετε ρούχο που κοστίζει από δέκα έως χίλια πεντακόσια ευρώ, όσο κοστίζουν δηλαδή κάποια αιγυπτιακά φορέματα με κλωστές από ασήμι, «και λίγα είναι γι’ αυτό το ρούχο», θα μου πει η κυρία Βασιλική, ενώ η κυρία Φωτεινή αλλάζει τη βιτρίνα, ψάχνει έναν συνδυασμό χρωμάτων που να κάνει εντύπωση.
«Παλιότερα μας τύχαιναν ρούχα-φανταστικές περιπτώσεις, μας έφερναν πάρα πολλά YSL, είχε φτάσει στα χέρια μου ένα Chanel φόρεμα με τη ζακέτα, το οποίο το πούλησα τελικά στο Παρίσι. Υπήρχε και μια γνωστή μοδίστρα, η Φώφη, η οποία είχε κάνει πολλά ‘50s φορέματα. Αυτά τα έχει μαζέψει όλα ο Ζούλιας, που εκτιμούσε πάντα αυτά τα κομμάτια – και από μένα έχει πάρει κάποια. Tώρα έχουν αρχίσει οι Ελληνίδες να καταλαβαίνουν την αξία τους».
Για να ψωνίσετε στο Troc ή, καλύτερα, για να νιώσετε ότι έχετε δει όλες τις επιλογές που έχετε θα πρέπει να αφιερώσετε χρόνο. «Θα κάτσουν και μια και δυο ώρες, μπορεί και κάτι παραπάνω για να τα ψάξουν και να τα δουν όλα. Υπάρχει φυσικά και κόσμος που απλώς μπαίνει για να δει τι συμβαίνει και φεύγει, που βλέπει το μαγαζί κάπως σαν μουσείο. Η αλήθεια είναι ότι εμείς εδώ πουλάμε αναμνήσεις».
Δημητρίου Σούτσου 39, Aμπελόκηποι, 210 6442520