«Έχω κοιμηθεί ελάχιστα και νιώθω εξουθενωμένη. Βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Λονδίνο, στην αρχή ενός τετραήμερου ταξιδιού που ήταν πολύ φθηνό για να το αρνηθώ. Είμαι 25 ετών.
Υπάρχουν εργασίες που πρέπει να ολοκληρώσω για τα μεταπτυχιακά μου μαθήματα και τεστ που πρέπει να βαθμολογήσω για τη δουλειά μου ως καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης. Έχω φέρει δουλειά μαζί μου, και παντού γύρω μου υπάρχουν μικρές στοίβες χαρτιών.
Παρά το γεγονός ότι τα καθίσματα του αεροπλάνου μετατρέπονταν σε κρεβάτια, ο ύπνος δε με έπαιρνε στο ολονύκτιο ταξίδι από το Διεθνές Αεροδρόμιο John F. Kennedy της Νέας Υόρκης. Ανησυχώ για αυτή την έλλειψη ύπνου. Θα με κάνει μανιακή;
Συνειδητοποιώ ότι το μυαλό μου κατασκεύασε όλη την ιστορία. Η παραμονή μου στο νοσοκομείο διαρκεί δύο εβδομάδες και παίρνω εξιτήριο με φάρμακα πολύ ισχυρότερα από αυτά που σταμάτησα πριν από μήνες.
Για ανθρώπους σαν εμένα, που έχουμε διπολική διαταραχή, τα ταξίδια μπορεί να οδηγήσουν σε μανία και το μόνο αντίδοτο είναι ο ύπνος. Για να κοιμηθώ, χρειάζομαι φάρμακα και δεν έχω καθόλου. Σταμάτησα να τα παίρνω πριν από μερικούς μήνες επειδή με πάχαιναν.
Είμαι εδώ μερικές ώρες και θα έπρεπε να κοιμάμαι, όμως ακούω ένα χτύπημα στην πόρτα μου και πρέπει να την ανοίξω. «Να είσαι έτοιμος σε 20 λεπτά. Θα πάμε σε μια παμπ». Ο συνταξιδιώτης μου ρίχνει μια ματιά στο δωμάτιο. «Τι είναι όλα αυτά τα χαρτιά;» Ανασηκώνω τους ώμους και του λέω ότι θα είμαι έτοιμη.
Φοράω ένα στενό τζιν και ένα μαύρο πουλόβερ. Στον καθρέφτη φαίνομαι καταπληκτική. Κι έτσι όντως αισθάνομαι. Είμαι πανέμορφη. Είμαι όμως πραγματικά πανέμορφη; Ή μήπως είμαι μανιακή και με υπερβολική αυτοπεποίθηση;
Την επόμενη μέρα, ο Λορέντζο, ο συνάδελφός μου από το γυμνάσιο που οργάνωσε το ταξίδι, η μητέρα του, η αδελφή του κι εγώ αξιοποιούμε στο έπακρο τις δυνατότητες του Λονδίνου. Ταξιδεύουμε με ένα κόκκινο διώροφο λεωφορείο, βγάζουμε φωτογραφίες σε έναν κόκκινο τηλεφωνικό θάλαμο και παρακολουθούμε την αλλαγή φρουράς στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Κόκκινη κι η φρουρά.
Το βράδυ, ξεκινάω να προσπαθώ να κοιμηθώ, αλλά δεν μπορώ. Αντ' αυτού εργάζομαι. Οι στοίβες χαρτιού φαίνονται να πολλαπλασιάζονται. Τη δεύτερη μέρα, ταξιδεύοντας στο μετρό του Λονδίνου, ακούω τον Λορέντζο να μιλάει στη μητέρα του στα ιταλικά. Σκέφτομαι: Γιατί μιλάνε ιταλικά; Συμβαίνει κάτι; Είναι κάποιος κώδικας;
Ξέρω ότι η σοβαρή μανιοκατάθλιψη μπορεί να κάνει τον εγκέφαλο να υφαίνει ιστούς συνωμοσιών και να κάνει συνδέσεις που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Αλλά δεν αναρωτιέμαι πλέον αν είμαι ή δεν είμαι μανιακή. Η μητέρα του συναδέλφου μου πρέπει να είναι παράνομη μετανάστρια. Θα πρέπει να την περάσουμε λαθραία πίσω στις ΗΠΑ. Έχω τρομοκρατηθεί.
Είμαι σίγουρη ότι η μαμά του δεν είναι πολιτογραφημένη και ότι η βρετανική αστυνομία μας έχει ψιλιαστεί. Στο ενυδρείο «Θαλάσσια Ζωή» του Λονδίνου, ο Λορέντζο μελετά έναν χάρτη. Τον πλησιάζω, αλλά δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Οι διαδρομές με τα νέον χρώματα αλλάζουν και συγχωνεύονται η μία με την άλλη. Λέω: «Πώς να καταλάβεις πού να πας με τις γραμμές να κινούνται παντού;».
Ο Λορέντζο γυρίζει το κεφάλι του και μου απευθύνεται. «Τίποτα δεν κινείται σε αυτόν τον χάρτη. Ντανιέλ, είσαι καλά;» Ξαφνικά συνειδητοποιώ κάτι. Ο Λορέντζο προσποιείται ότι ο χάρτης δεν κινείται. Προσπαθεί να μου πει ότι η μητέρα του δεν είναι πολιτογραφημένη και ότι προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να τη φυγαδεύσει κρυφά από αυτό το μέρος για να μην τη συλλάβει η Ιντερπόλ. Αποφασίζω να είμαι ήσυχη και να τον ακολουθήσω, μαζί με την αδελφή και τη μαμά του έξω.
Στο ταξίδι με το αεροπλάνο για το σπίτι, πιστεύω ότι είμαστε η μεγαλύτερη είδηση, αν όχι στην Αμερική, στον κόσμο. Όλοι οι επιβάτες στο αεροπλάνο είναι δημοσιογράφοι, που καταγράφουν την ιστορία μας, για το πώς περνάμε λαθραία τη μητέρα του Λορέντζο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Λορέντζο με εκλιπαρεί να κοιμηθώ. Ακουμπάω το κεφάλι μου στο μικρό, δροσερό τζάμι του παραθύρου και προσπαθώ να κοιμηθώ, αλλά μόλις κλείνω τα μάτια μου ακούω το κλικ-κλακ των υπολογιστών των δημοσιογράφων. Όλοι γράφουν για μένα και την οικογένεια του Λορέντζο. Όταν ανοίγω τα μάτια μου και σκύβω το λαιμό μου για να τους πιάσω στα πράσα, ο ήχος σταματά. Πόσο πανούργοι και ύπουλοι αυτοί οι δημοσιογράφοι.
Πίσω στο σπίτι μου στη Νέα Υόρκη, παρά το ότι δεν συναντούμε προβλήματα με την υπηρεσία μετανάστευσης, η παράνοιά μου επιμένει. Στο αυτοκίνητό του, ο Λορέντζο με ρωτάει αν πήρα τίποτα ναρκωτικά. «Κάνε ησυχία», του λέω, αφού το ραδιόφωνο πρέπει να έχει κοριό.
Ακούω ένα ελικόπτερο και είμαι πεπεισμένη ότι το αμάξι βιντεοσκοπείται κι ότι όλα όσα λέγονται μεταδίδονται ζωντανά από κάθε τηλεοπτικό σταθμό. Φαντάζομαι τους δημοσιογράφους να αναμεταδίδουν την ιστορία για το πώς δύο καθηγητές γυμνασίου πέρασαν λαθραία μια μετανάστρια από την Ιταλία στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω της Αγγλίας.
Ο Λορέντζο μπαίνει στο πάρκινγκ ενός νοσοκομείου και μου λέει να περιμένω στο αυτοκίνητο. Φοβάμαι τόσο πολύ μήπως με καταγράψει η κάμερα, που κουλουριάζομαι σε μια όσο το δυνατόν μικρότερη μπάλα και τον περιμένω κάτω από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.
Όταν βγαίνει ο Λορέντζο, του λέω ότι φοβάμαι τους κάμεραμεν και τους δημοσιογράφους. Μου λέει ότι το πεδίο είναι ελεύθερο. Αισθάνομαι αρκετά ασφαλής για να μπω μέσα στην αίθουσα επειγόντων περιστατικών. Μιλάω με έναν ψυχίατρο. Με ρωτάει αν έχω διαγνωστεί με κάποια ψυχική διαταραχή. Του λέω ότι έχω διπολική διαταραχή. Ρωτάει για τον ύπνο μου και αποφασίζει ότι πρέπει να νοσηλευτώ.
Ανακουφίζομαι γιατί γνωρίζω από την εμπειρία μου ότι τα νοσοκομεία είναι ασφαλή και δεν υπάρχει περίπτωση να εισέλθουν οι δημοσιογράφοι. Δεν ξέρω πώς ο Λορέντζο έπεισε τον γιατρό να με δεχτεί, αλλά δεν ρωτάω κιόλας. Πριν με ανεβάσουν στη μονάδα, ο Λορέντζο με αγκαλιάζει και παρατηρώ ότι κλαίει. Πρέπει να ανησυχεί για τη μητέρα του και γι’ αυτούς τους καταραμένους δημοσιογράφους.
Στο νοσοκομείο, μου δίνουν 40 χιλιοστόγραμμα Zyprexa, ένα αντιψυχωσικό φάρμακο που βοηθάει στη διπολική διαταραχή. Αλλά αυτή είναι πολύ μεγάλη ποσότητα. Κοιμάμαι.
Μετά από τέσσερις μέρες, συνειδητοποιώ ότι το μυαλό μου κατασκεύασε όλη την ιστορία. Η παραμονή μου διαρκεί δύο εβδομάδες και παίρνω εξιτήριο με φάρμακα πολύ ισχυρότερα από αυτά που σταμάτησα πριν από μήνες. Έχω άλλες δύο εβδομάδες ανάρρωσης στο σπίτι πριν μου επιτραπεί να επιστρέψω στη διδασκαλία.
Κοιμάμαι κάθε μέρα πολύ, 12 ή 14 ώρες κάθε βράδυ. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, αισθάνομαι μπερδεμένη. Αισθάνομαι πως δε μπορώ να είμαι διαυγής. Δεν μπορώ να διαβάσω και δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω ακόμα και την πλοκή τηλεοπτικών εκπομπών.
Όταν επιστρέφω στη δουλειά μου, ο Λορέντζο μου λέει ότι κάποιοι καθηγητές με ρωτούν τι έχω πάθει. Λέει ότι νομίζουν ότι έχω μπλέξει με ναρκωτικές ουσίες. Του λέω ότι παίρνω κάποιες ουσίες, αλλά φαρμακευτικές. Του εξηγώ τη διάγνωσή μου και γιατί αρρώστησα τόσο πολύ.
Μου λέει: «Χαίρομαι πολύ που είσαι καλά τώρα».
Ωστόσο, δεν είμαι πραγματικά καλά. Νιώθω σαν ζόμπι.
Βλέπω τον γιατρό μου κάθε τέσσερις εβδομάδες και κάθε φορά μειώνει τη δόση του Zyprexa, μέχρι να το διακόψω τελείως. Μετά από τρεις μήνες, μου συνταγογραφεί αντ' αυτού λίθιο, μια παλιά, πολύ συνηθισμένη ουσία, που κυκλοφορεί από το 1949. Δεν αισθάνομαι τόσο εκτός πραγματικότητας με το λίθιο, αλλά επειδή κάθε μανιακό επεισόδιο ακολουθείται από ένα καταθλιπτικό, εξακολουθώ να έχω πολύ λίγη ενέργεια, επιθυμώντας διαρκώς να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου όλη μέρα, κάθε μέρα. Κάποια στιγμή ξανανοσηλεύομαι για κατάθλιψη, αλλά η παραμονή μου διαρκεί λιγότερο από μια εβδομάδα και μπορώ να επιστρέψω αμέσως στη δουλειά μου.
Στις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν από εκείνο το ψυχωσικό επεισόδιο, δεν έχω ξαναδιακόψει τη φαρμακευτική μου αγωγή. Και δεν είχα ποτέ ξανά τόσο σοβαρό μανιακό επεισόδιο, όσο αυτό στο Λονδίνο. Από τότε, το τελευταίο πράγμα που κάνω πριν κοιμηθώ είναι να ανοίξω το συρτάρι του κομοδίνου μου, να βγάλω το πράσινο κουτί με τα χάπια από Δευτέρα έως Κυριακή και να καταπιώ τα χάπια της «λογικής» που φυλάσσονται μέσα.»
της Danielle Huggins, από την Washington Post