Εξήντα περίπου χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη και λίγο πριν φτάσεις στις αρχαίες Αιγές, την πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου την εποχή του Φιλίππου του Β’, βρίσκεται μια μικρή κωμόπολη, η Μελίκη, η οποία από τους βυζαντινούς χρόνους μέχρι σήμερα κατοικείται από γηγενείς Μακεδόνες.
Οι άνθρωποι της περιοχής −απόγονοι προσφύγων από τη Θράκη και άτομα βλάχικης καταγωγής− είναι κυρίως γεωργοί και μελισσοκόμοι, που δημιούργησαν από πολύ παλιά πολύ ιδιαίτερη σχέση με τον κύκλο των εποχών και τα στοιχεία της φύσης, γιατί από αυτά εξαρτάται η επιβίωσή τους. Τα τοπικά έθιμα, που έχουν τις ρίζες τους σε πανάρχαιες παγανιστικές τελετουργίες, εμπλουτίστηκαν από τις παραδόσεις που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από το Κοστί της Θράκης, το 1914, πριν τη μεγάλη προσφυγιά.
«Είμαστε πολύ τυχεροί γιατί είμαστε σε έναν τόπο ευλογημένο για τον λαογράφο, τον ερευνητή, και γενικότερα τον άνθρωπο της παράδοσης», λέει ο Γιώργης Μελίκης, η αφορμή για να ταξιδέψουμε μέχρι εκεί, ένας δημοσιογράφος και ερευνητής της παράδοσης που έχει καταφέρει να μαζέψει έναν πολιτιστικό θησαυρό, υλικό και άυλο, στο Εθνογραφικό Κέντρο Γιώργη Μελίκη - Κέντρο Έρευνας Μάσκας, το οποίο στεγάζεται στο πατρικό του σπίτι.
Το μεγάλων διαστάσεων τρίπατο αρχοντικό φιλοξενεί δύο μοναδικές συλλογές, «τις πιο άρτιες στην Ελλάδα αλλά και στον χώρο της Βαλκανικής», που είναι έργο ζωής για τον ίδιο: μια τεράστια συλλογή από τάματα λαϊκής λατρείας που ξεπερνάει τα 2.500 κομμάτια −και ξεκινάει από τους αρχαίους χρόνους− και μια συλλογή με μάσκες από κάθε μέρος της Ελλάδας.
«Περιέχει πάνω από 100 μάσκες από λαϊκά δρώμενα από όλη την Ελλάδα» εξηγεί. «Δεν είναι μάσκες καρναβαλίστικες, γιατί η λέξη καρναβάλι είναι ένας νεολογισμός, μια μοντέρνα λέξη. Είναι μάσκες που έχουν σχέση με τελετές και αποτελούν τα κορυφαία πρόσωπα ενός θιάσου, ο οποίος συγκροτείται για την επιτέλεση ενός συγκεκριμένου εθίμου που γίνεται σε συγκεκριμένο τόπο και σε συγκεκριμένο χώρο. Και είναι εθνική συλλογή, αφού καλύπτουμε από την Κρήτη μέχρι τον Πόντο και από τη Βόρεια Ήπειρο μέχρι τον Ταΰγετο. Και, βέβαια, πάρα πολύ τη Θράκη και τη Μακεδονία.
Οποιαδήποτε άλλη μέρα του χρόνου, π.χ., άμα πεις λέξεις όπως “πούτσος”, “μουνί”, “κώλος” είσαι χυδαίος, αν τα πεις όμως την περίοδο της Αποκριάς ή την περίοδο που τα έθιμα αυτά επιτρέπονται, το να υμνήσεις τις αρετές τους αποτελεί και αντικείμενο διασκέδασης.
Οι πρόσφυγες, που ήταν πολύ εργατικοί και γρήγορα εγκλιματίστηκαν στην περιοχή, μάς έφεραν και δύο έθιμα τα οποία η επιστήμη της λαογραφίας και της εθνολογίας τα καταγράφει ως κορυφαία παγκοσμίως: το ένα είναι τα Αναστενάρια, στο οποίο πατάμε τη φωτιά, και το δεύτερο είναι το έθιμο του Καλόγερου, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με μοναστήρι.
Είναι ένα έθιμο καθαρά ευγονικό, ευετηριακό, και γίνεται μια Δευτέρα πριν την Καθαρά Δευτέρα. Συγκροτείται ένας θίασος και δημιουργεί μια διαδραστική σχέση με τους κατοίκους, περιέρχεται στα σπίτια του χωριού και με διάφορες φράσεις, πράξεις και μαγικοθρησκευτικές επιμέρους τελετές συντελείται μία μυσταγωγία. Και είναι απαραίτητο να γίνει, γιατί χωρίς αυτό δεν θα έρθει καλοχρονιά, δεν θα γίνουν τα στάρια, δεν θα γίνουν τα βαμβάκια, τα καλαμπόκια.
Ακόμη και σήμερα δεν θα γίνουν οι διάφορες δυναμικές καλλιέργειες, όπως είναι πια τα ακτινίδια, τα ροδάκινα, τα αβοκάντο και οι φράουλες που γίνονται στον πολύ παραγωγικό κάμπο.
Είναι έθιμα πολύ στενά συνδεδεμένα με την παρουσία του ανθρώπινου στοιχείου και της φύσης, έθιμα πάνδημα και συμμετοχικά, τα οποία έρχονται να προστεθούν στα άλλα πολύ σημαντικά έθιμα που έχουμε στη διάρκεια του χρόνου, όπως τα Ρουγκάτσια που γίνονται το Δωδεκαήμερο (η χρονική περίοδος των δώδεκα ημερών από τα Χριστούγεννα μέχρι και την παραμονή των Θεοφανίων), όπου ένας ειδικός θίασος από 12 φουστανελλοφόρους, όσοι και οι μήνες του χρόνου, παίζει διάφορα όργανα και κάνει μια ιδιόρρυθμη μουσικοχορευτική σουίτα που την περιφέρουν στα σπίτια του χωριού, ζητώντας προσφορές.
Οι προσφορές των κατοίκων που συγκεντρώνονται από τη συγκεκριμένη ομάδα χρησιμοποιούνται για να γίνουν καμπαναριά στις εκκλησίες, γεφύρια, εκκλησίες, διάφορα έργα που είναι κοινής ωφέλειας. Μετά έχουμε τις Λαζαρίνες, ένα έθιμο κι αυτό επίσης πολύ σημαντικό, που γίνεται μόνο από κοπέλες.
Όλα αυτά τα έθιμα εδράζονται στο θυμικό, αλλά κυρίως στο αμύθητο του ανθρώπου και έχουμε τη λαθεμένη άποψη πως είναι έθιμα θρησκευτικά. Είναι όμως έθιμα βαθιά κοινωνικά και ανθρώπινα, γιατί ο καθένας θέλει να υποδηλώσει μέσα σε μια ομάδα την κοινωνική του οντότητα και ταυτόχρονα θέλει να εκφράσει και διάφορες άλλες εκφάνσεις προσωπικές του, οι οποίες μπορεί να αποτυπωθούν με έναν ιδιότυπο τρόπο.
Κι αυτό είναι ίσως και το γοητευτικό, η ελευθερία που υπάρχει, η οποία πολλές φορές για κάποιον που το βλέπει απέξω μπορεί να γίνεται και ελευθεριότητα. Μπορεί να θεωρηθεί κάτι χυδαίο. Πρόκειται για έθιμα που μέσα στον κύκλο του χρόνου, σε συγκεκριμένες στιγμές και μέσα από τις εκφάνσεις της παράδοσης γενικότερα, αποτελούν κλειδιά που ενδυναμώνουν την ψυχική έκφραση του ανθρώπου και κυρίως μια ευκαιρία να λεχθούν τα πράγματα με το όνομά τους.
Οι αρχαίοι τα έλεγαν “ου φωνητά”, δηλαδή πράγματα που δεν τα λες τον υπόλοιπο χρόνο, γιατί αν τα πεις είναι άσεμνα. Οποιαδήποτε άλλη μέρα του χρόνου, π.χ., άμα πεις λέξεις όπως “πούτσος”, “μουνί”, “κώλος” είσαι χυδαίος, αν τα πεις όμως την περίοδο της Αποκριάς ή την περίοδο που τα έθιμα αυτά επιτρέπονται, το να υμνήσεις τις αρετές τους αποτελεί και αντικείμενο διασκέδασης. Λέει κάποιος τη φράση και την επαναλαμβάνουν οι άλλοι ως επωδό.
Τα συγκεκριμένα έθιμα που η Εκκλησία τους φόρεσε έναν θρησκευτικό μανδύα και τα βάφτισε “θρησκευτικά” είναι έθιμα πολύ βαθύτερα από τον χριστιανισμό, προέρχονται από πολύ πιο παλιές εποχές και είναι εκφάνσεις αναγκαιότητας του ανθρώπου.
Εμείς εδώ ανήκουμε σε μια ομάδα χωριών που λέγεται “Ρουμλούκι”. Είναι περίπου πενήντα χωριά με σημερινή έδρα του δήμου την Αλεξάνδρεια. Η Μελίκη ήταν ένας παλιός δήμος της περιοχής και σήμερα είναι ένα κοινοτικό διαμέρισμα. Το κύριο λαογραφικό χαρακτηριστικό είναι οι φορεσιές των γυναικών, οι οποίες είναι κληροδοτημένες από τον Μέγα Αλέξανδρο».
Μας δείχνει τις πολύτιμες συλλογές του και μας εξηγεί τη μοναδικότητά τους. «Η συλλογή με τις μάσκες είναι πολύ ευαίσθητη, γιατί αποτελείται από δέρματα ζώων των οποίων οι τρίχες πέφτουν, από φασόλια για δόντια που σαπίζουν και φεύγουν, από χαρούπια για φρύδια που σαπίζουν με τον χρόνο, από καρύδια για όρχεις που και αυτά σαπίζουν, από φακές, είναι όλα από οργανικά υλικά, καρπούς, όσπρια, κέρατα, προβιές και κόκαλα ζώων, ψωμί, στάχυα και άχυρα, οπότε έχουν τη φθορά τους, υπόκεινται όλα στην παντοδυναμία του σκώρου».
Όλα σχεδόν τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τους συνδέονται με το φαγητό. «Το φαγητό είναι κυρίαρχο», λέει, «γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από την αρχαιότητα υπήρχαν τα συμπόσια και τα γεύματα, τα οποία έφτασαν στους χρόνους μας με τα κουρμπάνια. Δεν υπάρχει πανηγύρι, τελετή ή εκδήλωση που να μην εμπεριέχει μέσα της το σφάγιο, το οποίο σήμερα έχει αρχίσει να απαγορεύεται.
Το ιερό σφάγιο, όμως, είναι μέρος της επιτέλεσης, γι’ αυτό ακόμη και σήμερα, όταν στα Αναστενάρια κάνουμε το κουρμπάνι και τα φαγητά, ούτε το δέρμα πετάμε από το ζώο, ούτε τα κέρατα ή τα κόκκαλα. Όλα αυτά τα θάβουμε μέσα σ’ έναν λάκκο. Επομένως, το φαγητό και το συμπόσιο γενικότερα είναι πολύ σημαντικό.
Για παράδειγμα, μετά την πυροβασία στα Αναστενάρια, μπαίνει ένα τραπέζι κατάχαμα, όπου γίνεται όλο το κουρμπάνι και τρώνε άπαντες. Δεν υπάρχει αλκοόλ, δεν υπάρχει οινόπνευμα. Μόνο ένα μπουκάλι που περιφέρεται από στόμα σε στόμα και από χέρι σε χέρι. Έτσι, ο καθένας λέει την ευχή που θέλει, όπως ακριβώς την αισθάνεται και τη νιώθει. Το αίμα καθαγιάζει. Γι’ αυτό πάντοτε θάβεται το αίμα των σφαγίων, καλύπτεται δηλαδή με χώμα για να μπει στην “ανακύκλωση”. Ό,τι πεθαίνει, πεθαίνει.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η άλλη όψη της ζωής είναι ο θάνατος. Ο θάνατος είναι κυρίαρχος. Μεταξύ γέννησης και θανάτου υπάρχει ένα διάστημα που, όπως λέει και ο Καζαντζάκης, το λέμε ζωή. Τώρα, το κατά πόσο ο καθένας γίνεται δραστικός, διαδραστικός, συμμετοχικός ή μεμονωμένος σε πράγματα και καταστάσεις είναι ένα τεράστιο θέμα. Εγώ, πάντως, εύχομαι στον καθένα να μην είναι αργά, όταν θα κάνει αυτό που λέμε “ταμείο” για το τι έκανε και τι όχι, πόσα καντάρια και πόσα τσουβάλια απωθημένα κουβαλάει φτάνοντας σε μια ηλικία 70-80 χρονών».
Η συλλογή με τις μάσκες είναι πλήρης, δηλαδή έχει καταφέρει να μαζέψει όλες τις μάσκες της ελληνικής επικράτειας – και τις φορεσιές που τις συνοδεύουν. «Υπάρχει μόνο μία μάσκα που δεν έχουμε, η λεγόμενη “μπαούτα”, η οποία είναι από τα Ιόνια νησιά και τη φορούσαν στις εκκλησίες οι αρχόντισσες της Ζακύνθου» λέει.
«Βέβαια, παραμένει υπό αμφιβολία αν είναι μάσκα ή όχι. Προφανώς έχει μεταμφίεση από τη στιγμή που είναι καλυμμένο όλο το πρόσωπο, αλλά δεν είναι μάσκα ο φερετζές ή η μπούρκα. Κατά τα λοιπά, όποια μάσκα απεκονίζει κάποιο δρώμενο υπάρχει εδώ. Κι η κάθε μάσκα έχει μια ολόκληρη ιστορία».
Ο όροφος που φιλοξενεί τις μάσκες είναι ασφυκτικά γεμάτος, με μάσκες και φορεσιές εντυπωσιακές, κάποιες τρομακτικές και αποτρόπαιες, άλλες προκλητικές και χυδαίες, όλες όμως με έντονα τα στοιχεία της σάτιρας και του χιούμορ. Με φρίκη και σάτιρα οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ξορκίσουν το κακό, να διασκεδάσουν με το άγνωστο. «Δεν υπάρχει φόβος! Ο φόβος είναι μέρος της επιτέλεσης και της λατρείας. Ο φόβος είναι θεότητα» εξηγεί ο κύριος Μελίκης.
«Είναι αυτός που δημιουργεί ταυτόχρονα το εύρος και τη συρρίκνωση. Τον φόβο είτε τον δέχεσαι και τον εκλαμβάνεις ως μια φυσική ροή, αν για παράδειγμα ο θάνατος μπορεί να θεωρηθεί ως ένα βασικό μέρος του φόβου, είτε προσπαθήσεις να τον νικήσεις με διάφορους τρόπους και να τον αποτάξεις. Κι αυτό κάνουν οι άνθρωποι με αυτές τις μάσκες…»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τρίτο τεύχος του περιοδικού Taverna
Οι λεζάντες στις φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Μάσκες, συλλογή Γιώργου Μελίκη, με φωτογραφίες του Δημήτρη Λουζικιώτη» που κυκλοφορεί από το Λαογραφικό Μουσείο Μακεδονίας Θράκης.
Το Εθνογραφικό Κέντρο Γιώργη Μελίκη - Κέντρο Έρευνας Μάσκας βρίσκεται στην οδό Αγίου Νικολάου 4, στη Μελίκη Ημαθίας, 2331 081274.