Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1941. Αισθάνομαι πολύ τυχερή που είχα την ευκαιρία να ζήσω εκεί τα πρώτα χρόνια της ζωής μου και να είμαι μέρος της πολυπολιτισμικής αλεξανδρινής κοινωνίας. Η γενέτειρα του κοσμοπολιτισμού με την ασύγκριτη ιστορική αύρα ήταν ένας τόπος που με καθόρισε από κάθε άποψη. Μια πόλη η οποία ξεχώριζε για το ψηφιδωτό των πολιτισμών που κυριαρχούσε στις συνοικίες της. Εκεί γαλουχήθηκα να συνυπάρχω με το διαφορετικό και κυρίως να κατανοώ τις ποικίλες πτυχές του κόσμου. Ενηλικιώθηκα σ’ ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον που μου πρόσφερε πολλά ερεθίσματα. Η ζωή μου στην Αλεξάνδρεια, σε αυτό το σπουδαίο σταυροδρόμι συνάντησης ετερογενών πολιτισμικών παραδόσεων, μου χάρισε μια πλειάδα ανεξίτηλων εμπειριών που συνέβαλαν στη μετέπειτα επιστημονική μου σταδιοδρομία. Ακόμη και σήμερα συγκινούμαι όταν οι μνήμες μου ταξιδεύουν στους δρόμους και τις γειτονιές της. Αναπολώ την αλεξανδρινή ατμόσφαιρα, τα στέκια των λογοτεχνικών ηρώων και τον τόπο όπου άνθησαν ποικιλόμορφες καλλιτεχνικές τάσεις και ρεύματα.
• Ευτύχησα να φοιτήσω σ’ ένα εξαιρετικό σχολείο και να τελειώσω τις γυμνασιακές μου σπουδές στο Αβερώφειο Γυμνάσιο. Ενδεικτικό των γνώσεων και των εκπαιδευτικών εργαλείων που μας παρείχε ήταν το γεγονός πως, όταν έδωσα εξετάσεις για τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διάβασα μόνον τις σημειώσεις που είχα από το Γυμνάσιο. Το εκπαιδευτικό επίπεδο εκεί, όπως αντιλαμβάνεστε, ήταν πολύ υψηλό. Ζούσαμε σε μια κοινωνία πολυεθνική και πολύγλωσση, που μας έδωσε σημαντικά εφόδια και περγαμηνές. Αναπτύξαμε μια συνείδηση ελληνική, αλλά ταυτόχρονα εντός της κοινωνίας και στο σχολείο υπήρχε ζύμωση και εξελισσόσουν σε πολίτη του κόσμου. Η ελληνικότητά μας, δηλαδή, προβαλλόταν περήφανα χωρίς να περιχαρακώνεται ανάμεσα σε τείχη, νοοτροπίες και στάσεις ελλαδικές. Ξέρετε, σε μικρή ηλικία, μου άρεσε πολύ να επισκέπτομαι την καθολική εκκλησία και να μεταλαμβάνω την όστια, ενώ άλλες μέρες πήγαινα στις αραβικές γειτονιές, παρακολουθούσα τους γάμους Αιγυπτίων ή ακολουθούσα τους συμμαθητές μου στην εβραϊκή χάβρα.
Στην Ελλάδα οι περισσότεροι δεν είναι ευχαριστημένοι με τη δουλειά που κάνουν και όλο αυτό τους γεμίζει με μιζέρια και κακομοιριά. Γενικά, η ελληνική κοινωνία είναι απείθαρχη και εχθρεύεται καθετί που εμπεριέχει κανόνες ή νόμους.
• Λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία κατάφερα να ταξιδέψω πάλι στην Αλεξάνδρεια μετά από πάρα πολλά χρόνια. Ο λόγος της επίσκεψής μου αφορούσε τον θεσμό των Αρχόντων Οφικιάλιων. Τα οφίκια απονέμονται κατά «πατριαρχικήν φιλοτιμίαν και προαίρεσιν» ως ανταμοιβή υπηρεσιών προς το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής. Έτσι, λοιπόν, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Θεόδωρος περικόσμησε ως τους νέους οφικιάλιους της Αλεξανδρινής Εκκλησίας διάφορες προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων ήμουν κι εγώ. Βέβαια, όλα ήταν διαφορετικά αφού τίποτα δεν θύμιζε τη «χρυσή εποχή» της Αλεξάνδρειας. Μάλιστα, δεν είχα την ψυχική δύναμη να επισκεφθώ το πατρικό μου σπίτι, ενώ όταν διασχίσαμε με το αυτοκίνητο τη γειτονιά μου έσκυψα κοιτώντας χαμηλά γιατί δεν ήθελα να αντικρίσω τη σημερινή εικόνα παρακμής. Όπως γράφει και ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημά του «Μακρυά»: «Θα ‘θελα αυτήν την μνήμη να την πω... Μα έτσι εσβύσθη πια... σαν τίποτε δεν απομένει – γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται».
• Ήμασταν μια δεμένη οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν βαμβακέμπορος και γι’ αυτό είχε δύο υπηκοότητες, την ελληνική και την ιταλική, την οποία διατηρούσε για λόγους επαγγελματικούς. Δυστυχώς, τον έχασα νωρίς, από ανακοπή καρδιάς, όταν ήμουν στην ηλικία των 15 ετών. Ήταν απών στη φυγή μου από την Αίγυπτο, αλλά ευτυχώς βρήκα τη θαλπωρή στους συγγενείς της μητέρας μου οι οποίοι κατοικούσαν στην πατρίδα. Προφανώς, η πρόωρη απώλειά του είναι μια βαθιά πληγή που σε ακολουθεί στη διάρκεια του βίου. Η μητέρα μου δεν εργάζονταν αλλά ήταν φιλαναγνώστρια. Στο σπίτι μου πάντοτε θυμάμαι τους γονείς μου να τρέφουν μεγάλη αγάπη για το διάβασμα και τα βιβλία. Ως μικρό κοριτσάκι περίμενα στωικά στις ουρές ενός συγκεκριμένου βιβλιοπωλείου από το οποίο αγόραζα όλα τα καινούργια βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα, τα οποία αποτελούσαν τον σύνδεσμό μας με την Ελλάδα. Επίσης, διάβαζα τις μεταφράσεις των αναγνωσμάτων του Ιουλίου Βερν ή ακόμη και κλασικών αριστουργημάτων όπως του Ντοστογιέφσκι. Ο παππούς μου ήταν δάσκαλος ενώ ο θείος μου, αδελφός του πατέρα μου, ήταν ο Διαγόρας Μαλτέζος. Ένα σπουδαίο μυαλό και ένας λόγιος Αλεξανδρινός ο οποίος διατηρούσε προσωπική φιλία με τον Κωνσταντίνο Καβάφη και τον Στρατή Τσίρκα. Του οφείλω ότι μας κληροδότησε μια βιβλιοθήκη-θησαυρό.
• Όταν αποφοίτησα από το Αβερώφειο, ήρθα με υποτροφία στην Αθήνα για σπουδές στο Ιστορικό – Αρχαιολογικό του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για μένα, εκείνη η περίοδος ήταν μια από τις χειρότερες, αφού ένιωθα μια μεγάλη θλίψη. Πέρασα μια δύσκολη υπαρξιακή φάση. Ξέρετε τι σημαίνει να φεύγεις από ένα πρότυπο σχολείο και να έρχεσαι να σπουδάσεις σε ένα βρόμικο πανεπιστήμιο; Την πρώτη μέρα που μπήκα στο αμφιθέατρο «Σπυρίδων Λάμπρου» και είδα ότι δεν υπήρχε θέση για να καθίσεις, την κακή κατάσταση των υποδομών αλλά και τους συνεχείς βανδαλισμούς, που δεν είναι μόνο τωρινό φαινόμενο, ένιωσα μια τεράστια λύπη. Ευτυχώς, το θετικό ήταν ότι δημιούργησα φιλίες χρόνων με σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Άγγελος Δεληβορριάς, ο Γιάννης Γιαννουλόπουλος.
• Ακολούθησε η τραυματική εμπειρία της εκρίζωσης των Ελλήνων της Αιγύπτου με την επικράτηση του Νάσερ. Ολόκληρη η οικογένειά μου ήρθε από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα, ακολουθώντας τη βίαιη έξοδο της ελληνικής κοινότητας από τη χώρα του Νείλου. Είναι ασύγκριτο το συναίσθημα του ξεριζωμού. Αφήσαμε πίσω το σπιτικό μας, πολύτιμα προσωπικά αντικείμενα, ενώ την ίδια στιγμή σχολεία, εκκλησίες, ιδρύματα τερμάτισαν τη λειτουργία τους. Καμιά φορά, ακόμη και σήμερα, βλέπω στα όνειρά μου το δωμάτιο στο πατρικό μου ή άλλα αγαπημένα σημεία. Νομίζω ότι όταν βιώνεις το δράμα του εκτοπισμού, χάνεις ένα μεγάλο κομμάτι της ταυτότητάς σου.
• Κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών μου σπουδών, γνώρισα ένα πρόσωπο που σφράγισε την πορεία μου κι αυτός ήταν ο Διονύσιος Ζακυθηνός. Ένας ευγενής Επτανήσιος και ένας διαπρεπής Έλληνας ιστορικός που ασχολήθηκε με τη βυζαντινή περίοδο και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Όταν, λοιπόν, έμαθε πως καταγόμουν από την Αίγυπτο, με ρώτησε αν γνώριζα την αραβική γλώσσα. Πράγματι, τα μιλούσα πολύ καλά και τον θυμάμαι να μου λέει: «Θα ασχοληθείς με τη σχέση Βυζαντίου και Αράβων». Όμως, οι μνήμες από τον διωγμό της οικογένειάς μου ήταν νωπές και του απάντησα ότι: «Δεν θέλω να έχω καμία σχέση με την Ανατολή, μόνο με τη Δύση». Αυτός ήταν και ο λόγος που το 1965 πήγα με υποτροφία στο Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας και ξεκίνησα την αρχειακή έρευνα.
• Αργότερα, διετέλεσα καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπου δίδαξα το μάθημα της Ιστορίας της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο, ένα γνωστικό αντικείμενο που εισήχθη για πρώτη φορά σε πανεπιστημιακό πρόγραμμα. Πάντοτε θυμάμαι με νοσταλγία τη διδασκαλία στο νησί της Κρήτης, αφού αποτέλεσε για μένα ένα μεστό μάθημα ιστορίας. Εκεί άλλωστε απέκτησα τους πρώτους φοιτητές μου, με τους οποίους διατηρώ έκτοτε συχνή επικοινωνία. Έπειτα, αποφάσισα να μετακομίσω στην πρωτεύουσα ως καθηγήτρια του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών στο ΕΚΠΑ. Παράλληλα, δίδαξα ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε πανεπιστήμια της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας. Ουσιαστικά, αφιέρωσα τα πάντα, ολόκληρη την επιστημονική μου διαδρομή, για τη μελέτη της ιστορίας των Ελλήνων στη διάρκεια της λατινοκρατίας, διερευνώντας ποικίλες όψεις των σχέσεων Δύσης και μεταβυζαντινού ελληνισμού.
• Για μένα, η Βενετία αποτελεί μια πόλη-σταθμό στη διάρκεια του βίου μου. Την πρώτη φορά που την επισκέφθηκα, στις αρχές της δεκαετίας του '60, το βλέμμα μου στράφηκε στο έντονο χρώμα που έλουζε τα κτίρια και τον ουρανό της. Ήταν ένα καλοκαιρινό σούρουπο, όταν με μια παρέα φοιτητών έφτασα με το τρένο από την Αθήνα, μέσω των τότε γιουγκοσλαβικών εδαφών, στον σταθμό της Santa Lucia κι από κει με το βαπορέτο στη μικρή υδάτινη λεκάνη που σχηματίζεται μπροστά στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Θυμάμαι τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος που χρωμάτιζαν τα παλάτια στις όχθες των καναλιών και τις ακτές του Lido. Ήμουν είκοσι χρονών, ενθουσιασμένη από την περιπέτεια της εκδρομής και ανυπόμονη να δω από κοντά όσα μνημεία και έργα τέχνης είχα καταχωρίσει στη μνήμη μου, μέσα από τις σελίδες των βιβλίων που είχα διαβάσει. Δεν θεωρείται τυχαία η πόλη του έρωτα και του θανάτου, της χαράς και της μελαγχολίας.
• Υπήρξα για πολλά χρόνια διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας. Για τους νέους Έλληνες υποτρόφους που έρχονται σε καθημερινή επαφή με τους αρχειακούς θησαυρούς που φυλάγονται στη Βενετία, η πόλη αυτή αποτελεί ένα ανοικτό παράθυρο της ελληνικής επιστήμης στην Ευρώπη. Το ινστιτούτο συγκροτεί μια απύθμενη δεξαμενή ιστορικών πληροφοριών με αρχειακά τεκμήρια, χειρόγραφα, πίνακες και αναμνηστικά αλλά και μια πλούσια σύγχρονη βιβλιοθήκη 28.000 περίπου τίτλων, με σημαντικά βιβλία που αναφέρονται κυρίως στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία.
• Η ιδέα της ίδρυσης ανήκει στον Επτανήσιο διπλωμάτη Μαρίνο Σιγούρο, ο οποίος, όταν υπηρετούσε ως γενικός πρόξενος στη Βενετία, είχε αντιληφθεί ότι ο μόνος τρόπος για να διασωθεί η ιστορική παράδοση του εκεί ελληνισμού ήταν η ίδρυση ενός επιστημονικού ινστιτούτου. Ωστόσο, αντί όλοι να βοηθούν το ίδρυμα στην επιτέλεση του έργου του, επέδειξαν είτε αδιαφορία είτε τις τελευταίες δεκαετίες εχθρική διάθεση. Θέλησαν να το μετατρέψουν σε ένα εξάρτημα του υπουργείου Εξωτερικών και αποτέλεσμα όλων αυτών των ενεργειών ήταν το ινστιτούτο να δυσφημιστεί αναίτια, δύο διευθυντές του, μεταξύ αυτών και εγώ, να συκοφαντηθούν άδικα και το ελληνικό όνομα να αμαυρωθεί στη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
• Δημιουργεί απέραντη θλίψη το ότι η πολιτεία, αντί να φροντίζει με όλες τις δυνάμεις της ένα τέτοιο ίδρυμα, μέσω του υπουργείου Εξωτερικών μάς κατηγόρησε για επιστημονική αδράνεια, κακοδιαχείριση και δυσλειτουργίες. Η δίωξη που έγινε σε βάρος μου αλλά και η επίθεση που είχε εξαπολυθεί εναντίον των ανθρώπων που το ανέδειξαν, όχι μόνο σπίλωσαν την τιμή και δυσφήμησαν την προσφορά τους αλλά κυρίως κατεγράφησαν ως μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της έρευνας στη χώρα μας. Αυτή η ιστορία εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να με πικραίνει.
• Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με υπουργό Εξωτερικών τον Νίκο Κοτζιά, τον οποίο μάλιστα επηρέαζε ένας ανεκδιήγητος σύμβουλος και πρώην πρόξενος στη Βενετία, είχε αποφασίσει να φέρει ένα νομοσχέδιο με βασικό σκοπό φυσικά την πλήρη άλωση του διεθνώς αναγνωρισμένου Ινστιτούτου της Βενετίας καθώς και τη μετατροπή του διευθυντή του σε υποχείριο του εκάστοτε πρέσβη. Μου ζητούσαν απογραφές ενώ είχαν ήδη γίνει και επιδίωκαν με διάφορους τρόπους να δημιουργήσουν σκάνδαλα εξαιτίας διαφόρων σκοπιμοτήτων είτε της Εκκλησίας είτε της πολιτείας. Ουσιαστικά, όλα αυτά έγιναν επειδή το Ινστιτούτο Βενετίας είναι ιδιοκτήτης μιας σημαντικής περιουσίας, την οποία απέκτησε από δωρεά της Ελληνικής Κοινότητος Βενετίας. Επομένως, όλοι αυτοί απέβλεπαν στα περίπου 50 ακίνητα, μεταξύ αυτών αρχιτεκτονικά μνημεία ιδιαίτερης πολιτιστικής σημασίας, όπως ο ναός του Αγίου Γεωργίου, το Μουσείο του Ινστιτούτου και η Φλαγγίνειος Σχολή, στις 300 εικόνες, τα 250 αντικείμενα και σκεύη λατρείας, στο Αρχείο του Ελληνισμού Βενετίας (1498-1953) και στη συλλογή χειρογράφων. Το ανελέητο αυτό κυνήγι αποτελεί ένα ακόμη σύμπτωμα της παρακμής της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
• Σήμερα, ζούμε σε μια εποχή κοινωνικής ανησυχίας. Πολλοί ιστορικοί επισημαίνουν ότι είναι δύσκολο να δώσουμε μια σαφή απάντηση ως προς το γιατί έγιναν οι σταυροφορίες. Να θυμίσουμε ότι αναφερόμαστε σε μια σειρά στρατιωτικών εκστρατειών που οργανώθηκαν από τις χριστιανικές δυνάμεις με σκοπό να ανακτήσουν την Ιερουσαλήμ και τους Αγίους Τόπους από τον έλεγχο των μουσουλμάνων. Το αναφέρω αυτό επειδή μια εκ των απαντήσεων που έχουν δοθεί, μεταξύ άλλων, είναι ότι και τότε κυριαρχούσε μια αναταραχή ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες. Επομένως, για τους ιστορικούς του μέλλοντος πιστεύω ότι η σημερινή περίοδος θα αποδειχθεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διότι συνεχώς βιώνουμε μια αναδιάρθρωση σε πολυάριθμους τομείς.
• Η πολιτική πάντοτε με άφηνε αδιάφορη. Άλλωστε, δεν ανήκω στους ανθρώπους που εμπιστεύονται το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Για την ακρίβεια, θεωρώ ότι κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν επιδιώκει να ενεργοποιηθεί επαγγελματικά στην πολιτική. Στις μέρες μας, με θυμώνει η ανειλικρίνεια των ανθρώπων και η υποκρισία των κοινωνικών συνόλων. Δείτε, για παράδειγμα, το θέμα της πολιτικής ορθότητας το οποίο κι αυτό πλέον έχει περάσει στη σφαίρα της αφάνειας.
• Είναι θλιβερή η ασυδοσία που επικρατεί εδώ και πολλά χρόνια στα ελληνικά πανεπιστήμια. Μια ανεξέλεγκτη αφισορύπανση, διαρκείς καταστροφές εξοπλισμών, παρεμπόριο, διακίνηση ναρκωτικών, καταλήψεις, ξυλοδαρμοί καθηγητών, τραυματισμοί φοιτητών, εισβολή κουκουλοφόρων σε αίθουσες διδασκαλίας. Σε κανένα μέρος του κόσμου δεν συναντάς αυτή την ακατανόητη αδράνεια και την απέραντη ανοχή στην ανομία. Τέτοια κατάντια δεν έχω δει πουθενά, σε όλα τα πανεπιστήμια που δίδαξα. Όλα έχουν γίνει έρμαιο ακραίων ομάδων. Η κομματικοποίηση έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Θυμάμαι ότι πολλές φορές όταν ήμουν καθηγήτρια χρειάστηκε να πάμε σε ξενοδοχείο για να κάνουμε εκλογές για το πρυτανικό συμβούλιο, διότι δεν μπορούσες εντός των τειχών του πανεπιστημίου. Το γεγονός βέβαια ότι μπορεί να ήσουν και αριστερός στις εποχές παντοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ αρκούσε για να σου εξασφαλίσει την εκλογή σου.
• Ο χώρος της παιδείας, γενικά, εξακολουθεί να παραμένει αθεράπευτος. Το επίπεδο της εκπαίδευσης σ’ όλες τις βαθμίδες είναι πολύ χαμηλό. Αυτό οφείλεται στην απουσία γενναίων παρεμβάσεων. Το γεγονός ότι κάθε υπουργός εφαρμόζει και μια διαφορετική μεταρρύθμιση είναι μια από τις πολυάριθμες αιτίες της κυριαρχίας της στασιμότητας και της μετριότητας. Όλα αυτά τα χρόνια δεν πάρθηκε καμία οικουμενική πρωτοβουλία για να μετασχηματιστεί το εκπαιδευτικό σύστημα ώστε να μη θεωρείται άκρως παρωχημένο και αναχρονιστικό.
• Ως πανεπιστημιακός βρέθηκα αντιμέτωπη μ’ όλες αυτές τις στρεβλώσεις και πιστεύω ότι όλα ξεκινούν από το σχολείο. Αναμφίβολα, κυριαρχεί μια κρίση ποιότητας της εκπαίδευσης. Οι μέθοδοι διδασκαλίας είναι ξεπερασμένες, όπως και η μονοκρατορία του ενός βιβλίου, δεν προάγεται η κριτική σκέψη και δεν διδασκόμαστε αρχαία ελληνικά όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες του εξωτερικού. Επίσης, ένα άλλο μεγάλο λάθος είναι ότι εξαιτίας της τεχνολογίας οι γονείς επιδιώκουν να μετατρέπουν τα παιδιά τους σε πολυεργαλεία. Φορτώνουν διαρκώς το πρόγραμμά τους με ξένες γλώσσες, πιάνο, γιόγκα, χόμπι και όλο αυτό τελικά οδηγεί τους νέους σε μια παθητικότητα και μια ασάφεια, πνίγοντας, στο τέλος, τις προσωπικές τους επιθυμίες.
• Στην Ελλάδα οι περισσότεροι δεν είναι ευχαριστημένοι με τη δουλειά που κάνουν και όλο αυτό τους γεμίζει με μιζέρια και κακομοιριά. Γενικά, η ελληνική κοινωνία είναι απείθαρχη και εχθρεύεται καθετί που εμπεριέχει κανόνες ή νόμους. Ναι μεν είμαστε καλοσυνάτοι, έχουμε φιλότιμο, αλλά μας ελκύει αφάνταστα το ραχάτι, το βόλεμα, η οκνηρία και η τεμπελιά. Και δεν είμαστε ο πιο έξυπνος λαός του κόσμου, όπως συνηθίζουμε να διατυμπανίζουμε. Μπορεί η Γιουρσενάρ να έγραφε ότι η παγκόσμια ιστορία αρχίζει από τότε που το ελληνικό πνεύμα εξύπνησε, αλλά προφανώς και δεν αποτελούμε βιολογική συνέχεια των αρχαίων Ελλήνων. Για τον Θεό, δεν ρέει το αίμα του Περικλή στις φλέβες μας. Το μεγαλείο του ελληνισμού έγκειται στο ότι είναι μπολιασμένο από διαφορετικές επιρροές. Η μόνη αδιάκοπη συνέχεια αφορά την πολιτισμική μας παράδοση.
• Η αρχειακή έρευνα προκαλεί στον ερευνητή μια δυνατή συγκίνηση και του χαρίζει μια ικανοποίηση ανάλογη με αυτήν που νιώθει ο αρχαιολόγος με την ανασκαφή. Για τη μελέτη της ιστορίας του βενετοκρατούμενου ελληνικού κόσμου οι δικογραφίες που εντοπίζονται στα διάφορα αρχεία αποτελούν πάντοτε ένα πολύτιμο εργαλείο έρευνας. Δεν μπορώ να σας περιγράψω το συναίσθημά που νιώθω όταν, για παράδειγμα, θα ανοίξω ένα σκονισμένο έγγραφο στο συρτάρι κάποιου αρχείου ή μια κλειστή διαθήκη του 1400 η οποία παραμένει σφραγισμένη με βουλοκέρι. Ή όταν πριν λίγο καιρό μέσα από το τοπικό αρχείο των Κυθήρων βρήκα μια δικογραφία του 1702 η οποία έχει ως θέμα την καταγγελία για απόπειρα βιασμού μιας γυναίκας στο βενετοκρατούμενο νησί των Ιονίων Νήσων. Όπως διαβάζουμε, η γυναίκα αυτή με το όνομα Αννέζα κατήγγειλε τον Τζάνες ότι την είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά και ως πλούσιος είχε τον τρόπο να εμφανίζει τις θέσεις του προς το δικό του συμφέρον. Αντιλαμβάνεστε ότι αυτή είναι μια ιστορία που περιγράφει το αντίστοιχο κίνημα #MeToo της εποχής.
• Την Αθήνα τη θεωρώ μια από τις ωραιότερες πρωτεύουσες, αφού καταφέρνει να συνδυάζει μοναδικά βουνό και θάλασσα. Αγαπώ πολύ τη ζωντάνια της, τους δρόμους και τις γειτονιές. Από την άλλη, με ενοχλεί σφόδρα που πολλές φορές παρατηρείται μια εικόνα παραίτησης. Δεν μπορείς εύκολα να περπατήσεις, τα κτίρια και οι προσόψεις έχουν αφεθεί στη μοίρα τους, βλέπεις παντού αυτοκίνητα παρκαρισμένα αλλά και γενικώς μια ακαλαισθησία. Παρατηρώ τα έργα για τον Μεγάλο Περίπατο και αναρωτιέμαι ποιος λογικός άνθρωπος θα πάρει ένα βιβλίο και θα κάτσει να διαβάσει στην οδό Πανεπιστημίου, έχοντας μπροστά του την ατελείωτη κίνηση των αυτοκινήτων και εισπνέοντας το καυσαέριο. Πολλοί δρόμοι στην καρδιά της πόλης είναι σημεία προς αποφυγή, ακόμη και δίπλα από το κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών, εξαιτίας της διακίνησης ναρκωτικών και της παραβατικότητας.
• Για την επιστημονική μου προσφορά έλαβα πολλές τιμητικές διακρίσεις, όπως ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής. Γνώρισα την πληρότητα, απέκτησα το προνόμιο να αναδιφώ πρωτογενείς πηγές της ιστορίας, αναζήτησα επιμελώς τα χνάρια του βενετικού παρελθόντος και θέλω να πιστεύω ότι έχω προσφέρει τα μέγιστα στην επιστήμη της μεσαιωνικής και νεότερης ιστορίας.
• Ήταν προσωπική μου επιλογή να μην κάνω οικογένεια, επειδή δεν τη θεωρώ απαραίτητη κατάληξη ενός έρωτα. Δεν πιστεύω στην ευτυχία αλλά στις χαρούμενες στιγμές. Ποτέ δεν αισθάνθηκα μοναξιά, μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω, ενώ οι ορειβατικές πεζοπορίες μού έχουν προσφέρει υπέροχες εμπειρίες. Δεν με τρομάζει το τέλος, ούτε φοβάμαι τον θάνατο. Αυτό που δεν επιθυμώ είναι τον βασανιστικό θάνατο και την ανημπόρια. Ένα μεγάλο λάθος μου ήταν η κακή εκτίμηση μερικών ανθρώπων, τους οποίους, λόγω του χαρακτήρα μου, εμπιστεύτηκα και στήριξα αλλά εκ των υστέρων συνειδητοποίησα ότι δεν έπρεπε. Θεωρώ ότι το πιο σημαντικό στη ζωή είναι η καλλιέπεια του πνεύματος γιατί διευρύνει τους ορίζοντές σου και σου μαθαίνει να γνωρίζεις τον εαυτό σου, άρα να κατανοείς καλύτερα και τους άλλους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.