Η Ειρήνη Καραγιαννοπούλου είναι εικαστικός με πλούσιο καλλιτεχνικό έργο και πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε γκαλερί της Ελλάδας και του κόσμου. Τα έργα της περιλαμβάνουν πίνακες ζωγραφικής, σχέδια, κολάζ, animation, ταινίες μικρού μήκους, επεμβάσεις πάνω σε vintage soft-porn εικόνες που συλλέγει, εκδόσεις, όπως το femzine «Janus», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε το δεύτερο τεύχος του και εγκαινιάστηκε με εκθέσεις ταυτόχρονα στο Hyper Hypo στην Αθήνα και στο Artsy στο Λονδίνο.
Η Ειρήνη έχει έτοιμη την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, που θα προβληθεί τον Μάρτιο, και ετοιμάζει μια νέα προσωπική έκθεση στην γκαλερί A.Antonopoulou Art. Αυτήν τη στιγμή στο ξενοδοχείο Μοna Athens εκτίθενται τα έργα που έφτιαξε κατά τη διάρκεια της καραντίνας συνεργαζόμενη με δύο Γαλλίδες με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο.
Το Janus, το οποίο βρίσκεται ήδη στη βιβλιοθήκη του MoMa στη Νέα Υόρκη, είναι ένα πρότζεκτ που κάνει με τη συμμετοχή φίλων. Στο δεύτερο τεύχος τα κείμενα έχει επιλέξει η Χριστίνα Πετκοπούλου, αποσπάσματα από τραγούδια που ήταν χιτ το 1964 και από cult βιβλία που σήμερα είναι μάλλον αμφιλεγόμενα, όπως το «Secrets of Loveliness» της Kay Thomas, ένα βιβλίο που επηρέασε πολλά κορίτσια τις δεκαετίες '60 και '70.
— Πες μου μερικά πράγματα για σένα.
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, εκεί μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο, αλλά μετά έφυγα. Δεν έδωσα καν εξετάσεις στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Ελλάδα, πήγα κατευθείαν στη Γαλλία. Πάντα ήθελα να ασχοληθώ με τα εικαστικά, από έξι ετών. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν υπήρχε άλλη επιλογή. Σπούδασα στη Σχολή Καλών Τεχνών και Design της Saint-Étienne, που είναι μια πολύ μικρή και βαρετή πόλη κοντά στη Λυών. Η σχολή, όμως, ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και αρκετά δύσκολη.
Μετά τη Γαλλία, και αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, πήρα μια καταπληκτική υποτροφία από το γαλλικό κράτος. Με έστειλαν για δώδεκα μήνες στην Καρλσρούη, στη νότια Γερμανία, μια υπέροχη πόλη, μικρή πάλι. Στην ουσία με έστειλαν στον Μέλανα Δρυμό, σε ένα παράρτημα της σχολής μέσα στο δάσος, το οποίο λεγόταν «το σπιτάκι των κυνηγών». Έμενα σε ένα τεράστιο στούντιο, σε έναν πάρα πολύ ωραίο χώρο, με τρελό budget, για να κάνω ό,τι θέλω, να αγοράζω τα υλικά μου, να ταξιδεύω από δω και από κει κ.λπ., ετοιμάζοντας την πρώτη μου ατομική έκθεση. Αλλά ήμουν είκοσι χιλιόμετρα από την πόλη, χωρίς να οδηγώ, μέσα στα χιόνια, πάρα πολύ μόνη μου.
Είναι από τις πιο δύσκολες εμπειρίες μου γιατί ήμουν τελείως μόνη σε μια ξένη χώρα, χωρίς να μιλάω τη γλώσσα, δεν υπήρχαν και κινητά για να επικοινωνώ με τους δικούς μου και τους φίλους μου, μιλάμε για πριν από το 2000, αλλά είχε ενδιαφέρον.
Στην Ελλάδα δεν γύρισα αμέσως. Μετά τη Γερμανία πήγα στη Νέα Υόρκη, γιατί καλή ήταν η ζωή στη μικρή πόλη και τα δάση, με μοναχικότητα και δημιουργία, αλλά ήθελα να δω και κανένα μουσείο, καμιά έκθεση, να πάω σε πάρτι, να κάνω πράγματα που κάνεις όταν είσαι είκοσι τριών. Ήθελα να δω τι γίνεται και στη μητρόπολη. Σ
τη Νέα Υόρκη τα έκανα όλα, πήγα σε όλες τις εκθέσεις, πήγα σε όλα τα πάρτι, γνώρισα τον Leo Castelli, είδα τον Lou Reed και τον David Bowie και μιλήσαμε ‒ έχω και αυτόγραφο του Lou Reed που λέει «στην Ειρήνη, με αγάπη». Λίγο πριν από το 2000 γύρισα. Πήγα αρχικά στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινα δύο χρόνια, και μετά στην Αθήνα. Από τότε είμαι εδώ.
Μπορεί ένα περιβάλλον να είναι εξίσου σκληρό και για ένα αγόρι, αλλά να σου πω ένα πράγμα που δεν τον λαμβάνουν υπόψη οι άντρες: Ένα κορίτσι, από τα έντεκα-δώδεκα και μέχρι να γίνει 45-50, αιμορραγεί κάποιες μέρες κάθε μήνα, αποκτά στήθος και δεν ξέρει πώς να σταθεί και πού να βάλει τα χέρια του. Βάλε οποιοδήποτε 12χρονο αγόρι, με το μυαλό που κουβαλάει, να αιμορραγεί και να πονάει αλλά να πρέπει να πηγαίνει και σχολείο, να κάνει γυμναστική, και να μην υπάρχει καμία μέριμνα γι’ αυτό.
— Πες μου, αρχικά, πώς προέκυψε το «Janus», που είναι και η αφορμή γι’ αυτήν τη συνέντευξη.
Το Janus (Τζάνους), που στα ελληνικά είναι ο Ιανός, ο θεός των Ρωμαίων, έχει έναν πολύ αστείο λόγο ύπαρξης. Τη δεκαετία του ’70 υπήρχαν δύο περιοδικά με αυτό το όνομα, το ένα ήταν αμερικανικό, έβγαινε στο Mάντισον του Ουισκόνσιν και ήταν φεμινιστικό, queer, science fiction φανζίν, το οποίο είχε σχέση και με την ποίηση, και το άλλο ήταν σαδομαζοχιστικό soft porn made in London.
Όταν έμαθα για την ύπαρξη των δύο αυτών διαφορετικών περιοδικών, που το ένα βρίσκεται στον αντίποδα του άλλου, αποφάσισα να κάνω κάτι στον ενδιάμεσο χώρο. Να πάρω, δηλαδή, στοιχεία και από τα δύο και να φτιάξω κάτι υβριδικό, δικό μου. Αυτές οι επανορθωτικές ενέργειες –δηλαδή αυτό που κάνω με τις πολύ σεξιστικές εικόνες που βρίσκω σε vintage soft-porn περιοδικά‒ είναι μια πολιτική πράξη που εξαρτάται από το φύλο του ανθρώπου που πράττει.
— Εξαρτάται από το ποιος κάνει την πράξη και όχι από την πράξη καθαυτή;
Ο τρόπος που εγώ ανταποκρίνομαι σε αυτό το υλικό είναι εντελώς διαφορετικός από τον τρόπο που αυτό το υλικό το χρησιμοποιούσε ένα αγόρι τη δεκαετία του ’60 ‒ το έπαιρνε και κλεινόταν στο μπάνιο. Εγώ παίρνω αυτό το υλικό και του δίνω μια δεύτερη ευκαιρία, μια δεύτερη ζωή. Είναι μια διορθωτική-επανορθωτική ενέργεια.
Αυτά τα κορίτσια τα αντιμετωπίζω με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο, ακυρώνοντας στην ουσία όλο αυτό το ταξίδι μέχρι το κλικ της μηχανής, γιατί πάντοτε αναρωτιέσαι πώς αυτό το κορίτσι βρέθηκε εκεί, ποια είναι η ιστορία του, για ποιον λόγο το κάνει, π.χ. από ευχαρίστηση; Δηλαδή χαίρεται που είναι γυμνή μπροστά σε χιλιάδες ή εκατομμύρια ενίοτε αδηφάγα μάτια;
Κάποτε ήταν αυτονόητο ότι υπάρχουν κάποια τέτοια «βρόμικα» κορίτσια, τα οποία φωτογραφίζονται και είναι τσούλες, και μέχρι εκεί. Τώρα πια μπορούμε να αναρωτηθούμε και μπορούμε να το πάμε λίγο πιο πέρα. Και αυτό που κάνω στην ουσία είναι λίγο σαν να δίνω «τροφή για σκέψη», γιατί θεωρώ ότι η τέχνη είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας, που όμως μιλάει, έχει φωνή.
Στην ουσία θέλω να μιλήσω για κάποια πράγματα και το κάνω με αυτόν τον τρόπο, γιατί το ίδιο συμβαίνει και στη βιομηχανία του πορνό σήμερα. Υπάρχουν κορίτσια τα οποία πείθονται ότι θα γίνουν πάρα πολύ διάσημα και πλούσια, και στο τέλος φυσικά όλα αυτά ματαιώνονται. Μένουν μόνο αυτές οι αποδείξεις της γυμνής στιγμής.
— Τι σημαίνει «φεμινιστικό φανζίν»;
Δεν είναι φεμινιστικό φανζίν, είναι femzine! Μου αρέσουν γενικά τα λογοπαίγνια, μου αρέσει να δημιουργώ καινούργιες λέξεις. Για παράδειγμα, η προηγούμενή μου έκθεση στην Ελλάδα ήταν στην γκαλερί Αντωνοπούλου και λεγόταν «Hotberg». Μου αρέσει πάρα πολύ να παίζω με τη γλώσσα και να δοκιμάζω τα όριά της, μέχρι πού μπορείς να σπρώξεις και τι μπορεί να προκύψει.
Ο όρος femzine προφανώς έχει να κάνει και με τον φεμινισμό και με τα φανζίν, απλώς είναι λιγάκι σεξιστικός, με την καλή έννοια. Είναι, δηλαδή, ένα φανζίν το οποίο έχει πολύ έντονο το γυναικείο και το φεμινιστικό στοιχείο και ήθελα αυτό να φαίνεται στον τίτλο, κάτω από το όνομα του περιοδικού να υπάρχει αυτή η ταυτότητα, αυτή η σφραγίδα. Για μένα ήταν πάρα πολύ σημαντικό.
Με την πρώτη ματιά βλέπεις το εξώφυλλο και είναι αυτό, δεν είναι κάτι άλλο. Είναι και λίγο σαν οδηγίες χρήσης γι’ αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει, γιατί το βλέπεις από διαφορετική οπτική γωνία αν ξέρεις ότι έτσι αυτοχαρακτηρίζεται.
— Έχει φύλο η τέχνη;
Πριν από δεκαπέντε χρόνια που ήρθα στην Αθήνα δεν υπήρχε ούτε μια έκθεση που να περιλαμβάνει γυναίκες, εάν ήσουν γυναίκα και πήγαινες σε μια γκαλερί να δείξεις τη δουλειά σου, σου έλεγαν «εσύ θα παντρευτείς, θα κάνεις παιδιά, το πολύ δυο-τρία χρόνια θα κρατήσει αυτό που μου δείχνεις, δεν με ενδιαφέρει να σε εκθέσω». Και τώρα πηγαίνεις σχεδόν σε όλα τα μουσεία και σε όλες τις γκαλερί και βλέπεις ότι προσπαθούν να έχουν γυναίκες καλλιτέχνες.
— Στη Βενετία πέρσι τα έργα, κατά 90%, ήταν γυναικών καλλιτεχνών. Από τη μία είναι καλό που συμβαίνει, αλλά πόσο σωστό είναι να υπάρχει ποσόστωση, γενικά, όχι μόνο στην τέχνη;
Συμφωνώ απόλυτα ότι δεν θα έπρεπε να έχει σημασία το φύλο, από την άλλη, όμως, η Ιστορία της Τέχνης έχει γραφτεί μόνο από άντρες, τόσο κριτικούς όσο και καλλιτέχνες. Οι γυναίκες ήταν υποδεέστερες, ο ρόλος τους ήταν απλώς ανύπαρκτος, έτσι σήμερα αφενός υπάρχει μια τάση επανόρθωσης, που εννοείται ότι την επικροτώ, αφετέρου υπάρχει το politically correct, δηλαδή δεν πρέπει να πεις αυτό, δεν πρέπει να κάνεις το άλλο, πρέπει να είναι 50% γυναίκες και 50% άντρες. Είναι όμως πάρα πολύ καλές και καλοί όσες και όσοι αποτελούν αυτό το 50%; Θέλει κριτικό πνεύμα όπου και να βρίσκεσαι, αλλιώς δεν γίνεται δουλειά.
Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο δημιουργείς τον χώρο που μπορούν να γεμίσουν οι γυναίκες, οι καλλιτέχνιδες, οι πολιτικοί, οι εργαζόμενες, οι μητέρες. Αν δεν τον δημιουργήσεις τον χώρο, θα παραμείνουν στην αφάνεια. Και είναι πολύ ωραίο που, επιτέλους, υπάρχει αυτό το βήμα για τις γυναικείες φωνές, ανεξαρτήτως χώρου, γιατί είναι πάρα πολλά τα μέτωπα, πάρα πολλές οι ελλείψεις και πάρα πολύ μικρό το ποσοστό γυναικείας συμμετοχής σε οτιδήποτε, και στα δημόσια αξιώματα. Η χαμηλή δημοτικότητα της Προέδρου της Δημοκρατίας δείχνει ότι η κοινωνία μας δεν είναι έτοιμη για μια γυναίκα πρόεδρο.
— Επιστρέφοντας στο φανζίν σου, καθετί πρέπει να το κρίνεις στο πλαίσιο της εποχής που δημιουργήθηκε;
Εκ των πραγμάτων το κρίνεις με το δικό σου το μυαλό, το οποίο ζει σε μια συγκεκριμένη εποχή, αυτή στην οποία γεννήθηκες, μεγάλωσες, γαλουχήθηκες, οπότε υπάρχει ούτως ή άλλως η συνθήκη αυτή, από την οποία δεν μπορείς να αποδεσμευτείς.
Το γυναικείο κορμί έχει υποφέρει πολύ από την τέχνη. Όλα τα έργα τέχνης έχουν ως θέμα το γυναικείο σώμα και το γυναικείο σώμα το παρατηρεί πάντα το αντρικό βλέμμα. Αυτή η συνθήκη είναι εκεί, ακόμα και σήμερα, και απλώς υπάρχουν κάποιες γυναίκες που προσπαθούν να σπρώξουν λίγο το αντρικό βλέμμα και να το αντικαταστήσουν με το δικό τους.
— Κάποια από τα κείμενα του δεύτερου τεύχους του «Janus» προέρχονται από ένα βιβλίο που ήταν τεράστιο μπεστ-σέλερ την εποχή που εκδόθηκε, το 1964, αλλά σήμερα θεωρείται ξεπερασμένο και σεξιστικό. Αναφέρομαι στο «Secrets of Loveliness» της Kay Thomas που έδινε συμβουλές ομορφιάς «εσωτερικής και εξωτερικής» στα νέα κορίτσια, να είναι υποτακτικές και να μην υψώνουν φωνή, να μην έχουν παραπάνω κιλά, να μη φοράνε ανδρικά ενδύματα, να μη λούζονται συχνότερα από δύο φορές τον μήνα. Μιλάμε για τότε που το πρότυπο της ομορφιάς ήταν η ξανθιά και γαλανομάτα δουλοπρεπής κοπέλα.
Δεν είναι το μοναδικό τέτοιο βιβλίο, ασχέτως του αν αυτό έχει γίνει μπεστ-σέλερ και τελικά επιλέχθηκε από τη Χριστίνα Πετκοπούλου για τα κείμενα του «Janus». Τα περιοδικά στα οποία παρεμβαίνω με τη ζωγραφική μου είναι γεμάτα αντίστοιχα παραδείγματα και θεωρώ ότι αυτή η δουλειά είναι ένα κοινωνιολογικό πείραμα.
Σκεφτείτε τι πραγματικά καταλαβαίνουμε όταν διαβάζουμε μια διαφήμιση τσιγάρων του ’50 που απευθύνεται σε μια νεαρή κοπέλα και της λέει «το αφεντικό σου είναι γάιδαρος, σου έχει ζαλίσει τ’ αυτιά, κάνε ένα τσιγάρο και συνέχισε τη δουλειά σου ήρεμα και ωραία» ή τη διαφήμιση μιας γραφομηχανής που δείχνει μια κοπέλα με δεμένα χέρια και το σλόγκαν λέει «μια γυναίκα με δεμένα χέρια μπορεί να κάνει αυτό, φανταστείτε τι μπορεί να κάνει με λυτά τα χέρια» ‒ και μιλάει για τη γραμματέα. Αυτά ήταν όντως ok τότε, όταν κυκλοφορούσαν. Είναι απίστευτο.
Νομίζω ότι κάθε κοινωνία οφείλει να βλέπει τις προηγούμενες με κριτικό βλέμμα, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να υπάρχει ούτε συνέχεια ούτε βελτίωση.
— Έχεις υποστεί ποτέ διακρίσεις λόγω φύλου;
Εννοείται. Μη βλέπεις που τώρα υπάρχουν πάρα πολλές γυναίκες στις εκθέσεις.
— Υποτίθεται ότι είναι πιο προοδευτικός ο καλλιτεχνικός χώρος.
Ας γελάσω. Είναι μια τάση να είμαστε προοδευτικοί και να θέλουμε να το δείχνουμε, αλλά βαθιά μέσα μας είμαστε τελείως οριενταλιστές, μερικά πράγματα είναι στο DNA μας. Έχω βιώσει πάρα πολύ μεγάλο ρατσισμό λόγω του ότι είμαι γυναίκα, και από γυναίκες και από άντρες. Το γεγονός ότι μια γυναίκα πρέπει να δουλέψει πολύ περισσότερο από έναν άντρα για να επιβληθεί, για να αποδείξει ότι είναι καλή στη δουλειά της, αρκεί για να την κάνει λίγο πιο στρίγκλα από οποιονδήποτε άρρενα συνάδελφο. Αυτό είναι μια συνθήκη προβληματική, αν το σκεφτείς.
Όταν έδειχνα τη δουλειά μου στα είκοσι τρία μου, στην Ελλάδα ειδικά, άκουσα πάρα πολλές φορές ότι δεν θα έχω συνέχεια επειδή θα κάνω οικογένεια. Ήταν στίγμα να είσαι γυναίκα και να είσαι καλλιτέχνις στην Ελλάδα λίγο πριν από το 2000.
— Αυτήν τη στιγμή ποιος πιστεύεις ότι περνάει πιο δύσκολα, ένα αγόρι ή ένα κορίτσι; Δεδομένης την κοινωνία όπου ζούμε και του δημόσιου σχολείου…
Έχει να κάνει με τον χαρακτήρα νομίζω. Γενικά, πιστεύω πως σημασία δεν έχει τι μας συμβαίνει αλλά πώς το διαχειριζόμαστε. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν έξι ετών, για μένα ήταν μια πολύ τραυματική εμπειρία, την οποία πληρώνω μέχρι και σήμερα. Κάποιος άλλος θα σου πει «χώρισαν οι γονείς μου, so fucking what;». Κάποιοι είναι πιο ευαίσθητοι από κάποιος άλλους.
Μπορεί ένα περιβάλλον να είναι εξίσου σκληρό και για ένα αγόρι, αλλά να σου πω ένα πράγμα που δεν το λαμβάνουν υπόψη οι άντρες: Ένα κορίτσι, από τα έντεκα-δώδεκα και μέχρι να γίνει 45-50, αιμορραγεί κάποιες μέρες κάθε μήνα, αποκτά στήθος και δεν ξέρει πώς να σταθεί και πού να βάλει τα χέρια του. Βάλε οποιοδήποτε 12χρονο αγόρι, με το μυαλό που κουβαλάει, να αιμορραγεί και να πονάει αλλά να πρέπει να πηγαίνει και σχολείο, να κάνει γυμναστική, και να μην υπάρχει καμία μέριμνα γι’ αυτό.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δεν ήθελα καθόλου να πηγαίνω σχολείο, με το ζόρι πήγαινα, το μόνο που ήθελα ήταν να ζωγραφίζω. Και με έβαζαν να μαθαίνω μαθηματικά επειδή έτσι έπρεπε.
Πρέπει να είσαι τρομερά τυχερός για να δεχτεί η οικογένειά σου το ότι θέλεις να γίνει καλλιτέχνης. Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που θα ήθελαν να γίνουν καλλιτέχνες, αλλά δεν τα κατάφεραν, γιατί η οικογένειά τους δεν το θεωρούσε πρέπον. Ελπίζω να έχει αλλάξει τώρα αυτό.
— Ο λευκός καμβάς είναι κάτι που αποφεύγεις;
Τον χρησιμοποιώ πάρα πολύ! Γιατί, εκτός από τις εικόνες στις οποίες παρεμβαίνω, υπάρχουν και οι άλλες, οι οποίες είναι εντελώς δικές μου. Αν κοιτάξεις πίσω σου θα δεις κάποια έργα που στεγνώνουν στον τοίχο και πρόκειται να δείξω στην καινούργια μου έκθεση, στις 16 Μαρτίου, πάλι στην γκαλερί Αντωνοπούλου. Μόνο που αυτήν τη φορά έχω προσκαλέσει δύο Γαλλίδες, το παριζιάνικο καλλιτεχνικό δίδυμο Hippolyte Hentgen, που δουλεύουν μαζί, με τέσσερα χέρια, ως guest στην έκθεσή μου που θα λέγεται «Light snacks and heavy make-up» και θα παρουσιάσουμε ταινίες, κολάζ, ζωγραφική και άλλα πολλά.
Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον αυτή η έκθεση γιατί δουλεύουμε με αφορμή την ποπ κουλτούρα και οι ταινίες, τα κολάζ και η ζωγραφική μας έχουν να κάνουν με τον κόσμο των κόμικ, των περιοδικών και των προτύπων που μας επιβάλλονται από αριστερά και δεξιά, τι σημαίνει να είσαι γυναίκα το 2023, τι σήμαινε το 1960. Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί σε μία έκθεση.
Αυτήν τη στιγμή έχουμε κι άλλη μια έκθεση μαζί, την «Cocktail Hotell Astronaut» –που ήταν ένα σκανδιναβικό soft-porn της δεκαετίας του ’60‒, στο ξενοδοχείο Μοna Athens, στην οδό Κακουργοδικείου 4, σε επιμέλεια Ευτυχίας Στεφανίδη. Έχει έργα που ζωγραφίσαμε συνεργατικά οι Lina Hentgen & Gaelle Hippolyte κι εγώ μέσα στην καραντίνα, μέσω αλληλογραφίας, Zoom κ.λπ.
— Το έχουμε παρακάνει με τις λέξεις;
Εξυπακούεται. Δεν τολμάς να πεις τίποτα. Οι λέξεις, ωστόσο, πάντοτε χρειάζονται, γιατί στην ουσία και η τέχνη μια γλώσσα είναι και καλό είναι να σκεφτόμαστε. Και σκεφτόμαστε συνήθως χρησιμοποιώντας λέξεις, όχι μόνο εικόνες.
Η σχολή της Saint-Étienne που τελείωσα είχε αυτό το καλό, ότι δεν μπορούσες να δείξεις ένα έργο σου χωρίς να εξηγήσεις τι ήθελες να κάνεις και με ποιον τρόπο προσπάθησες να το πετύχεις. Κι αυτό με βοήθησε πάρα πολύ στο να βλέπω κριτικά την τέχνη, τα πράγματα γύρω μου, αλλά, πάνω απ’ όλα, τον ίδιο μου τον εαυτό. Με βοηθάει να καταλάβω προς τα πού πηγαίνω και τι είναι αυτό που θέλω να εκφράσω. Αλλά το έχουμε παρακάνει κάπως, είναι αλήθεια.
— Πες μου για την ταινία που ετοιμάσατε ως Twin Automat.
Έχουμε μόλις ολοκληρώσει την πρώτη μας ταινία μεγάλου μήκους, η οποία είναι κατά 70% animation και μιλάει για το Άγιο Όρος για πρώτη φορά από μια γυναικεία οπτική γωνία. Μιλάμε για έναν τόπο στον οποίο απαγορεύεται να βρεθούμε, συζητώντας μόνο με γυναίκες και προσπαθώντας να δούμε πώς οι Ελληνίδες ονειρεύονται, φαντάζονται αυτόν τον τόπο και τι γνώμη έχουν για το γεγονός ότι δεν μπορούν να τον επισκεφτούν. Οπότε μιλάμε με μια μοναχή, με μια γυναίκα που είναι τελείως άθεη, με γυναίκες από διαφορετικό υπόβαθρο, διαφορετικών ηλικιών ‒ συνολικά είναι είκοσι πέντε. Όλες είναι ανώνυμες, βασικά θέλουμε να δώσουμε μια γυναικεία φωνή που να αποτελείται από διαφορετικές απόψεις.
Δεν μας έδωσε κανείς χρήματα για να δουλέψουμε αυτό το πρότζεκτ, γιατί δεν ήθελαν διαφορετικές φωνές, ήθελαν ή υπέρ ή κατά, δεν ήθελαν ο θεατής να βάλει το μυαλό του να σκεφτεί. Αυτό, όμως, ήταν που θέλαμε εγώ και η συνεργάτις μου. Και στο τέλος της ταινίας ο θεατής θα καθίσει και θα σκεφτεί λιγάκι γιατί κάτι που είναι σεξιστικό αλλά δεδομένο στην Ελλάδα. Σε αυτήν τη μικρή χώρα υπάρχει ένα μέρος το οποίο είναι τρεις φορές σαν το Μανχάταν, είναι το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου και απαγορεύει την είσοδο στις γυναίκες. Δεν μπορεί να πάει ούτε η μαμά των μοναχών, ούτε η γιαγιά τους, κι ας έχουν βγει όλοι από το ίδιο σημείο μιας γυναίκας.
— Γιατί κάνεις τέχνη;
Δεν θα σου πω επειδή δεν μπορώ να κάνω οτιδήποτε άλλο, θέλω μόνο να πω ότι είμαι πάρα πολύ τυχερή που κάνω τέχνη. Δεν με ενδιαφέρει να βγάλω λεφτά από αυτό αλλά να συνεχίσω να το κάνω μέχρι να πεθάνω. Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο στη ζωή μου εκτός από αυτό το δικαίωμα.
To Janus II είναι διαθέσιμο στο Hyper Hypo, Βορέου 10, Μοναστηράκι.
Η έκθεση «Cocktail Hotell Astronaut» σε επιμέλεια της Ευτυχίας Στεφανίδη, με έργα που ζωγράφισε η Ειρήνη σε συνεργασία με τις Lina Hentgen & Gaelle Hippolyte φιλοξενείται στο ξενοδοχείο Μοna Athens, στην οδό Κακουργοδικείου 4.
Η επόμενη προσωπική έκθεση της Ειρήνης Light snacks and heavy make-up θα γίνει στις 16/3 στην A.Antonopoulou Art. με guests το καλλιτεχνικό δίδυμο Hippolyte Hentgen.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.