Κυκλοφορούν πολλά μουσικά βιβλία τον τελευταίο καιρό. Καλό είναι αυτό. Θετικό.
Το ν’ ακούς μουσική, και να ασχολείσαι με την μουσική, δεν είναι μια απλή διαδικασία. Και τούτο οι μουσικόφιλοι το ξέρουν από παλιά. Μαζί με τις ακροάσεις χρειάζονται και θεωρητικά στηρίγματα, γραπτές γνώμες που να μπορούν να επεκτείνουν όλα εκείνα που ακούς προς άλλες σφαίρες.
Τα μουσικά βιβλία, τα καλά μουσικά βιβλία, προσφέρουν καινούρια εναύσματα, ανοίγουν νέες πόρτες, προς άγνωστα ή τέλος πάντων προς απρόβλεπτα περιβάλλοντα και αυτό μόνο θετικά μπορεί να δράσει προς τους φίλους της μουσικής, καθώς συγχωνεύονται ήχοι και κείμενα δημιουργώντας νέα πλαίσια αναφοράς.
Τέσσερα πρόσφατα μουσικά βιβλία παρουσιάζουμε στη συνέχεια, με την σειρά που έφθασαν στα χέρια μας (η σειρά δηλαδή δεν είναι ούτε αξιολογική, ούτε αλφαβητική, ούτε σχετίζεται με τον χρόνο έκδοσής τους).
ΝΙΚΟΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ
Playback – 33 και 1/3 χρόνια κείμενα
[Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης – Πυξίδα της Πόλης, Χανιά 12/2021]
Το όνομα του Νίκου Πετρουλάκη είναι πολύ οικείο, σε όσους ασχολούνται με την «ξένη» μουσική (στην Ελλάδα).
Οι πιο φανατικοί μουσικόφιλοι θα θυμούνται σίγουρα τα κείμενά του στο περιοδικό «Μουσική», της δεκαετίας του ’80 και βεβαίως, πιο μετά, στο «Ποπ & Ροκ» ή και στο “ZOO”, στα χρόνια του ’90 πια.
Φυσικά, πολλοί θα είναι αυτοί, που θα θυμούνται τον Ν. Πετρουλάκη ως «μουσικογραφιά» και στις εφημερίδες («Το Βήμα», «Ελευθεροτυπία»), ενώ σε όλους τους προηγούμενους θα πρέπει να γίνει λόγος και για τους ακροατές του στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, από τους οποίους έχει περάσει ως παραγωγός σχετικών προγραμμάτων (Capital, Εν Λευκώ, Rock FM, Στο Κόκκινο 105, 5 κ.λπ.).
Προσωπικά, θυμάμαι τον Νίκο Πετρουλάκη από το ξεκίνημά του στη «Μουσική», στα χρόνια του ’80, ενώ τον γνώρισα και από κοντά ως μαγαζάτορα, ως συνιδιοκτήτη δισκάδικου, στην αρχή στο Playback (στο υπόγειο της Μαντζάρου και εν συνεχεία στην Διδότου & Δελφών) και μετά στο Rock & Roll Circus (Σίνα). Όλα τούτα στο δεύτερο μισό των 90s.
Θέλω να πω, με τα προηγούμενα, πως ο Ν. Πετρουλάκης έχει φάει την «ξένη» μουσική με το κουτάλι και από πολλές θέσεις –δηλαδή απ’ όλες–, καθώς έχει δουλέψει και ως DJ σε μπαρ, ενώ έχει υπάρξει και στέλεχος δισκογραφικών εταιρειών (Virgin, PolyGram).
Τι δεν είχε κάνει έως σήμερα ο Νίκος Πετρουλάκης, σε σχέση με την μουσική; Δεν είχε βγάλει ένα βιβλίο. Το κάνει όμως τώρα, κι αυτό, μέσω του «Playback – 33 και 1/3 χρόνια κείμενα», με σταχυολογημένα άρθρα του από τα «Ποπ & Ροκ», “ΖΟΟ”, «Το Βήμα / BHMagazino», «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία / &7», “SONIK”, «Δίφωνο», “FLIX.gr”, «Θεατής», “Cover Story”, “Billboard Greece”, “rockandrollcircus.gr” κ.λπ.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως το βιβλίο, που έχει εξαιρετική σχεδίαση (Inglelandi Digital Agency), δείχνει «τεράστιο», καθώς αναπτύσσεται σε 470 σελίδες, όμως ο όγκος του δεν θα πρέπει να... ξεγελάσει τον αναγνώστη.
Ο Νίκος Πετρουλάκης είναι fan της «ξένης» μουσικής, θα πρέπει να το πούμε αυτό εγκαίρως, και βασικά της αγγλοαμερικανικής. Αυτό σημαίνει πως δεν τον απασχολεί καθόλου στο βιβλίο ή σχεδόν καθόλου η ελληνική μουσική (ούτε καν το δυτικό κομμάτι της).
Το βιβλίο είναι «άνετα» τυπωμένο, με «επαρκή» γραμματοσειρά (αν και τα γράμματα θα τα ήθελα πιο «πατημένα»), με κενά ανάμεσα στις παραγράφους και με κενά ανάμεσα στα κεφάλαια, που είναι 8 και στα υποκεφάλαια, που είναι 87(!), και που αντιστοιχούν σε 87 μουσικά κείμενα. Κατά μέσο όρο, δηλαδή, σε κάθε υποκεφάλαιο αναλογούν 5 σελίδες.
Αυτό, κάνει το βιβλίο του Νίκου Πετρουλάκη να διαβάζεται και ανεξάρτητα (μπορείς να διαβάσεις πρώτο όποιο υποκεφάλαιο προτιμάς) και κυρίως εύκολα. Άρα, λοιπόν, οι 470 σελίδες, στην πράξη, κατά την διαδικασία της ανάγνωσης, συμπυκνώνονται – κάτι που είναι, μάλλον, προς όφελος του βιβλίου.
Ο Νίκος Πετρουλάκης είναι fan της «ξένης» μουσικής, θα πρέπει να το πούμε αυτό εγκαίρως, και βασικά της αγγλοαμερικανικής. Αυτό σημαίνει πως δεν τον απασχολεί καθόλου στο βιβλίο ή σχεδόν καθόλου η ελληνική μουσική (ούτε καν το δυτικό κομμάτι της).
Επίσης, θα πρέπει να σημειώσουμε πως και σε σχέση με την αγγλοαμερικανική μουσική υπάρχουν σαφείς προτιμήσεις προς εποχές και στυλ.
Είναι φανερό, δηλαδή, πως ο Νίκος Πετρουλάκης έλκεται και από το ροκ, ψυχεδελικό ή άλλο, και από την «μαύρη μουσική» (soul, funk, jazz, blues), και από την pop της εποχής (sixties βασικά), και από το folk, ενώ περιστασιακώς και μόνο ασχολείται με το punk, το new-wave, το grunge και ό,τι τέλος πάντων επακολούθησε, από τα 90s και μετά.
Η γραφή του Νίκου Πετρουλάκη είναι στρωτή, αλλά με τάση... λογοτεχνίζουσα.
Θέλουμε να πούμε πως τα κείμενά του, ιδίως αυτά για «Το Βήμα», είναι γραμμένα για τον «πολύ κόσμο» –δεν το λέμε για κακό αυτό, ως διαπίστωση το σημειώνουμε– με τον συγγραφέα να επιχειρεί να δημιουργήσει ένα περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα μπορούσε να συνυπάρξει κάποια έρευνα-πληροφορία, μαζί με την ανάπτυξη μιας ιστορίας.
Ήδη από το πρώτο κείμενο, που αποκαλείται “Long Live The King” και που είναι αφιερωμένο στον Elvis Presley, είναι διακριτή αυτή η τάση. Ένα απόσπασμα:
«Σε κάποιο καλοκαίρι από εκείνα τα παλιά, που ήταν πρωί τ’ Αυγούστου κοντά στην ροδαυγή, κατά πως έλεγε και ’κείνος ο μέθυσος ο ποιητής (σ.σ. Brendan Behan), ο Μισσισσιππής ξέβραζε τόση κάψα και υγρασία ώστε, καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα πιο δεξιά, οι εκτυφλωτικά κροκί πυτζάμες είχαν γίνει ένα με τη δασύμαλλη επιδερμίδα του μοναδικού Βασιλιά που είχαν ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής!».
Στη συνέχεια, ανάμεσα σε άλλα διάφορα, αναφέρονται οι έξι «μικροί δίσκοι» του Elvis και ο ένας «μεγάλος», που έμαθαν... «στα αμερικανάκια και στα υπόλοιπα παιδαρέλια του πλανήτη περισσότερα απ’ όσα έμαθαν στο σχολείο».
Τα κείμενα του Νίκου Πετρουλάκη πολλές φορές ακροβατούν ανάμεσα σε δύο... αντιμαχόμενα μέρη. Από το ένα καιροφυλαχτεί κάτι από την δοκιμιακή προσέγγιση, με στόχευση στην ειδική πληροφορία (ημερομηνίες, δισκογραφικές, εταιρείες, κωδικοί δίσκων κ.ο.κ) και από το άλλο η ανάγκη για την αφήγηση μιας ιστορίας, διανθισμένη και με στοιχεία φανταστικά (επινοημένοι διάλογοι, λογοτεχνικές περιγραφές).
Είναι ένα θέμα αυτό – κατά πόσο μπορεί να ισορροπήσουν οι δύο προσεγγίσεις, δίχως να «χάνει» κάπου το ένα ή το άλλο μέρος.
Πάντως εγώ, και θέλω να είμαι σαφής σ’ αυτό, διαβάζω το βιβλίο του Νίκου Πετρουλάκη περισσότερο σαν μουσική-λογοτεχνία, «σαν» λέω, και λιγότερο σαν ένα βιβλίο, δοκιμιακού ύφους, για το ροκ, την σόουλ ή ό,τι άλλο.
Και κάπως έτσι, από τα δεκάδες κείμενα που είναι καταγραμμένα εδώ και που αφορούν σε πάμπολλες ροκ κ.λπ. προσωπικότητες, περσόνες, συγκροτήματα (Elvis Presley, Beatles, Rolling Stones, Bob Dylan, Marvin Gaye, Johnny Cash, Donovan, Led Zeppelin, Berry Gordy Jr., Brian Jones, Charlie Watts, George Harrison, Van Morrison, James Brown, Terry Callier, Rocky Roberts, Nick Drake, Jimi Hendrix, Dino Valente, Gene Vincent, Brian Wilson…), πιο πολύ μου άρεσαν τα κάπως πιο προσωπικά, τα πιο αυτοβιογραφικά (χωρίς να αρνούμαι τα υπόλοιπα προφανώς), που δείχνουν κάτι σημαντικό νομίζω ή το συμπληρώνουν τέλος πάντων – τον τρόπο, εννοώ, που διαχύθηκαν κάποιες μουσικές, γκρουπ και καλλιτέχνες, στην Ελλάδα.
Ο Ν. Πετρουλάκης μιλάει, δηλαδή γράφει, γι’ αυτά τα θέματα και «από μέσα» (ως εργαζόμενος σε δισκογραφικές εταιρείες), μα και ως νεαρός φαν, τότε, παλιά, στα σέβεντις ή και πιο μετά.
Τέτοια άρθρα είναι π.χ. το «3 στα 20», με υπότιτλο «ένα κείμενο για τα είκοσι χρόνια της δισκογραφικής ετικέτας Virgin στην Ελλάδα – στα τρία από αυτά μάλιστα υπήρξε και προσωπική ανάμειξη...». Απ’ αυτό το κείμενο μαθαίνεις διάφορα, για το «παραμέσα» των εταιρειών, το πώς «σκέφτονται» και τα τοιαύτα. Εκεί διαβάσαμε και για την κυκλοφορία ενός ελληνικού δίσκου (συλλογή) με τραγούδια του Nick Drake, από την Virgin, το 1985, που δεν τον είχαμε συγκρατήσει καλά στη μνήμη μας, και που για μας σημαίνει κάτι.
Επίσης μας άρεσε το κείμενο «Η άλλη υπόθεση Ασπίδα» (με αναφορά στις ημεδαπές εκδόσεις κόμιξ της Marvel), το κείμενο για τα 20χρονα του δισκάδικου Rock & Roll Circus (“20 Years and Still Counting!”) και άλλα διάφορα.
Τέλος, εδώ υπάρχει κι ένα κείμενο-συνέντευξη του Νίκου Πετρουλάκη στους ανθρώπους του Rock & Roll Circus (“4902 cm”), στην οποία συνέντευξη αποκαλύπτονται πολλά. Για κάποιον, τέλος πάντων, που θέλει να μάθει γρήγορα ποιος είναι ο Νίκος Πετρουλάκης και πώς σκέπτεται γύρω από τη μουσική. Κάποια στιγμή διαβάζεις:
– Ποιος δίσκος αποτελεί το απόλυτο, ντροπιαστικό guilty pleasure στη δισκοθήκη σου;
– Πιστεύω ότι το έπιασα το υπονοούμενο... Κατ’ αρχάς έχω την ψευδαίσθηση ότι μου αρέσουν ΟΛΑ όσα έχω, εκτός φυσικά από το “Never Mind the Bollocks Here’s The Sex Pistols”.(…)
Με κάτι τέτοια ο Νίκος μοιάζει να... αποκαθιστά την τάξη ;-). Ή να την διασαλεύει. Το ίδιο είναι...
Επαφή: www.pyxida.gr
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ
We Shall Be Reborn / “Οι Αναμνήσεις μου με τους Purple Overdose”
[B-otherSide Records, 4/2022]
Το βιβλίο του Στέφανου Παναγιωτάκη για τους Purple Overdose, υπό τον τίτλο We Shall Be Reborn / “Οι Αναμνήσεις μου με τους Purple Overdose”, είναι μοναδικό στο χώρο της ελληνικής ροκ βιβλιογραφίας.
Γραμμένο από έναν άνθρωπο, που βρέθηκε πολύ κοντά, δηλαδή δίπλα, στο σημαντικό αυτό γκρουπ της ελληνικής σκηνής, και μάλιστα για κάμποσα χρόνια, το βιβλίο είναι κατ’ ουσίαν ένα ημερολόγιο της διαδρομής της μπάντας – από το 1996 βασικά, έως και τον θάνατο του frontman των Purple Overdose Κώστα Κωνσταντίνου, στις 26 Απριλίου 2020.
Ο Στέφανος Παναγιωτάκης, μάνατζερ του συγκροτήματος, από τον Ιούνιο του 1999 και μετά, έχει πολλά να πει, για πολλά θέματα που σχετίζονται με το γκρουπ και τον Κ. Κωνσταντίνου, και τα λέει.
Το βιβλίο, που απλώνεται σε 282 σελίδες, χωρίζεται βασικά σε δύο μέρη. Στο πρώτο, στις πρώτες 198 σελίδες του, καταγράφονται τα 20 πυκνογραμμένα κεφάλαια, μαζί με προλόγους, επιλόγους, βοηθητικά κείμενα, δισκογραφία και κριτικές, ενώ στο δεύτερο μέρος, που είναι έγχρωμο, και σελιδοποιημένο σε γυαλιστερό χαρτί, ενσωματώνονται άπειρες φωτογραφίες, αφίσες και άλλα τινά memorabilia, που σχετίζονται με τους Purple Overdose.
Γραμμένο από έναν άνθρωπο, που βρέθηκε πολύ κοντά, δηλαδή δίπλα, στο σημαντικό αυτό γκρουπ της ελληνικής σκηνής, και μάλιστα για κάμποσα χρόνια, το βιβλίο είναι κατ’ ουσίαν ένα ημερολόγιο της διαδρομής της μπάντας – από το 1996 βασικά, έως και τον θάνατο του frontman των Purple Overdose Κώστα Κωνσταντίνου, στις 26 Απριλίου 2020.
Λέμε, λοιπόν, για μία πλήρη έκδοση, που αφορά οπωσδήποτε σε όλους τους φίλους του γκρουπ – και όχι μόνο σ’ αυτούς.
Να πούμε, επίσης, πως ο Στέφανος Παναγιωτάκης γράφει απλά, και κυρίως με «καλά ελληνικά», κάτι που δεν είναι αυτονόητο για το χώρο.
Το σημειώνουμε, γιατί πολλές φορές, για τέτοια θέματα, διαβάζουμε είτε «ξύλινους» λόγους πανεπιστημιακών, είτε λόγους απλοϊκών fans. Ο Σ. Παναγιωτάκης μπορεί να είναι fan, μπορεί να γουστάρει, αλλά βασικά δεν είναι τίποτα από τα δύο προηγούμενα – και αυτό είναι το πρώτο ατού του βιβλίου.
Περαιτέρω ο Σ. Παναγιωτάκης γράφει με εξοντωτικές λεπτομέρειες, για τα θέματα που έζησε δίπλα στο συγκρότημα, έχοντας κρατήσει κάποιου είδους ημερολόγιο, προφανώς, σε πρώτο χρόνο. Το λέμε, γιατί από μνήμης, τέτοιου τύπου λεπτομέρειες είναι αδύνατον να τις θυμάται κάποιος μετά από 20 και βάλε χρόνια.
Χρονολογικά το βιβλίο ξεκινά από το 1995, όταν ο συγγραφέας ακούει για πρώτη φορά τους Purple Overdose, συνεχίζοντας από ’κει και πέρα γραμμικά, μέρα-μέρα και μήνα-μήνα ανά φάσεις, και σίγουρα χρόνο με το χρόνο, καταγράφοντας τόσο την δική του σχέση με το αθηναϊκό «ψυχεδελικό» γκρουπ, αλλά και την πορεία της μπάντας αυτής καθ’ αυτής σε σχέση με τα διάφορα live, τους χώρους και τους ανθρώπους, που ανακατεύονταν με όλο αυτό το σκηνικό.
Επίσης, σειρά παίρνουν τα ποικίλα δισκογραφικά sessions, οι αλλαγές των μελών, οι συγχρωτισμοί με άλλα συγκροτήματα, ελληνικά και ξένα, οι επαφές με τους ανθρώπους των μίντια (περιοδικά, ραδιοφωνικοί σταθμοί κ.λπ.), οι συζητήσεις, οι συναποφάσεις, οι διχογνωμίες, οι χαμένες ευκαιρίες, οι καβγάδες, τα πάντα.
Ιδιαίτερη σημασία δίδεται στην παρουσία των Purple Overdose στο Athens Rockwave Festival ’99 (πριν από Mercury Rev, dEUS, Placebo και Blur), ως μια ευκαιρία για διεθνή καταξίωση, που πέρασε ανεκμετάλλευτη, και ακόμη στην συνεύρεσή τους με τους περίφημους Αμερικανούς Electric Prunes στην Αθήνα (για πρώτη φορά θα έπαιζαν στην Ελλάδα στις 12-13 Οκτωβρίου 2002, στο Ρόδον και στον Μύλο της Θεσσαλονίκης αντιστοίχως), η οποία (συνεύρεση), κατά έναν ακατανόητο τρόπο, θα σηματοδοτούσε και το ουσιαστικό τέλος τους σαν μπάντα – καθώς λίγες ημέρες αργότερα, στις 23 Οκτωβρίου 2002, θα έπεφτε η αυλαία για το αθηναϊκό γκρουπ.
Στο βιβλίο καταγράφεται και η δεύτερη επίσκεψη των Electric Prunes στην Ελλάδα, στο διάστημα 1-2 Οκτωβρίου 2004 (πρώτα στον Μύλο και μετά στο Gagarin 205), χωρίς την παρουσία των Purple Overdose στο stage, οι οποίοι (Purple Overdose) θα επανεμφανίζονταν στο 2ο Φεστιβάλ Ροκ της Τρίπολης, στις 10 Σεπτεμβρίου 2005, που θα οργανωνόταν από την παρέα των Timelords (την επόμενη χρονιά οι ίδιοι άνθρωποι θα τύπωναν το fanzine TimeMazine κ.λπ.).
Τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου είναι και τα πιο σκληρά της αφήγησης του Στέφανου Παναγιωτάκη, καθώς παρακολουθούμε σε αργή κίνηση, ανάμεσα σε άλλα παράλληλα συμβάντα (κυρίως δισκογραφικά, αλλά και το ανέλπιστο τζαμάρισμα των Purple Overdose με τους No Man’s Land, στο Floral των Εξαρχείων, τον Φεβρουάριο του 2013) την πορεία προς το τέλος του Κώστα Κωνσταντίνου, διαχρονικής κινητήριας δύναμης, ως συνθέτης-στιχουργός, κιθαρίστας και τραγουδιστής του αθηναϊκού γκρουπ.
Να πούμε επίσης, για κάποιους που θα αναρωτηθούν σε σχέση με τα πρώτα χρόνια του συγκροτήματος, έως τα μέσα της δεκαετίας του ’90 (όταν θα τους ανακαλύψει ο Στέφανος Παναγιωτάκης συντονίζοντας σταδιακώς τα βήματά τους), πως και αυτά τα χρόνια, τα χρόνια των άλμπουμ “Exit #4” και “Indigo”, όπως και του φερώνυμου LP, με το εξώφυλλο-αφίσα, καταγράφονται στο βιβλίο, στο 10σέλιδο συνολικό βιογραφικό των Purple Overdose, οπότε δεν λείπει κάτι.
Απεναντίας υπάρχουν πολλά, που θα τα διαβάσει κάποιος για πρώτη φορά (όπως, για παράδειγμα την τυχαία συνάντηση Κώστα Φέρρη και Electric Prunes στο αεροδρόμιο!), προσφέροντας και αυτά τα μικρά, αλλά όχι ασήμαντα, γεγονότα, το καρύκευμα σ’ ένα βιβλίο, που έχει γραφτεί με σπάνιο μεράκι και αληθινή αγάπη – για πρόσωπα και καταστάσεις.
Επαφή: [email protected]
ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Η Τζαζ της Λογοτεχνίας
[ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ, Θεσσαλονίκη 11/ 2021]
Ο Σάκης Παπαδημητρίου (γενν. 1940) δεν είναι γνωστός μόνο στους φίλους της jazz στην Ελλάδα (και στο εξωτερικό, αλλά ας μείνουμε στα καθ’ ημάς), μα και στους φίλους του βιβλίου γενικότερα ή και της λογοτεχνίας ειδικότερα.
Έτσι, από καιρού εις καιρόν δεν κυκλοφορούν μόνον δίσκοι βινυλίου και CD, προσωπικοί-δικοί του, σε συνεργασία με την τραγουδίστρια Γεωργία Συλλαίου ή και με ευρύτερα σχήματα, μα τυπώνονται και βιβλία του.
Τα δεύτερα, δε, είναι περισσότερα από είκοσι, μέσα σε μια συγγραφική πορεία σχεδόν εξήντα ετών (ας μην ξεχνάμε πως το πρώτο βιβλίο του Σάκη Παπαδημητρίου, η «Εισαγωγή στην Τζαζ» στις Εκδόσεις Διαγωνίου, προέρχεται από το 1963).
Όμως και το τελευταίο βιβλίο του Σάκη Παπαδημητρίου έχει σχέση με την jazz, καθώς τιτλοφορείται «Η Τζαζ της Λογοτεχνίας».
Το τι ακριβώς εννοεί ο συγγραφέας με αυτόν (τον τίτλο) οι φίλοι-αναγνώστες του πάλαι ποτέ περιοδικού «Jazz & Τζαζ», πρώτα-πρώτα, το αντιλαμβάνονται αμέσως και από την αρχή – καθώς όλοι θα θυμηθούν την 20ετή στήλη του Σάκη Παπαδημητρίου στο περιοδικό, την «Τζαζ & Λογοτεχνία».
Τι συνέβαινε σ’ εκείνη την στήλη; Να το πούμε, για όσους δεν ήταν αναγνώστες του περιοδικού.
Ο Σ. Παπαδημητρίου έψαχνε στην παγκόσμια πεζογραφία και την ποίηση να βρει αναφορές στην jazz. Αυτές τις αναφορές, αφού τις εντόπιζε στην συνέχεια τις σχολίαζε με τον δικό του τρόπο. Προέκυπταν, έτσι, κείμενα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που παρείχαν πολλές και χρήσιμες πληροφορίες προς διάφορες κατευθύνσεις
Ο Σ. Παπαδημητρίου έψαχνε στην παγκόσμια πεζογραφία και την ποίηση να βρει αναφορές στην jazz. Αυτές τις αναφορές, αφού τις εντόπιζε στην συνέχεια τις σχολίαζε με τον δικό του τρόπο. Προέκυπταν, έτσι, κείμενα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που παρείχαν πολλές και χρήσιμες πληροφορίες προς διάφορες κατευθύνσεις (μουσικές, λογοτεχνικές-ποιητικές κ.λπ.).
Κάποια απ’ αυτά τα κείμενα, διαμορφωμένα για τις ανάγκες ενός σημερινού βιβλίου, αποτελούν την ύλη του «Η Τζαζ της Λογοτεχνίας».
Προσωπικά, θυμάμαι, δημοσιευμένα στο περιοδικό, τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα, ενώ είμαι σχεδόν σίγουρος πως όλα προέρχονται από εκεί. Πρωτοδημοσιεύτηκαν, δηλαδή, στο «Jazz & Τζαζ».
Θα προσέθετα, μάλιστα, πως μερικά δικά μου αγαπημένα υπάρχουν και στο βιβλίο, ενώ άλλα, εξ ίσου αγαπημένα, ή και περισσότερο ακόμη, δεν επιλέχθηκαν. Ίσως σ’ έναν επόμενο τόμο...
Πάντως μου κάνει εντύπωση πώς ο Σάκης Παπαδημητρίου δεν αναφέρεται καθόλου στο «Jazz & Tζαζ» και στην στήλη του «Jazz & Λογοτεχνία», που φιλοξένησε όλα αυτά τα κείμενα – σε μια εισαγωγή ας πούμε. Παράλειψη; Κάτι άλλο; Μια άλλη εκτίμηση; Δεν ξέρω...
Ξαναλέω, όμως, πως τα κείμενα που υπάρχουν στο βιβλίο των εκδόσεων ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ δεν είναι ολόιδια με εκείνα του «Jazz & Τζαζ» – και αυτό είναι λογικό. Υπάρχουν προσαρμογές. Υπάρχουν αντιμεταθέσεις παραγράφων. Πιθανώς να υπάρχουν και ορισμένες μικρο-προσθήκες. Όμως, και σε κάθε περίπτωση, εκείνο που οφείλουμε να πούμε είναι πως ο κορμός των κειμένων παραμένει ο ίδιος.
Αυτό είχα τον χρόνο να το τσεκάρω, για κάποια τουλάχιστον από τα κεφάλαια-κείμενα του βιβλίου.
Για παράδειγμα, τα «Malcolm Lowry: Το ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει» και «Collier – Malcolm Lowry» προέρχονται από τα τεύχη του «Jazz & Τζαζ» #8 και #9 (Νοε. και Δεκ. 1993), το «Παίζοντας κυνηγητό και κουτσό με τον Χούλιο Κορτάσαρ» προέρχεται από τα τεύχη #10 και #11 (Ιαν. και Φεβ. 1994), το «E.E. Cummings: Να τρώμε λουλούδια και να μη φοβόμαστε» προέρχεται από το τεύχος #138 (Σεπτ. 2004), το «Ted Joans: Σουρεαλισμός, Beat και τζαζ ποίηση» προέρχεται από το τεύχος #128 (Νοε. 2003), το «Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ: Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής» προέρχεται από το τεύχος #168 (Μαρ.2007) κ.ο.κ.
Εννοείται πως τα κείμενα του Σάκη Παπαδημητρίου τα διάβαζα, και μάλιστα πολλές φορές, τόσο σαν αρχισυντάκτης στο «Jazz & Τζαζ» κατ’ αρχάς, όσο και σαν αναγνώστης στη συνέχεια, ενώ επί τη ευκαιρία θέλω να γράψω, για κάτι που με είχε εντυπωσιάσει, για τα εξαιρετικής σαφήνειας και ποιότητας χειρόγραφά του (μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού φορές τον είχα ενοχλήσει, τηλεφωνικώς, μέσα σε μια 20ετία σχεδόν, για να μου διευκρινίσει κάτι), όπως θέλω να σημειώσω και την σπάνια γενναιοδωρία, στα όρια της προσφοράς, που τον διέκρινε και τον διακρίνει σαν άνθρωπο. Μια γενναιοδωρία, που φαίνεται, φρονώ, και στα κείμενα τού εν λόγω βιβλίου.
Δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω... Να’ ναι πάντα καλά ο Σάκης Παπαδημητρίου (ας μου επιτραπεί αυτή η προσωπική ευχή), γερός, δυνατός και πνευματικά ανήσυχος, και με νέα εκδοτικά σχέδια για το μέλλον.
Επαφή: www.saixpirikon.com
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΤΗΣ
Γιάννης Μωραΐτης / Η νύχτα είπε καληνύχτα / Το λαϊκό τραγούδι όπως το έζησα
[Μετρονόμος, 2021]
Γνωστός μπουζουξής, τραγουδοποιός και ερευνητής του λαϊκού τραγουδιού, και βασικά των μπουζουξήδων του, ο Γιώργος Αλτής έχει έτοιμο το πιο νέο βιβλίο του, που είναι αφιερωμένο στον θρυλικό να τον πούμε μπουζουξή Γιάννη Μωραΐτη (γενν. 1944), με την 60χρονη και πλέον διαδρομή στο λαϊκό πάλκο και την δισκογραφία.
Ο Γ. Αλτής προσέγγισε τον δύστροπο και απόμακρο Μωραΐτη, κέρδισε την εμπιστοσύνη του και τον «ανάγκασε» να μιλήσει. Να ξεδιπλώσει, από μνήμης, μια τεράστια διαδρομή, που ένωνε το ρεμπέτικο τραγούδι και το αμέσως μετά τον πόλεμο λαϊκό, με τις σημερινές καταστάσεις.
Πέντε χρόνια, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο, κράτησε αυτό το «μαρκάρισμα» του Γ. Αλτή στον Μωραΐτη, προκειμένου να συγκεντρωθεί το υλικό, ώστε να προκύψει ένα πλούσιο βιβλίο, μεγάλου σχήματος και 232 σελίδων.
Μένουμε σε κάτι που λέει ο συγγραφέας στον πρόλογο... πως η σκέψη του Μωραΐτη δεν ήταν γραμμική και πως μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, που διήρκεσαν οι επαφές, ο μπουζουξής μπορεί να έλεγε διάφορα, που έρχονταν σε κόντρα μεταξύ τους, να ξεχνούσε άλλα, να θυμόταν άλλα, να τσιγκλιόταν προκειμένου να φρεσκαριστούν οι αναμνήσεις του κ.λπ.
Εντάξει, το βιβλίο είναι απολαυστικό, διαβάζεται πανεύκολα, ο λόγος ρέει με άνεση, η γλώσσα είναι λαϊκή, χωρίς σούξου-μούξου και οι ιστορίες απολύτως ενδιαφέρουσες, με τα πρόσωπα που «μπαίνουν» στην κουβέντα να είναι εκατοντάδες – σχεδόν οι πάντες. Λέμε δηλαδή, για μία εγκυκλοπαίδεια του λαϊκού τραγουδιού!
Θέλει κόπο, εννοούμε, ένα τέτοιο από την φύση του ανοικονόμητο υλικό και για να μπει σε μια τάξη, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να το παρακολουθήσει, και για να αποτυπωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην χαθεί η ορμή της λαϊκής αφήγησης – της γλώσσας εν προκειμένω του Μωραΐτη.
Επιπρόσθετες δυσκολίες θα αφορούσαν, προφανώς, στο τι θα έμπαινε και τι δεν θα έμπαινε εν τέλει στο βιβλίο (το λέμε, γιατί ο Μωραΐτης μιλάει και-σκληρά για μεγάλες φίρμες του χώρου – υπάρχουν τέτοιες σκληρές κρίσεις στο βιβλίο, αλλά σίγουρα θα υπάρχουν και πράγματα που δεν γράφτηκαν... γιατί δεν γράφονται), ενώ το ανυπέρβλητο θέμα θα ήταν το τσεκάρισμα και η διασταύρωση όσων λέει ο μπουζουξής, σε σχέση με χώρους, συνεργάτες, ημερομηνίες, εταιρείες, τραγούδια, συνεργασίες στα πάλκα κ.λπ., για το οποίον (θέμα), υποθέτουμε, πως ο Γ. Αλτής, ως γνώστης του αντικειμένου, θα έκανε την πρέπουσα δουλειά (καθώς οι πηγές του, για όλα αυτά που θίγονται στο βιβλίο, δεν θα μπορούσε να είναι μόνον ο Μωραΐτης)
Εντάξει, το βιβλίο είναι απολαυστικό, διαβάζεται πανεύκολα, ο λόγος ρέει με άνεση, η γλώσσα είναι λαϊκή, χωρίς σούξου-μούξου και οι ιστορίες απολύτως ενδιαφέρουσες, με τα πρόσωπα που «μπαίνουν» στην κουβέντα να είναι εκατοντάδες – σχεδόν οι πάντες. Λέμε δηλαδή, για μία εγκυκλοπαίδεια του λαϊκού τραγουδιού!
Ψάχνεις να βρεις, εννοώ, αν υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης, από τον Πόλεμο και μετά, για τον οποίον να μην γίνεται λόγος στο βιβλίο – ενώ είναι ένα άπειρα τα ονόματα της «πίσω σειράς», για τα οποία μπορείς να διαβάσεις εδώ κάποια πράγματα (ουσιαστικά και σημαντικά).
Θέλω να επιλέξω δύο όχι κύρια, αλλά «παράπλευρα» αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Αλτή για τον Γιάννη Μωραΐτη, που δείχνουν την ευρύτητα των αφηγήσεων και φυσικά τις «εκπλήξεις», που καραδοκούν ανά πάσα στιγμή σε τούτο το ανάγνωσμα.
Το πρώτο, από την σελίδα 79:
«Εκείνη την εποχή υπήρχανε και πολλά δισκάδικα. Στην Ομόνοια έβραζε ο τόπος. Ήτανε ο Αντώνης Μπουγαδάκης που πούλαγε θήκες για μπουζούκια και δίσκους. Είχε κάνει και εταιρεία δίσκων, το Χρυσό Μικρόφωνο. Πρώτα ήτανε μπουζουξής, κούτσαινε λιγάκι, μετά άνοιξε το μαγαζί λίγο πιο πέρα από τα σουβλάκια του Λευτέρη. Στη Σατωβριάνδου ήτανε ένα μεγάλο δισκάδικο, του Χουβαρδά. Εκείνο ήτανε πολυτελείας. Εκεί είχε κάτι κουτιά που έβαζες στο αυτί σου κάτι σαν τηλέφωνο και άκουγες τους δίσκους. Άμα σου άρεσε τον αγόραζες. Τότε βγαίνανε μεγάλοι δίσκοι. Ωραίοι, μαύροι, γυαλιστεροί, του γραμμοφώνου, των 78 στροφών. Μετά βγήκανε τα σαρανταπεντάρια. Στην οδό Λυκούργου είχε άλλο μεγάλο δισκάδικο. Εκεί ήτανε και τα γραφεία της Κολούμπια. Ήτανε και του Παπαϊωάννου ένα μεγάλο δισκάδικο. Το πρόλαβα. Και εκεί είχε κουτιά που άκουγες τους δίσκους. Αγόραζε πολύς κόσμος δίσκους. Ειδικά στις γιορτές μαζεύανε πολύ κόσμο. Ο Μανώλης ο Σαμιώτης είχε δισκάδικο στην πλατεία Βάθης. Στην πλατεία Καλογήρων ήταν ο Ιγγλέζος. Από εκεί παίρνανε όλες οι συνοικίες. Πήγαινα και εγώ με τον Τάκη τον Τσαγκουρνό το ’60 με ’62 που άνθιζε το λαϊκό τραγούδι και αγοράζαμε 45άρια του Χιώτη».
Και πιο κάτω, στην σελίδα 177:
«Στην Αμερική έχω δει πολλά ροκ συγκροτήματα. Είμαι καψούρης με τη ροκ κιθάρα. Έχω δει την Τίνα Τάρνερ, τους Πινκ Φλόιντ, που μου αρέσανε πολύ, τον Τζορτζ Μπένσον, που έπαιζε και έλεγε τις νότες και τραγουδούσε ωραία, τους Γες, τους Τότο. Μεγάλη κάψα είχα με τους Τότο. Έχω δει τους Σκόρπιονς, τον Στίβι Γουόντερ και άλλους πολλούς. Μου αρέσει και ο Μάικλ Τζάκσον. Ο Στίβι Ρέι Βον, τι παίχτης είναι! Την τρώει την κιθάρα. Μου αρέσει πολύ σε μία συναυλία όπως λέει το “Σουπερστίσιον”. Έχω παίξει ηλεκτρική κιθάρα σ’ ένα τραγούδι που είπε ο Ταλιούρης στο στούντιο. Γράψαμε πρώτα τα μπουζούκια με τον Βύζα και μετά έπαιξα ηλεκτρική κιθάρα. Η αμερικάνικη μουσική μου αρέσει. Και η κλασική μου αρέσει. Έχω ακούσει πολλή μουσική».
Το βιβλίο, περιττό να το πω, διαθέτει και ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό. Εκείνο που δεν διαθέτει και που θα ήταν πολύ χρήσιμο, αν υπήρχε, θα ήταν ένα index, στο τέλος του, με όλα τα κύρια ονόματα και με σημειωμένες όλες τις σελίδες, στις οποίες αναφέρονται.
Μου φαίνεται πως θα καθίσω να το κάνω μόνος μου αυτό...
Επαφή: www.metronomos.gr