ΤΕΤΟΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΑΝΑΖΗΤΩ «εορταστικές» εικόνες που έστω και λοξά (ή, μάλλον, κυρίως λοξά και πλαγίως) μοιάζουν να εμπεριέχουν ένα μήνυμα… πανανθρώπινο, όχι απαραίτητα εντόνως συναισθηματικό ή χαρμόσυνο. Σ’ αυτή την κατηγορία περίοπτη θέση έχει μια φωτογραφία της Ανιές Βαρντά και του Ζακ Ντεμί από τα γυρίσματα του Jacquot de Nantes (1991), μάλλον στην πατρίδα του Ντεμί, τη Νάντη, μέρος που δεσπόζει υποβλητικά στην υπέροχη αυτή ταινία της Βαρντά (και ποια δικιά της δεν είναι;) για τη ζωή –αλλά και τον θάνατο– του ανθρώπου που κάθεται δίπλα της, αλλά λίγο πιο πίσω.
Ο Ντεμί έχει τη στιγμή του φωτογραφικού κλικ ένα απλανές, αλλά γαλήνιο βλέμμα και τα χέρια του σταυρωμένα χαλαρά ανάμεσα στα πόδια του. Τόσο χαλαρά ώστε να χωράει και το δεξί χέρι της Βαρντά, η οποία φορά ακουστικά και κοιτάζει την κινηματογραφική μηχανή που έχει μπροστά της, συγχρόνως όμως κρατά τρυφερά, ποιος ξέρει για πόση ώρα, το αριστερό δικό του.
Στη φωτογραφία, η Ανιές Βαρντά είναι ήδη εξήντα χρονών, ηλικία που δεν έφτασε ποτέ ο Ζακ Ντεμί, ο οποίος πέθανε στα 59 του τον Οκτώβριο του 1990, λίγους μήνες πριν από την κυκλοφορία της ταινίας που είχε ως επίκεντρο τον ίδιο. Οι δυο τους είχαν περάσει τριάντα δύο χρόνια μαζί ως σύζυγοι και ως σύντροφοι και ως συνεργάτες, αλλά το τέλος ήταν κοντά. Σ’ αυτήν τη φωτογραφία όμως δεν υπάρχει ούτε θλίψη, ούτε πένθος, ούτε μελαγχολία, ούτε σαρκασμός, ούτε ειρωνεία, ούτε λαχτάρα, ούτε προσμονή. Υπάρχει μόνο ένα γλυκό μειδίαμα, ολόιδιο σχεδόν στα πρόσωπα και των δύο.
«Κάθε γενιά νομίζει ότι επινόησε την ακολασία ή τον πόνο ή την εξέγερση, αλλά κάθε παρόρμηση και όρεξη του ανθρώπου, από το αηδιαστικό μέχρι το μεγαλειώδες, βρίσκεται πάντα εδώ γύρω σου».
«Η αγάπη πρέπει να είναι οργανική για να μπορέσει να διατηρηθεί», είχε πει στην τελευταία του συνέντευξη στην «Guardian» o Πολ Όστερ, μία από τις πιο οδυνηρές απώλειες της χρονιάς, ειδικά για όσους από εμάς πέρασαν τα νιάτα τους με τα βιβλία του. «Πρέπει να εξελίσσεται συνεχώς καθώς προχωράει, ώστε όλα να είναι αλληλένδετα, ακόμα και η απόλυτη παραδοξότητα όλου αυτού του πράγματος που αποκαλούμε σχέση… Το γεγονός είναι ότι ποτέ δεν γνωρίζουμε πλήρως τους συντρόφους μας. Υπάρχουν μυστήρια στα οποία δεν θα μπορέσουμε ποτέ να απαντήσουμε. Αλλά νομίζω ότι αυτό ισχύει και για τον εαυτό μας.
Υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνω στη δική μου ζωή. Οι πράξεις μου όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί το έκανα αυτό; Γιατί είχα εκείνη την παρόρμηση; Οι άνθρωποι ξοδεύουν χρόνια στην ψυχανάλυση προσπαθώντας να βρουν τις απαντήσεις. Εγώ δεν το έχω κάνει ποτέ αυτό, οπότε πορεύομαι λίγο πολύ μόνος μου καθώς προσπαθώ να καταλάβω τα πράγματα, αν όμως είμαι ειλικρινής, οφείλω να αναφέρω ότι δεν νομίζω πως έχω κάνει μεγάλη πρόοδο».
Μια άλλη σπουδαία και αγαπημένη λογοτέχνιδα, η μεγάλη ποιήτρια Αν Κάρσον, η οποία βρίσκεται ακόμα ανάμεσά μας και με το πνεύμα ακέραιο, ανακοίνωσε φέτος, στα 74 της, ότι πάσχει από Πάρκινσον. Και το έκανε με τον πιο «λογοτεχνικό» τρόπο, μέσω ενός κειμένου στο «Paris Review», στο οποίο δήλωνε ότι η χειρότερη ίσως συνέπεια αυτής της νέας, σκληρής συνθήκης, το σύμπτωμα που την έχει ταπεινώσει ιδιαιτέρως, είναι η αποσύνθεση του γραφικού της χαρακτήρα. Μια φοβερή δήλωση σ’ έναν κόσμο που στη συντριπτική του πλειοψηφία δεν χρησιμοποιεί πια ή δεν γνώρισε ποτέ καλά-καλά τον γραφικό του χαρακτήρα.
«Πάντα απολάμβανα να γράφω σε σημειωματάρια, βουνά από δαύτα, μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο», γράφει. «Τώρα οι όρθιες πινελιές λυγίζουν ή σπάνε ή ξεφεύγουν προς κάθε κατεύθυνση, τα φωνήεντα συρρικνώνονται σε κηλίδες, η κλίση χάνει την αιχμή της, όλα μοιάζουν ντροπιαστικά. Σβήνω ολόκληρες παραγράφους από ντροπή. Είναι δύσκολο να περιγράψω ή να εξηγήσω την ντροπή του κακού γραφικού χαρακτήρα. Ο κακός γραφικός χαρακτήρας είναι άσχημος. Επίσης, δεν είναι αυθεντικός. Με την έννοια ότι δεν είσαι πλέον εσύ…»
Στο τέλος της χρονιάς, όλοι έχουμε ανάγκη να μας καθησυχάσουν. Να μας πουν ότι όλα θα πάνε καλά, ασχέτως του αν (πάντα) μοιάζουν να πηγαίνουν κατά διαόλου. Ούτε ένας χρόνος δεν έχει περάσει από την κυκλοφορία της (στις ελληνικές αίθουσες) κι όμως η ταινία The Holdovers του «δικού μας» Αλεξάντερ Πέιν έχει κερδίσει ήδη μα περίοπτη θέση στο «χριστουγεννιάτικο» πάνθεο. «Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο στην ανθρώπινη εμπειρία, κύριε Τάλι», λέει κάποια στιγμή με έναν πικρό στόμφο που θα ξεθυμάνει στην πορεία ο χαρακτήρας του Πολ Τζιαμάτι στον ευαίσθητο εξεγερμένο νεαρό οικότροφο με τον οποίον ξέμειναν μαζί στις γιορτές.
«Κάθε γενιά νομίζει ότι επινόησε την ακολασία ή τον πόνο ή την εξέγερση, αλλά κάθε παρόρμηση και όρεξη του ανθρώπου, από το αηδιαστικό μέχρι το μεγαλειώδες, βρίσκεται πάντα εδώ γύρω σου. Έτσι, λοιπόν, πριν απορρίψεις κάτι ως βαρετό ή άσχετο, να θυμάσαι ότι, αν θέλεις πραγματικά να κατανοήσεις το παρόν ή τον εαυτό σου, πρέπει να ξεκινήσεις από το παρελθόν. Βλέπεις, η ιστορία δεν είναι απλώς η μελέτη του παρελθόντος. Είναι και μια εξήγηση του παρόντος».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.