Η κορυφαία γιορτή του σινεμά εξελίχθηκε σε συναισθηματικά φορτισμένη, αν και «δραματουργικά» αναιμική, μεγάλη βραδιά για τους Ντάνιελς και την πολυπρισματική ταινία τους, ενώ ο οικοδεσπότης Τζίμι Κίμελ προστάτευσε το κύρος της Ακαδημίας με μια παρουσίαση ασφαλή, συνηθισμένη και συχνά πασπαλισμένη με φτηνά talk show αστεία που έπεσαν στο κενό μπροστά σε ένα έτοιμο για standing ovation κοινό, που δεν ήθελε με τίποτε να χυθεί αίμα.
Οι Daniels δοξάζονται
Ο Ντάνιελ Σάινερτ και ο Ντάνιελ Κουάν, οι αχώριστοι φίλοι και συνεργάτες από τα φοιτητικά τους χρόνια στη Βοστόνη, γίνονται το τρίτο ντουέτο σκηνοθετών στην ιστορία που κερδίζει το Όσκαρ στην κατηγορία αυτή, μετά τους Τζερόμ Ρόμπινς και Ρόμπερτ Γουάιζ για το πρωτότυπο West Side Story και τους αδελφούς Κοέν για το Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους, με το Τα πάντα όλα, που, εκτός όλων των άλλων, μπαίνει στο σπάνιο κλαμπ των ταινιών που ανέδειξαν τρεις νικητές ηθοποιούς από τις τέσσερις συνολικά σχετικές κατηγορίες του θεσμού, ακριβώς όπως είχαν πετύχει παλιότερα το Λεωφορείον ο Πόθος και το Δίκτυο. Με 7 Όσκαρ σπάνε επίσης τη στενωπό των θριαμβευτών στην Καλύτερη Ταινία από τότε που το κορυφαίο Όσκαρ της χρονιάς περιλαμβάνει δέκα αντί για τις παραδοσιακά πέντε υποψήφιες ταινίες του παρελθόντος – βλέπαμε να σταματούν σε χαμηλότερο σκορ, με τα Όσκαρ για τα τεχνικά επιτεύγματα και τις ερμηνείες να μοιράζονται «δημοκρατικότερα». Η βραδιά φάνηκε να κυλά υπέρ τους όταν η ταινία κέρδισε στο μοντάζ, και με τη Μισέλ Γέο θριαμβεύτρια, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την επικράτησή τους.
Το διευρυμένο Χόλιγουντ έδειξε πως ως έναν βαθμό εξακολουθεί να αντιτίθεται καλλιτεχνικά στις καρμπόν υπερπεριπέτειες που τραβούν το μαζικό κοινό στις αίθουσες, απαντώντας με μια εναλλακτική, χιουμοριστική πρόταση συμπερίληψης της super hero φιλοσοφίας σε ανθρώπινη κλίμακα, και σίγουρα με μια πιο απροσδόκητη, αντισυμβατική αισθητική.
Πέρα από τα ρεκόρ, το διευρυμένο Χόλιγουντ έδειξε πως ως έναν βαθμό εξακολουθεί να αντιτίθεται καλλιτεχνικά στις καρμπόν υπερπεριπέτειες που τραβούν το μαζικό κοινό στις αίθουσες, απαντώντας με μια εναλλακτική, χιουμοριστική πρόταση συμπερίληψης της super hero φιλοσοφίας σε ανθρώπινη κλίμακα, και σίγουρα με μια πιο απροσδόκητη, αντισυμβατική αισθητική. Ανεξάρτητα από το γούστο του καθενός, το Everything, everywhere all at once δεν μοιάζει με τίποτε, λειτουργεί ως «τουρνεσόλ στο χάος», συμβολικό της πραγματικότητας σε σύγχυση που συλλογικά βιώνουμε, όχι χωρίς επιτήδευση στη γραφή και στην εκτέλεση, αλλά με γνώση και αυτοπεποίθηση που σπάνια συναντάμε για σχεδόν πρωτάρηδες, με βιογραφικό στα βιντεοκλίπ και μία ταινία πριν από αυτήν, το σκέτα weird Swiss Army Man, γνωστή και ως η κομεντί για το πτώμα που κλάνει, με τον Ντάνιελ Ράντκλιφ και τον Πολ Ντέινο. Είναι μια επιλογή που κάνει την Ακαδημία να φαίνεται τολμηρή και έξυπνη, σε σύνδεση με το zeitgeist, κάτι που δεν θα ίσχυε αν κατευθυνόταν προς τους Fabelmans ας πούμε, αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό που ίσως κέρδισε την πλειοψηφία των ψηφοφόρων είναι το στρογγυλεμένο σαν τις πέτρες φινάλε, με το συντηρητικό μήνυμα πως η αγάπη νικάει και το μότο «οικογένεια ενωμένη, ποτέ νικημένη».
Την πιο ενδιαφέρουσα παρατήρηση έκανε, πάντως, η Τζέιμι Λι Κέρτις όταν ευχαρίστησε το κοινό εκ μέρους των εκατοντάδων φαν του σινεμά του είδους, υπενθυμίζοντας πως η ταινία δεν άφησε genre που να μη συμπεριέλαβε στη φρενήρη παλέτα της. Ωστόσο, ως επιλογή δεν συγκρίνεται σε γενναιότητα με τα Παράσιτα, που πέρα από τη μη αγγλόφωνη πρωτιά της στις major κατηγορίες, κάλπαζε ανυποχώρητη σε αψάδα περιεχομένου, διατηρώντας τη φορμαλιστική ακεραιότητα του δημιουργού – και χωρίς περιττή φασαρία.
Η ειρωνεία για το Τα πάντα όλα είναι πως, εκτός Αμερικής, οι εισπράξεις του από τον Απρίλιο που κυκλοφόρησε σε όλον τον κόσμο είναι μάλλον πενιχρές, το ίδιο και στην Ελλάδα, παρά τη διπλή έξοδό του στα σινεμά, και η χιονοστιβάδα των κερδισμένων Όσκαρ θα του δώσει πνοή για μια οικιακή δεύτερη καριέρα σε μικρότερες οθόνες, ενώ είναι σαφές πως η ξέχειλη τρέλα του συνάδει απόλυτα με τη συνθήκη της αίθουσας.
The comeback kids
Ο Μπρένταν Φρέιζερ κέρδισε το Όσκαρ α' ρόλου, κάτι που υποψιαστήκαμε βάσιμα όταν η Φάλαινα απέσπασε το σημαδιακό για την ερμηνεία Όσκαρ μακιγιάζ και κομμώσεων σε ένα εντυπωσιακό παράδειγμα ανταμοιβής για την υπομονή και τη σημασία της δεύτερης ευκαιρίας στην ευρύτερη αμερικανική κουλτούρα του ρίσκου της ελεύθερης αγοράς, στο επιχειρείν και στο όνειρο – παρόμοια, αν και γλυκύτερης διατύπωσης περίπτωση, είναι εκείνη του Κι Χουί Κουάν, ο οποίος επίσης πέρασε δύσκολα, αλλά δεν το έκανε τόσο μεγάλο θέμα. Ο 53χρονος Καναδός, παραλαμβάνοντας το βραβείο του, είπε περίπου πως όταν ξεκινούσε τη διαδρομή του με το Encino Man και το Airheads δεν είχε εκτιμήσει το προνόμιο που του είχε δοθεί, θεωρώντας εξίσου δεδομένη τη ρέντα του Γκαφατζή της Ζούγκλας και της Μούμιας. Η συμπόνια στο βλέμμα του Τσάρλι μεταδόθηκε και στα μέλη της Ακαδημίας περισσότερο από τη μεταμορφωτική ώσμωση του Όστιν Μπάτλερ με το εικόνισμα του Έλβις. Φαίνεται πως ο Φρέντι Μέρκιουρι αγγίζει περισσότερες χορδές απ' ό,τι ο Βασιλιάς, ακόμη κι αν ο Ράμι Μάλεκ δεν έβγαλε νότα από την προτεταμένη οδοντοστοιχία του.
Ωστόσο, διαφορετική ήταν η χαρά της Τζέιμι Λι Κέρτις, η οποία δεν προέρχεται από κατάθλιψη, οικογενειακά προβλήματα, κατηγορίες για παρενόχληση και πολυετή απουσία από το κυρίως ρεύμα, αλλά ποτέ δεν φανταζόταν πως θα είχε Oscar moment, ούτε καν σε επίπεδο υποψηφιότητας, στη μακρά καριέρα της που γειώθηκε από το Halloween. Η κόρη του Τόνι και της Τζάνετ, επίσης υποψηφίων στο απόγειό τους, ζει τόσο εορταστικά την έξοδό της από τη ρουτίνα ενός επαγγέλματος που ούτως ή άλλως λατρεύει, που απέδειξε περίτρανα πως οι εγκάρδιοι λόγοι εκφωνούνται από τους αυθεντικά παρόντες ανθρώπους.
Όταν ο σνομπισμός πλησιάζει την αγένεια
Σαν ανικανοποίητα παιδιά που έχουν εθιστεί σε ακριβά δώρα, κάθε χρόνο οι φανατικοί των Όσκαρ περιμένουν το θαύμα που δεν έρχεται: όλους τους σταρ ανεξαιρέτως να βρίσκονται αγκαλιασμένοι επί σκηνής, απανωτές εκπλήξεις, τις ταινίες της αρεσκείας τους να σαρώνουν, οικοδεσπότες που να αστραποβολούν από κέφι και στοχαστικές παρατηρήσεις, λόγους διαφορετικούς από τους αναμενόμενους, ίσως και τον Μάρλον Μπράντο να κάνει ένα cameo απολογούμενος για το Όσκαρ που κάποτε αρνήθηκε! Κι επειδή δεν γίνονται αυτά, πάντα πλανάται η αίσθηση πως από τις σύγχρονες τελετές κάτι σπουδαίο λείπει. Σε ρεαλιστικότερη βάση, αυτοί που πραγματικά και ανεξήγητα έλειπαν από τη φετινή απονομή ήταν δυο τεράστια ονόματα που βοήθησαν τη βιομηχανία να ορθοποδήσει στη μετά-Covid εποχή και η Ακαδημία τους επιβράβευσε με υποψηφιότητες στη μεγάλη κατηγορία της καλύτερης ταινίας. Ο Τομ Κρουζ και ο Τζέιμς Κάμερον δεν ήρθαν, ενώ δεν είχαν πει ποτέ εκ των προτέρων πως δεν θα παραστούν. «Οι δυο τύποι που επέμειναν να πάμε στην αίθουσα, τελικά δεν προσήλθαν στην αίθουσα», αστειεύτηκε ο Κίμελ. Ο Τομ Κρουζ προέβαλε τη δικαιολογία πως είχε (κι άλλα;) γυρίσματα για τις εξαιρετικά Επικίνδυνες Αποστολές και άφησε τον Τζέρι Μπρουκχάιμερ στη θέση σε περίπτωση που…, και ο εκπρόσωπος του Κάμερον ειδοποίησε πως ο σκηνοθέτης δεν θα παρευρισκόταν για αδιευκρίνιστους προσωπικούς λόγους. Αντίθετα, η Τζέσικα Τσαστέιν πήρε άδεια από τις παραστάσεις του Κουκλόσπιτου που μόλις άνοιξε στο Broadway για να παρουσιάσει τα βραβεία των πρώτων ρόλων δίπλα στη Χάλι Μπέρι, μέχρι σήμερα μοναδική Αφροαμερικανή νικήτρια στην κατηγορία αυτή, αντικαθιστώντας φυσικά τον εξορισμένο για τα επόμενα δέκα χρόνια Γουίλ Σμιθ με το βαρύ χέρι – το καλύτερο joke του Κίμελ αφορούσε την ετεροντροπή για το παρατεταμένο χειροκρότημα που δέχτηκε πέρυσι, στον ίδιο χώρο, από το κοινό που έκανε πως δεν είδε την μπουνιά στον Κρις Ροκ.
Αντίθετα, η Lady Gaga καθυστέρησε να απαντήσει αν θα έδινε το «παρών», ωστόσο όχι μόνο αφίχθη περίλαμπρη αλλά ξεβάφτηκε εντελώς και με classic rock στολή ερμήνευσε δυναμικά το υποψήφιο για Όσκαρ τραγούδι της από το Top Gun Maverick.
Και επειδή η αγένεια των Κρουζ και Κάμερον είναι θέμα ερμηνείας, η παγωμάρα της Άντζελα Μπάσετ όταν άκουσε το όνομα της καθολικά συμπαθούς Τζέιμι Λι Κέρτις ήταν σε όλους εμφανής και 100% διάφανη. Η βασιλικού ύφους Μπάσετ ουδέποτε δήλωσε μετριόφρων και υποθέτουμε πως η αντισυναδελφική στάση της, αν και σίγουρα μία από τις ειλικρινέστερες αντιδράσεις στο συντριπτικό σύνολο των ευγενικών χειροκροτημάτων των ιστορικά χαμένων της σαδιστικής διαδικασίας της πεντάδας, αντικατοπτρίζει την ομαδική αντεπίθεση της μαύρης κοινότητας στον αποκλεισμό της από τα φετινά Όσκαρ, ειδικά μετά τις ηχηρές απουσίες από τις υποψηφιότητες των Ντανιέλ Ντετγουάιλερ για το Till και Βαϊόλα Ντέιβις για το Woman King. Τουλάχιστον η Ρουθ Κάρτερ, για δεύτερη φορά νικήτρια στην καριέρα της για τα κοστούμια του Wakanda Forever, μίλησε ψύχραιμα και to the point, αποφεύγοντας να ρίξει λάδι στη φωτιά.
Blanchett backlash
Ήταν νομοτελειακό: το πολύ το «Κύριε ελέησον» για την υποκριτική δεινότητα της Κέιτ Μπλάνσετ, η παραδοχή πως είναι ίσως η μεγαλύτερη ηθοποιός που βρίσκεται ανάμεσά μας, επηρεάζει ακόμη και μια κοινότητα σαφώς λιγότερο μεμψίμοιρη, παραδοσιακά γενναιόδωρη και συχνά συγκεντρωμένη στη συγκεκριμένη ερμηνεία και όχι στη γενικότερη καριέρα κάθε προτεινόμενου όπως είναι το σώμα των περίπου 10.000 ψηφοφόρων της Ακαδημίας. Το ίδιο είχε συμβεί και με την επαναλαμβανόμενη παρουσία της Μέριλ Στριπ στα Όσκαρ, περίπου παρόμοια γκρίνια είχε δεχθεί και η Φράνσις Μακντόρμαντ στο τρίτο της Όσκαρ, ακόμη και ο επίσης τρις βραβευμένος Ντάνιελ Ντέι Λιούις είχε αμφισβητηθεί για την Μethod εμμονή του, με τη διαφορά πως ό,τι κι αν του λένε, εκείνος διάγει αδιάβροχο βίο, έχοντας πλέον αποχαιρετήσει τις ανταγωνιστικές κούρσες και τα εγκόσμια κουτσομπολιά.
Η Μπλάνσετ περίπου κατηγορείται για τελειότητα, άρα για έλλειψη ανθρωπιάς, απ' όσους ίσως δεν συνέπλευσαν με το Tar, μια ταινία σχεδιασμένη να μην είναι συμπαθής για να είναι απόλυτα συνεπής με το θέμα της, την κατάχρηση εξουσίας και το ασυναίσθητο, ακλόνητο ego μιας μεγαλομανούς, σχεδόν αυτόκλητης σταρ της κλασικής μουσικής. Κι ενώ κανείς δεν μένει ασυγκίνητος μπροστά στην επικράτηση της Μισέλ Γέο σε ένα από τα μεγάλα ντέρμπι της σύγχρονης ιστορίας των Όσκαρ, ούσα σε ρόλο καριέρας που καμιά άλλη δεν θα μπορούσε να φέρει σε πέρας σε επίπεδο κινησιολογίας και ενσυναίσθησης (αν και αρχικά είχε προταθεί στον Τζάκι Τσαν, θέλω να πιστεύω σε άλλο πλαίσιο), το αναστροφή του αισθήματος για μια σπουδαία ηθοποιό όπως η Μπλάνσετ είναι ένας συνδυασμός της σαρωτικής φόρας του Τα πάντα όλα με μια αναπόδεικτα κρυφοεκδικητική χειρονομία. Δεν είναι τυχαίο που το Tar έφυγε με άδεια χέρια από την απονομή: είναι μια ταινία που δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις (ως και καμία απάντηση), ένα ταξίδι όχι στον χρόνο αλλά με τον χρόνο συμπρωταγωνιστή στο μυαλό του κεντρικού χαρακτήρα (άντε μέχρι υποψηφιότητες, από σεβασμό και δέος μάλλον…), με μια ερμηνεία που στερείται φιλανθρωπίας και κολακείας, χωρίς καν το συντριπτικό φινάλε του Άντονι Χόπκινς στον Πατέρα, ή, για να μείνουμε στα φετινά βραβεία, το καθαρτήριο αντίο του Μπρένταν Φρέιζερ στη Φάλαινα. Η Αυστραλή ηθοποιός ωστόσο έχει δείξει πως δεν πτοείται από τις περιστάσεις και έχει μάθει το παιχνίδι των βραβείων, αποκρούοντας τα τρακαρίσματα που ενδέχεται και να εμπλέκουν φύλο και φυλή με class και αξιοπρέπεια και με την υγιή νοοτροπία του «πάμε παρακάτω».
Η γιορτή της μαμάς
Τον Θεό, αποδέκτη των περισσότερων ευχαριστιών που συνόδευαν τους νικητήριους λόγους παλιότερα, φέτος αντικατέστησε πανηγυρικά η μάνα των τροπαιούχων. Κορυφαίος όλων ο ενθουσιώδης Κι Χουί Κουάν, ο οποίος είχε κλειδώσει προ πολλού τον δεύτερο ανδρικό ρόλο και επανέλαβε σε γενικές γραμμές την ευγνωμοσύνη του προς μια βιομηχανία που τον εξοστράκισε άκαρδα μετά το παιδικό του break στον χώρο, και του έμαθε πως η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία με τον σκληρότερο και πιο χολιγουντιανό, εν τέλει, τρόπο. Σε έναν μακρινό γαλαξία, σε πάρτι παρακολούθησης Όσκαρ στην Κουάλα Λουμπούρ, η μητέρα της Μισέλ Γέο, και πιο πιστή της υποστηρίκτρια, εύλογα πανηγύρισε όταν άκουσε το όνομα της 60χρονης κόρης της και συνέχισε να δακρύζει, ακούγοντάς την να της το αφιερώνει.
Ο κουρασμένος οικοδεσπότης
Δεν ήταν τόσο η εντύπωση πως ο Τζίμι Κίμελ έμοιαζε αποκαμωμένος με το που έλυσε το αλεξίπτωτο της εισαγωγικής, θεαματικής, αλά Top Gun προσγείωσής του στο Dolby Theater όσο η σταθερή κλιμάκωση της έλλειψης οποιασδήποτε πρωτοτυπίας σε ατάκες πέρα από το ρεπερτόριο στο οποίο μας έχει συνηθίσει σε προηγούμενες, πιο ξύπνιες παρουσίες του στα Όσκαρ, και βέβαια, το στυλ που εφαρμόζει στη βραδινή εκπομπή του. Το ψήσιμο στον Γουίλ Σμιθ δεν ήταν κακό, αν και ο Κρις Ροκ αυτοπροσώπως, σε ένα repeat παρόμοιο με την αδικία προς τον Γουόρεν Μπίτι, θα έκλεβε άνετα την παράσταση, αν την απάντησή του προς τον οξύθυμο νικητή του περσινού βραβείου τη φύλαγε για τη μαύρη οσκαρική επέτειο του ενός χρόνου. Από την άλλη, δεν είναι χαζός, με το special του στο Netflix συγκέντρωσε τα βλέμματα και τα χρήματα που του χρωστούσε η κακιά στιγμή.
Όταν ο Κίμελ κατέβηκε από τη σκηνή για να δοκιμάσει μερικές ερωτήσεις στο φαινομενικά απροετοίμαστο ρόστερ των υψηλών καλεσμένων στις μπροστινές σειρές, χαρακτηριστική ήταν η ανακούφιση της Νικόλ Κίντμαν όταν δεν της έλαχε ο κλήρος: ήταν σαφές πως οι στοχοποιημένοι για την περσινή αναισθησία τους δεν είχαν καμία όρεξη για χιουμοριστικά ή άλλα μπλεξίματα, καμία διάθεση για αυτοσχεδιασμούς και πλάκες εκτός σεναρίου. «Ποια είναι η γνώμη σας για τη ροχάλα του Χάρι Στάιλς στον Κρις Πάιν;» τόλμησε να ρωτήσει τη νεότερη στην ιστορία νομπελίστα Μαλάλα, που ήταν εκεί ως εκτελεστική παραγωγός του υποψήφιου ντοκιμαντέρ μικρού μήκους Stranger at the Gate. Κι εκείνη του έδωσε πληρωμένη απάντηση: «Προτιμώ να ασχολούμαι μόνο με ζητήματα που άπτονται της ειρήνης». Το χτύπημα κάτω από τη μέση εξατμίστηκε στην αμήχανη αίθουσα, υπονοώντας πως εφεξής ο ρόλος του παρουσιαστή είναι να τακτοποιεί τυχόν παρεκτροπές και να ενισχύει το θετικό συναίσθημα. Αν παρακολουθούσε, ο Ρίκι Τζερβέιζ θα πρέπει να κάγχαζε από την άνεση της βρετανικής πολυθρόνας του.
Η οικογένεια του Navalny
Το Χόλιγουντ συχνά μεταφράζει απλουστευτικά την πολιτική του παρέμβαση στα πράγματα, κάτι που φάνηκε με το αφελές, εγωκεντρικό ντοκιμαντέρ του Σον Πεν για τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι που είδαμε πρόσφατα στο Βερολίνο. Σε μια χρονιά που στη συγκεκριμένη κατηγορία δέσποζε η υποψηφιότητα της Λόρα Πόιτρας και της Ναν Γκόλντιν με το αριστουργηματικό Όλη η ομορφιά και η αιματοχυσία και το επώδυνο ταξίδι ορφανών παιδιών από την Ουκρανία στο House made of Splinters, μαζί με το ποιητικό All that breathes και το συγκινητικό Fire of love, ήταν προεξοφλημένο πως το Όσκαρ θα έπαιρνε, όπως τελικά και έγινε, το Ναβάλνι πάνω στη λογική της ερευνητικής δημοσιογραφίας του CNN, με μηδενικό κινηματογραφικό ενδιαφέρον και σχεδόν μονοδιάστατη, προπαγανδιστική πρόθεση στην κλιμάκωση της «πλοκής» του. Βασικά, το Όσκαρ πήρε ο αγώνας του φυλακισμένου αντιφρονούντος Ρώσου πολιτικού και η οικογένειά του που παρατάχθηκε διά ζώσης πίσω από τον ορμητικό σκηνοθέτη του Navalny, Καναδό Ντάνιελ Ρορ.
4 νεότερα από το Δυτικό Μέτωπο
Παρά την επικράτησή του στα BAFTA με 7 νίκες σε 14 υποψηφιότητες, η παρουσία σε 9 κατηγορίες του αντιπολεμικού δράματος Ουδέν νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο δεν έπειθε πως θα μεταφραζόταν σε κάτι παραπάνω από το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας, άντε και ένα από τεχνικά βραβεία. Τελικά δεν προχώρησε σε ανατροπή στο σενάριο ή ακόμη και στην καλύτερη ταινία λόγω Ντάνιελς, αλλά κέρδισε συνολικά τέσσερα βραβεία, ακόμη και για το δυσδιάκριτα ευφυές, χωρίς πιασάρικες επωδούς μουσικό σκορ του Χάουσκα, που παλιότερα είχε βρεθεί στην πεντάδα με το Lion, έναντι του φαβορί Τζάστον Χέρβιτς για το Babylon και του θρύλου Τζον Γουίλιαμς, τον οποίο δεν θα ξαναδούμε στις πολυθρόνες των υποψηφίων. Ενδιαφέρον είναι το σημερινό άρθρο του «Hollywood Reporter» για το πώς η πριμοδότηση της ταινίας του Έντβαρντ Μπέργκερ και του Netflix θα πυροδοτήσει τη γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία.
Ομιλείτε την Τελούγκου;
Σίγουρα όχι, ίσως ούτε να την τραγουδάτε, αλλά μπορείτε κάλλιστα να τη χορέψετε! Στα μάτια ενός νεόφερτου στη διαδικασία πρόβλεψης των Όσκαρ, τρανταχτά ονόματα όπως η Ριάνα, η Gaga και ο Ντέιβιντ Μπερν δεν γίνεται ή δεν είναι πρέπον να ηττηθούν από άγνωστους Ινδούς μιας ταινίας γυρισμένης στη διάλεκτο Τελούγκου – ούτε καν Μπόλιγουντ. Κι όμως, το ξεσηκωτικό Naatu Naatu από το RRR του Σ.Σ. Ρατζαμούλι, που στην τελετή έμοιαζε λίγο τσουρούτικο σε σύγκριση με το ντελιριακό battle στην ταινία και θα μπορούσε να είχε μεταφερθεί και στην πλατεία της αίθουσας με επινοητικότερη σκηνογραφία, ήταν από την αρχή το φαβορί και το επιβεβαίωσε. Μία από τις γλυκές στιγμές της βραδιάς ήταν η α καπέλα απόδοση του κλασικού hit των Carpenters, «Top of the world», με πειραγμένους στίχους από τον στιχουργό και τον συνθέτη που κέρδισαν το Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού.
Οι χαμένοι
Fabelmans, Tar, Elvis και τα Πνεύματα του Ινισέριν έφυγαν άπραγοι από την τελετή, με το An irish goodbye να σώζει την τιμή των άφθονων Ιρλανδών που βρίσκονταν διασκορπισμένοι σε τουλάχιστον δέκα κατηγορίες, και τον γαϊδαράκο, την Τζένι, από την ταινία του Μακντόνα να λιώνει τις καρδιές με το ακαταμάχητο βλέμμα του, όταν εμφανίστηκε πλάι στον Τζίμι Κίμελ. Μακάρι να έστεκε κάποια επιστημονική, μαθηματική ή παρασκηνιακή εξήγηση για τον αποκλεισμό τους – μερικοί θα προτιμούσαν κάτι πιο συνωμοσιολογικό, αλλά δεν υπάρχει. Απλά και πεζά, περίσσεψαν από την εξίσωση που φέτος έβγαλε 11 βραβεία σε δύο ταινίες, δύο στη Φάλαινα και από ένα στις ακριβές παραγωγές, και το RRR.