Γεννήθηκα στην Αθήνα, γέννημα-θρέμμα Καλλιθεώτισσα. Σαν παιδάκι, έπαιζα στις αλάνες στις Τζιτζιφιές. Ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος, εργολάβος πλακάς. Με έπαιρνε κοντά του στη δουλειά από έφηβη. Ετοίμαζα τη λάσπη, έβαζα τους αρμούς στα πλακάκια, τοποθετούσα «ψαροκόκαλο» πλακάκια στις βεράντες… Μαζί του είχα μάθει στην οικοδομή και γούσταρα πάρα πολύ. Η μητέρα έκανε την πολύ δύσκολη και κουραστική δουλειά, αυτή της νοικοκυράς και της ανατροφής της δικής μου και της αδερφής μου. Φοβεροί άνθρωποι, με ήθος, όρια και κανόνες, μας μεγάλωσαν με πολλή αγάπη, χωρίς να μας τιμωρούν. Καταπληκτικοί γονείς, από τους οποίους πήραμε αξίες και ιδανικά, πολλά εφόδια για τη ζωή μας, και εγώ και η αδελφή μου.
• Στο σχολείο ήμουν μέτρια μαθήτρια, αλλά είχα την εξυπνάδα να ακούω τους καθηγητές για να μπορώ να παρακάμπτω το διάβασμα στο σπίτι. Δεν άνοιγα καθόλου βιβλίο, αλλά θυμόμουν την παράδοση κι έτσι έβγαλα τη Γ’ Λυκείου με ένα αξιοπρεπέστατο 16. Εξακολουθώ να μένω στην Καλλιθέα, στις ίδιες γειτονιές όπου έπαιζα μικρή, που πήγα σχολείο, και τώρα πια «αλητεύει» η κόρη μου.
Τώρα έχουμε μια νέα γενιά συγκροτημάτων, τα μέλη τους είναι παιδιά πραγματικά εξελιγμένα, δεν έχουν καμία σχέση με εμάς. Θυμάμαι εποχές στα τέλη των ’80s που δεν βρίσκαμε καν στούντιο να κλείσουμε πρόβες.
• Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική ήταν όταν πήγα να γραφτώ στην Α’ Γυμνασίου, όπου είδα έξω από το σχολείο, στο Γυμνάσιο Θαλή στην Καλλιθέα, ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο. Το ζευγάρι αυτό είχε την εμφάνιση των λεγόμενων τότε «κιουρόβιων» – μαλλιά όρθια, μυτερά παπούτσια, λίκρα κολάν – και μου έκανε ασύλληπτη εντύπωση η εικόνα τους. Με διέγειρε τόσο, που ήθελα να δω τι ήταν αυτό, γιατί ήταν έτσι ντυμένοι αυτοί οι άνθρωποι, τι ακούνε. Κάπως έτσι μπήκε και η μουσική στη ζωή μου: ξεκίνησα με το πανκ για να πάω στο μέταλ και έπειτα σε όλη αυτή την εποχή της σκηνής του grunge και του Σιάτλ.
• Οι πρώτοι μου δίσκοι δεν είχαν και ιδιαίτερη σχέση μεταξύ τους – πάντα, βέβαια, ήταν γύρω από τη ροκ. Ήταν οι δίσκοι των Mötley Crüe, Dead Kennedys και το «Reign in Blood» των Slayer, το οποίο δεν το αγόρασα εγώ, αλλά η αδελφή μου, αλλά εννοείται πως το ακούγαμε μαζί στο σπίτι.
• Από πολύ μικρή ένιωθα, και ήθελα να είμαι, μέρος όλου αυτού του επαναστατικού και τόσο διαφορετικού status, της τέχνης της μουσικής και των συνθέσεων. Έπρεπε να το ζήσω λοιπόν από μέσα και όχι απλώς να το βλέπω και να το αφουγκράζομαι, ήθελα να το έχω μέσα στην καθημερινότητά μου και στη ζωή μου. Διάλεξα τα τύμπανα, γιατί ήθελα από πιτσιρίκι να διαφέρω, εγωιστικά, δεν ξέρω πώς να το πω. Τα τύμπανα δεν ήταν σύνηθες όργανο για μια γυναίκα, ήταν σπάνιο φαινόμενο να πετύχεις γυναίκα ντράμερ.
• Το πρώτο μου συγκρότημα δημιουργήθηκε στα 16 μου, ήταν μια grindcore μπάντα με πολύ γρήγορες ταχύτητες. Λεγόταν Terrified, δύο αγόρια και εγώ, και εκεί δοκίμαζα ρυθμούς και tempo με το εφηβικό μου θράσος, ούσα άσχετη με τα τύμπανα, και αυτοδίδακτη. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερα να παίξω και δίκαση, κάτι που ήταν εντυπωσιακό, ειδικά στις μουσικές που ακούγαμε. Είχαμε ένα υπόγειο στούντιο στην Ακαδημίας και προβάραμε εκεί.
• Ξεκινώντας να παίζω με τους Terrified, ακούστηκε στο σινάφι μας, που δεν ήταν και μεγάλο, στην ουσία μια παρέα ήμασταν όλοι τότε που μαζευόμασταν έξω από το δισκάδικο Rock City στην Ακαδημίας, μοιράζαμε σε κασέτες τα demo μας και με αυτόν τον τρόπο διαδίδαμε τη μουσική μας. Μαθεύτηκε από την Άντα Λαμπάρα, κιθαρίστρια και ιδρυτικό μέλος των Villa 21, η οποία ήθελε να φτιάξει ένα γυναικείο συγκρότημα. Έμαθε ότι υπήρχε μια γυναίκα ντράμερ και με πλησίασε.
• Έτσι φτιάχτηκαν οι Nonmandol. Δώσαμε ένα ραντεβού τότε με την Άντα στο δισκάδικο Happening, με κάλεσε στο σπίτι της, εκεί όπου πραγματικά γνώρισα έναν άλλο κόσμο μουσικής, ανθρώπων και καλλιτεχνών. Όλα ξεκίνησαν από εκεί.
• Το ύφος της μπάντας ήταν «πολυμορφικό», γιατί όλες ακούγαμε διαφορετικές μουσικές. Η Άντα ήταν πιο κοντά στο garage και αυτό ήταν που ήθελε στην ουσία, να φτιάξει μία garage γυναικεία μπάντα. Τα ακούσματά μας όμως ήταν και Motörhead, thrash metal, οπότε μας έβγαινε πάρα πολύ αυτό. Δεν καταλαβαίναμε τι παίζαμε τότε, ήμασταν και πολύ μικρές. Όταν ξεκινήσαμε τις Nonmandol πήγαινα ακόμα Γ’ Λυκείου. Δεν καταλαβαίναμε τι κάναμε ούτε τι είδος παίζαμε, αν πρέπει να του βάλουμε μια ταμπέλα ‒ δεν υπήρχε ο όρος stoner τότε. Αλλά, πέραν άλλων συγκροτημάτων, ήμασταν επηρεασμένες και από τους Black Sabbath, και τελικά μας βγήκε αυτό. Γενικά, μας έβγαινε κάτι σκληρό.
• Από τα πρώτα live οι Nonmandol γεμίζαμε τα venues μόνο και μόνο επειδή το συγκρότημα ήταν γυναικείο, κι αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό. Όταν πέθανε ο Fever, ο Κώστας Ποθουλάκης, ο τραγουδιστής των Villa 21 και σύζυγος της Άντας, έγινε μια συναυλία στο Πεδίον του Άρεως το 1993, όπου μαζεύτηκαν χιλιάδες για να τιμήσουν τη μνήμη του. Θυμάμαι να μας πετάνε προφυλακτικά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν βγήκε η τραγουδίστριά μας, μαζέψαμε τα προφυλακτικά από τη σκηνή, τα πετάξαμε στον κόσμο και τους είπαμε «ευχαριστούμε πολύ, εμείς τουλάχιστον θα τα χρησιμοποιήσουμε». Έγινε ένας χαμός. Αντιμετώπιζα βέβαια και την κλασική κριτική τότε, «πολύ καλά παίζεις για γυναίκα». Μέχρι το «πολύ καλά παίζεις» αισθανόμουν ωραία, σκεφτόμουν πως κάτι κάναμε, κάτι μεταδώσαμε στον κόσμο, μετά έμπαινε και το «για γυναίκα», το οποίο θεωρώ ελεεινό.
• Η πρώτη βόλτα στα Εξάρχεια ήταν έπειτα από ένα τριήμερο live των Ramones στο Ρόδον, στη Μάρνη, το 1989, αν θυμάμαι καλά. Πρέπει να ήμουν 16 χρονών και όταν άραξα στην πλατεία ένιωσα πραγματικά σαν να πήγα σε έναν άλλο πλανήτη. Άνοιξαν αυτόματα οι «κεραίες» μου και η αντίληψή μου λειτουργούσε στο μάξιμουμ. Πιο μικρή, πριν μπλέξω με τις μουσικές, πήγαινα κι έβλεπα συναυλίες στο Σινέ Μαξίμ τότε, στην Καλλιθέα, όπου έπαιζαν οι Thanatos Inc., οι Flames και πολλοί άλλοι, όμως η αλήθεια μέσα μου αποκαλύφθηκε όταν είδα όσα συνέβαιναν στα Εξάρχεια.
• Στο An άρχισα να πηγαίνω από το 1989, έγινε το στέκι μου. Ήμουν συνέχεια εκεί. Ήταν κάθε μέρα ανοιχτό, από Δευτέρα μέχρι Κυριακή και πήγαινα να αράξω, ακόμα και μόνη μου για να δω τα συγκροτήματα που έπαιζαν τότε. Εκείνες τις εποχές είχαμε την τύχη να δούμε ιστορικές συναυλίες και σπουδαία συγκροτήματα, όπως οι Honeydive, Αρνητική Στάση, Make Believe, Πορφύρια, Danger Cross, Deus Ex Machina, μέχρι και την πρώτη συναυλία των Ξύλινων Σπαθιών. Τρομερές εποχές αυτές, δεν ξέρω αν θα επιστρέψουν ποτέ, το να ανοίγει δηλαδή ένα live venue καθημερινά και να είναι και γεμάτο και να έχει να παρουσιάσει μία νέα πρόταση κάθε μέρα. Ήταν πραγματικά σπάνιο.
• Το 1991 έδωσα στο An την πρώτη μου συναυλία με τις Nonmandol. Τον Δεκέμβριο του 1999 ο υπεύθυνος του An club, Πέτρος Κουτσούμπας, μου πρότεινε να αναλάβω το γραφείο Τύπου, αφού είχα πάει στο An έπειτα από έναν καβγά που είχα με το τότε αφεντικό μου στην καφετέρια όπου εργαζόμουν. Τρεις μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 2000, διοργάνωσα την πρώτη μου συναυλία. Τριήμερο με Τρύπες! Έναν χρόνο μετά μου παρέδωσε τα κλειδιά του An και πάντα θα τον ευγνωμονώ γι’ αυτό.
• Το An για μένα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αφουγκράζεται τις συνθήκες και νιώθει τις ανάγκες των ανθρώπων. Ορίζεται από το μεγαλείο της τέχνης, ενεργοποιείται από τη δημιουργία και συντηρείται από την αστείρευτη επιθυμία για έκφραση. Προσωπικά, είναι το άλλο μου μισό, τρόπος ζωής. Μετρώ ήδη εκεί ένα τέταρτο του αιώνα.
• Δεν έχει καμία σχέση το An με το τι είναι αυτή την στιγμή η πλατεία Εξαρχείων, που μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν γεμάτη ναρκέμπορους και δεν τολμούσες να τη διασχίσεις, γιατί μπορεί να σε μαχαίρωναν, να σε έκλεβαν, ακόμα και να σε βίαζαν. Η πλατεία αυτήν τη στιγμή είναι γεμάτη μπάζα και μπάτσους. Δεν έχουμε καμία σχέση με αυτή την κατάσταση.
• Στα Εξάρχεια γεννήθηκαν ιδέες, ιδανικά, τέχνες και ελευθερία της έκφρασης, επομένως έπρεπε να πολεμηθούν ώστε να πάψουν να υπάρχουν με αυτόν τον τρόπο σε μια κοινωνία που τη θέλουν τυφλή και φιμωμένη. Έτσι τα Εξάρχεια δεν πουλήθηκαν απλά, ξεπουλήθηκαν. Ήταν ένα βαθιά οργανωμένο σχέδιο.
• Το An, όντας μέσα στο στόμα του λύκου, έπαιξε τον δικό του ρόλο, ασπαζόμενο την ελευθερία κάθε ιδιόρρυθμης και εναλλακτικής έκφρασης. Με αυτήν τη ξεκάθαρη στάση πορεύεται εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια, έχοντας ως βάση την αγάπη για την τέχνη και τον σεβασμό στον συνάνθρωπο. Με όπλα μας όλα αυτά, λοιπόν, συνεχίζουμε να λειτουργούμε ανεπηρέαστοι.
• Το Αn club δεν έκλεισε ποτέ. Κοντεύει τα σαράντα χρόνια λειτουργίας. Είναι το σπίτι μου. Υπάρχουν στιγμές που κατεβαίνω κάτω, ενώ είναι άδειο, μου αρέσει να αφουγκράζομαι τους ήχους της προηγούμενης νύχτας, να μυρίζω την τσιγαρίλα, να νιώθω το πάθος, την όρεξη, την τέχνη, τη δημιουργία. Αν δεν υπήρχε, πιθανότατα να ήμουν ένα άλλο άτομο, να είχα μια εντελώς διαφορετική προσωπικότητα. Με έχει βοηθήσει στις πιο δύσκολες στιγμές μου, πάντα με κρατούσε όρθια, ήταν το στήριγμά μου. Πάντα ήξερα ότι όταν είχα να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση, η ασχολία μου και μόνο με το Αn και τη διοργάνωση συναυλιών λειτουργούσε ως «ψυχολόγος», αυτομάτως και ως διά μαγείας έβρισκα τη λύση και στα πιο δύσκολα προβλήματά μου. Ακόμα και τον καιρό της πανδημίας που πολύς κόσμος, δυστυχώς, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί αυτήν τη δύσκολη στιγμή, εμείς κοιτάξαμε να μην πέσουμε, να συνεχίσουμε να δημιουργούμε, να στηρίξουμε τη σκηνή που τότε δεν μπορούσε να κάνει live. Τα συγκροτήματα σταμάτησαν να κάνουν συναυλίες, αλλά κάποιοι μουσικοί ζουν αποκλειστικά από αυτό, κάπως έτσι μου ήρθε η ιδέα να διοργανώσουμε το Merch Of The Bands Bazaar, ώστε να μπορέσουμε να ανταποδώσουμε στους καλλιτέχνες μας τη στήριξη που μας παρέχουν τόσα χρόνια. To An υπάρχει χάρη σε όλους αυτούς τους καλλιτέχνες που μας τιμούν παίζοντας εδώ.
• Όσο για τις αγαπημένες μου συναυλίες στο Αn, συνηθίζω να λέω το ρητό του Νίκου Τριανταφυλλίδη, ο οποίος κάποτε είχε πει «όταν θυμάσαι μια συναυλία, σημαίνει ότι δεν την έζησες». Αυτό το εκμεταλλεύομαι ξεκάθαρα, με συμφέρει να το λέω, γιατί πλέον δεν θυμάμαι αρκετά πράγματα. Σίγουρα, όμως, θυμάμαι κάποιες συναυλίες και καλλιτέχνες τους οποίους λάτρευα ούτως ή άλλως από πιτσιρίκι, όπως αυτή των Senser ή του Lee Scratch Perry. Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω τις συναυλίες των Dead Moon, αργότερα Pierced Arrows; Αγαπημένες μου είναι και συναυλίες που κάναμε πρόσφατα, πριν από λίγες μέρες, π.χ. με τους Planet of Zeus, οι οποίοι είχαν να παίξουν στο Αn δεκατρία χρόνια και μόνο αγάπη νιώθω γι’ αυτούς, με τους Vodka Juniors…
• Με έχουν εντυπωσιάσει η απλότητα και συγχρόνως ο επαγγελματισμός των Senser. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι τους είχα στη σκηνή να παίζουν το «Age of Panic» και όλα τα αριστουργήματα που τους έχουν καθιερώσει, και έπειτα να τα λέμε λες και γνωριζόμασταν από πάντα, ήταν τόσο προσιτοί. Εντυπωσιακή ήταν η σκληρή εξωτερική στάση των Public Enemy, που εξαφανιζόταν όμως όταν συζητούσες μαζί τους και τα μάτια τους άστραφταν με μια εφηβική και ανέμελη σπίθα. Νιώθω ευλογημένη για την αδελφική πλέον σχέση που έχουμε χτίσει με τους Savage Republic και για το πως αυτοί οι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν την όρεξη και το πάθος, κάθε φορά που τους φιλοξενώ στο An είναι σαν να είναι η πρώτη φορά και ακόμα καλύτερα. Τρομερή εντύπωση μου είχε κάνει επίσης ο ζωντανός θρύλος John Garcia (Κyuss, Hermano, Slo Burn, Unida), o οποίος δεν παρέλειπε ποτέ να μας ευχαριστεί. Αυτός ο άνθρωπος, που γελάει με την ψυχή του και του αρέσει τόσο πολύ το ελληνικό φαγητό, έβρισκε πάντα τρόπο να ανταποδώσει, χαρίζοντάς μας απλά, αλλά συγχρόνως σημαντικά πράγματα. Θα μπορούσε άνετα να είναι κολλητός μου φίλος. Είναι αφοσιωμένος τόσο στην οικογένειά του όσο και στη μουσική του. Φυσικά, δεν μπορώ να ξεχάσω τον υπέροχο άνθρωπο και εξαιρετικό μουσικό Brant Bjork. Όλοι αυτοί είναι ζωντανοί θρύλοι κι όμως η στάση τους δεν είναι καθόλου υπεροπτική, κι αυτό τους κάνει ακόμα πιο σπουδαίους.
Brant Bjork - Defender of the Oleander
• Από το An έχει περάσει όλη η εγχώρια σκηνή, οι Terror X Crew, οι FF.C, οι Στίχοιμα, οι 1000 Mods, Bad Movies, Nightstalker, Rotting Christ. Όποιο είδος κι αν πρεσβεύουν, χιπ χοπ, ροκ, μέταλ, stoner ή πανκ, όλοι έχουν παίξει στη σκηνή του Αn. Κοιτάζω την ατζέντα, πάω είκοσι πέντε χρόνια πίσω, και βλέπω κάτι μπάντες που τώρα παίζουν μπροστά σε 5.000 άτομα και κάνουν sold out, αλλά ξεκίνησαν με 60-70 εισιτήρια. Θα δανειστώ μια κουβέντα πάλι, της Μαρίνας Δανέζη αυτήν τη φορά, που αποκαλεί το Αn club «φυτώριο» νέων καλλιτεχνών, και έχει μεγάλο δίκιο.
• Με όλα αυτά τα παιδιά νιώθω πως μεγαλώνουμε και εξελισσόμαστε μαζί. Τα συγκροτήματα αυτά έχουν προοδεύσει πάνω από όλα ως άνθρωποι και αυτό αντικατοπτρίζεται στις μουσικές τους. Πώς θα μπορούσα να μείνω στάσιμη; Παρακολουθώντας τους, έπρεπε να μάθω ακόμα περισσότερα σε σχέση με την επαγγελματική μου ανάπτυξη και για να γίνει αυτό, έπρεπε πρώτα από όλα να κοιτάξω μέσα μου και να αφουγκραστώ τις δυνατότητες και τα θέλω μου. Όταν ξεκίνησα στο An έστελνα τα δελτία Τύπου με φαξ, τέτοιες «πρωτόγονες» εποχές.
• Τώρα έχουμε μια νέα γενιά συγκροτημάτων, τα μέλη τους είναι παιδιά πραγματικά εξελιγμένα, δεν έχουν καμία σχέση με εμάς. Θυμάμαι εποχές στα τέλη των ’80s που δεν βρίσκαμε καν στούντιο να κλείσουμε πρόβες. Μας ρώταγαν τι παίζουμε, λέγαμε μέταλ και μας έκλειναν τις πόρτες, δεν μας δέχονταν. Τώρα τα νέα παιδιά ξέρουν τα πάντα. Καταρχάς, τους βοηθάει τρομερά το διαδίκτυο. Μπορούν να κάνουν μαθήματα κιθάρας online και συγχρόνως να μάθουν τον ήχο τους, τι ενισχυτές να χρησιμοποιήσουν και πώς θα τους χρησιμοποιήσουν. Έχουν μέχρι και γνώσεις ηχοληψίας. Και μελετάνε. Εμείς πηγαίναμε στα τυφλά, δεν μας ενδιέφερε να φτιάξουμε ήχο, δεν ακούγαμε τίποτα, παίζαμε συνέχεια «τσίτα». Όταν δεν ακούγαμε, δυναμώναμε ακόμα περισσότερο την ένταση, μέγα λάθος.
• Φυσικά, έχω και κάποιες αδυναμίες, π.χ. τους We Own The Sky και τους Their Methlab που έχουν καταφέρει σε συναυλίες τους να με κάνουν να δακρύσω. Ξεφεύγω με την ενέργεια και το παίξιμο των Frenzee, πραγματικά, δεν έχω δει κάτι παρόμοιο ως τώρα. Και με τους Night Knight, που δυστυχώς, δεν παίζουν πια. Ήταν μια μπάντα απρόσμενα διαφορετική και ιδιαίτερη, που για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήθελα να τους ακούω συνέχεια λόγω των συναισθημάτων που μου προκαλούσαν. Επίσης λατρεύω τους Bus γιατί παίζουν αγνό και τίμιο heavy metal, ξεκάθαρα παλιομοδίτικο, που με μεταφέρει στα πρώτα μου ακούσματα.
• Είναι δύο οι εποχές για εμένα στο Αn: πριν από τον Τάκη και με τον Τάκη. Στην ουσία, τα ηνία μού τα παρέδωσε ο Πέτρος Κουτσούμπας. Ο ιδιοκτήτης του An ήταν άλλος τότε. Από τη στιγμή που πήρε ο Τάκης Καπαρίδης το An (πρέπει να κοντεύουν είκοσι χρόνια), θεωρώ ότι έγινε ένα νέο ξεκίνημα. Δουλεύαμε πιο επαγγελματικά πλέον. Έφυγε αυτό το «χύμα» underground που επικρατούσε με τον παλιότερο ιδιοκτήτη, που πάλευα για να αλλάξουν κάποια πράγματα. Φτιάχτηκε ο ήχος, μπήκαν τα πράγματα σε μια τάξη. Με τον Τάκη owner του An όλοι πληρώνονταν στην ώρα τους, καλύπτονταν όλες οι απαιτήσεις των συγκροτημάτων, δώσαμε βάση στη διαφήμιση. Θα μπορούσα να πω ότι είναι το στήριγμά μου κι εγώ το δικό του. Μαζί το κρατάμε το An. Υπάρχει μεταξύ μας σεβασμός και κατανόηση, διαφωνούμε με ευγένεια, συμφωνούμε και εξελισσόμαστε καθημερινά. Μπορούμε να κοιταχτούμε στα μάτια και να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον κι αυτό συμβαίνει σπάνια στους ανθρώπους. Δέχεται ο ένας τον άλλον όπως είναι. H συνεργασία αυτή αντικατοπτρίζεται και στο ίδιο το An, στον τρόπο που δουλεύει και εξελίσσεται. Το παλεύουμε μαζί, σε όλες τις συνθήκες και περιστάσεις, ειδικά από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και μετά. Την περίοδο της οικονομικής κρίσης, λίγο αργότερα, όταν μπήκαν στην πλατεία οι ναρκέμποροι, πιο μετά, με την πανδημία, τώρα με την αστυνομία, σε όλες αυτές τις συνθήκες εμείς είμαστε εδώ, οι δύο κολόνες του Αn club.
• Η πιο δύσκολη ίσως στιγμή που έζησα ήταν στις αρχές των ’00s, που ο τότε ιδιοκτήτης του An αποφάσισε εν μια νυκτί, και φυσικά ερήμην μου, να δώσει τη διαχείριση του An σε κάποιον που ήθελε να το μετατρέψει σε κάτι πολύ ξένο στη φιλοσοφία του χώρου. Έγινε μια φοβερή διένεξη, ως και βαρέλι μπίρας μου πέταξε την ώρα που το συγκρότημα βρισκόταν πάνω στη σκηνή.
• Οι Coyote’s Arrow είναι οικογένεια, τα μέλη μας, ο Σταύρος και ο Δημήτρης Μάνθος είχαν τους Deus Ex Machina. Η μουσική μας είναι ως επί το πλείστον ιδέες του Δημήτρη που έπαιζε μπάσο στους Deus και τώρα κιθάρα στους Coyote’s Arrow. Δεν το έχει πει ποτέ ο ίδιος αυτό, αλλά πιστεύω πως πρόκειται για συνθέσεις και τραγούδια που ετοίμαζε καιρό και που δεν τα έπαιξε ποτέ με τους Deus ex Machina. Εγώ έχω κουμπαριάσει με τον Σταύρο, η Μαρία, η μπασίστρια, είναι η γυναίκα του κι έχουν μαζί ένα υπέροχο κοριτσάκι, η Ευτυχία, στα κρουστά και στα δεύτερα φωνητικά, είναι η κόρη του Δημήτρη. Είμαστε δηλαδή κυριολεκτικά μια οικογένεια. Το φλας το έφαγε ο Δημήτρης σε κάποιες διακοπές μας, που τζαμάραμε, και είπε «πάμε να κάνουμε μια μπάντα όλοι μαζί η παρέα». Ως τώρα έχουμε κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ, το «Aho» και το «Desert», και τώρα, τον Μάιο, θα μπούμε να ηχογραφήσουμε το τρίτο μας άλμπουμ.
• Στη μουσική των Coyote δεν υπάρχουν ταμπέλες και όρια. Παίζουμε ό,τι νιώθουμε. Δεν θα το πω πανκ, αλλά ούτε και punk ‘n’ roll. Έχουμε πολλά και διαφορετικά στοιχεία. Είμαστε ελεύθεροι στον τρόπο που δημιουργούμε και συνθέτουμε. Κανείς δεν πιέζει τον άλλον. Πολύ βασικό αυτό.
Coyote’s Arrow - This is the time
• Η Αθήνα δεν είναι τα Εξάρχεια, τα Εξάρχεια δεν είναι η Αθήνα. Τις πόλεις και τις συνοικίες τις «χρωματίζουν» οι άνθρωποι. Κυκλοφορείς στην Αθήνα και βλέπεις π.χ. τον «Μεγάλο Περίπατο», που είναι το χάλι το ίδιο, βλέπεις λουλούδια μέσα σε τσιμέντα να λιώνουν από τον ήλιο και πληρώσαμε εκατομμύρια γι’ αυτό. Βλέπω πολλούς κατσουφιασμένους ανθρώπους στην πόλη μας, και αδιάφορους, βιαστικούς. Πολλά νεύρα, κορναρίσματα, θυμός, πολλή δυστυχία γύρω μας. Οι περισσότεροι περπατούν με σκυφτό το κεφάλι. Βλέπεις, όμως, στις πλατείες τα νέα παιδιά με μια μπίρα στο χέρι να κουβεντιάζουν, να μιλάνε για το αύριο, να ονειρεύονται, να ερωτεύονται και λες, οk, υπάρχει ελπίδα.
• Η κόρη μου είναι σχεδόν 16 χρονών. Κάποιες φορές έχει έρθει στο Αn. Δεν πιστεύω ότι το κάνει από αντίδραση, αλλά δεν ακούει τόσο ροκ, εκτός από αυτά που φέρνουμε στο Αn, τα οποία, όταν έρχεται, τα παρατηρεί κάπως βαριεστημένα. Ακούει πιο πολύ χιπ χοπ. Το καταλαβαίνω, το μεγαλύτερο μέρος της νέας γενιάς αυτό ακούει. Δεν την πιέζω καθόλου στα ακούσματά της, την αφήνω ελεύθερη να ακούει ό,τι θέλει. Δεν την έχω ρωτήσει, αλλά πιστεύω ότι αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητα και τι συμβαίνει στο An, γιατί δεν μου έχει γκρινιάξει ποτέ για τον τόσο πολύ χρόνο που καταναλώνω στις συναυλιακές διοργανώσεις, μου δείχνει ξεκάθαρα πόσο σέβεται όλο αυτό που κάνω.
• Ο μεγαλύτερος ίσως φόβος που έχω για την κόρη μου είναι μήπως δεν καταφέρει να ανακαλύψει ποτέ τον σκοπό της ζωής της, μήπως δεν καταφέρει να γίνει το άτομο που η ίδια έχει ως πρότυπο τώρα Έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό και της μιλάω συχνά για την πραγματική ουσία, την πραγματική ευτυχία, την ελευθερία, την ανεξαρτησία, το ήθος, τον σεβασμό και τον δυναμισμό μιας γυναίκας. Συζητάμε πολύ για όλα αυτά. Λένε πως δύο είναι οι πιο σημαντικές στιγμές ενός ανθρώπου: η στιγμή που γεννιέται και η στιγμή που ανακαλύπτει τον λόγο που γεννήθηκε. Θέλω να παλεύει, να μη φοβάται και να μην τα παρατάει ποτέ, ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, οι οποίες έρχονται ξεκάθαρα για να μας μάθουν, να μας πάνε μπροστά, να μας εξελίξουν. Αυτό με απασχολεί πολύ, να μην τα παρατάει ποτέ και να μη σκύβει το κεφάλι. Θέλω να αναλαμβάνει τις ευθύνες της, να παραδέχεται τα λάθη της κι έπειτα να προχωρά, να μη μένει σε αυτά.
• Το An θα μας απασχολεί για πάρα πολύ καιρό, ακόμα και σύνταξη να πάρω. Όσο υπάρχει τέχνη, δημιουργία, συγκροτήματα, μουσική και μουσικοί, το Αn club θα βρίσκεται πάντα εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.