O Χρήστος Δανιηλίδης και ο Μιχάλης Μαλανδράκης, δύο 24χρονοι απόφοιτοι του τμήματος ΜΜΕ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έφτιαξαν την «Εποχή της άρνησης του θανάτου», ένα ντοκιμαντέρ για την αγγλόφωνη ροκ σκηνή της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία.
Συγκροτήματα όπως οι Planet of Zeus, Nightstalker, 1000mods, Deaf Radio κ.ά. παρελαύνουν μπροστά από τον φακό και μιλούν για την έκρηξη του stoner στη χώρα μας και την απήχηση των συγκεκριμένων συγκροτημάτων στο εξωτερικό από τη δική τους βιωματική σκοπιά, ενώ πανεπιστημιακοί όπως ο καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, Νικόλας Χρηστάκης, δίνουν μια διαφορετική εκδοχή.
Δυστυχώς, όπως συμβαίνει σε διάφορα ελληνικά ντοκιμαντέρ που αφορούν τη ροκ σκηνή της χώρας, απουσιάζει μια πιο κριτική και γυναικεία ματιά. Από τη δική μου σκοπιά θα ήταν ενδιαφέρον π.χ. να βλέπαμε και γκρουπ όπως οι Puta Volcano. «Η εποχή της άρνησης του θανάτου» θα παρουσιαστεί σε πρώτη προβολή στο πλαίσιο του Gimme Shelter Film Festival την Κυριακή 13 Ιουνίου στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, με live από τους Whereswilder και Honeybadger.
— Πώς ξεκίνησε η ιδέα του ντοκιμαντέρ;
Χρήστος Δανιηλίδης: Η ιδέα του ντοκιμαντέρ ξεκίνησε και άρχισε να δουλεύεται την άνοιξη του 2018, όταν ήμουν στο πρόγραμμα Erasmus. Έχοντας χάσει αρκετά live στην Αθήνα και βλέποντας κάποια βίντεο από ελληνικές μπάντες ως υποκατάστατο, το autoplay του YouTube με πέταξε σε μια εμφάνιση των Planet of Zeus στο Schoolwave Festival το 2012. Θυμάμαι είχαν ανέβει πάνω από 100 άτομα πάνω στη σκηνή, με τους Planet να παίζουν το Eat Μe Αlive. Έτσι σκέφτηκα να κάνω μια πτυχιακή με βάση το πώς το Schoolwave γεφύρωσε το παλιό με το νέο αίμα στη rock. Ωστόσο, μου είχε δημιουργηθεί η επιθυμία να κάνω ένα ντοκιμαντέρ, ως έναν φόρο τιμής στις μπάντες που άκουγα από πιτσιρικάς και ζήτησα την συνεργασία του Μιχάλη.
Νομίζω πως ο όρος stoner έχει γίνει κόκκινο πανί για όλους όσοι ασχολούνται με τη σκληρή rock μουσική. Ξεκίνησε ως ένα μέσο μουσικής κατηγοριοποίησης κι έφτασε να είναι ένα είδος τσουβαλιάσματος και ταμπελιάσματος, προκειμένου να ξέρει ο καθένας με ευκολία για τι είδος μιλάει.
— Πού απευθύνεται; Τι θα δει κάποιος που δεν έχει καμία σχέση με αυτήν τη σκηνή;
Μιχάλης Μαλανδράκης: Σίγουρα είναι ειδικού ενδιαφέροντος, καθώς είναι γεωγραφικά εστιασμένο και καταπιάνεται με μια συγκεκριμένη μουσική σκηνή, οπότε σίγουρα απευθύνεται σε όσους ακολουθούν αυτήν τη σκηνή και θέλουν να μάθουν περισσότερα: πώς ξεκίνησε, πότε και γιατί μεγάλωσε και κυρίως πώς κατάφερε να μην πεθάνει, σε μια χώρα που πάντοτε είχε διαφορετικές μαζικές μουσικές προτιμήσεις. Γι' αυτόν που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη σκηνή, ίσως είναι μια αφορμή να τη γνωρίσει.
— Πώς ήρθατε σε επαφή για πρώτη φορά με τις μπάντες και τη συγκεκριμένη μουσική;
Μ.Μ.: Σε μένα συνέβη μέσω του Χρήστου. Θυμάμαι είχα ακολουθήσει σε ένα-δυο live, για παρέα, αλλά κυρίως συνέβη κατόπιν της πρότασής του να φτιάξουμε μαζί ένα ντοκιμαντέρ πριν από τρία καλοκαίρια.
Χ.Δ.: Η δική μου επαφή ξεκίνησε από τις αρχές της εφηβείας μου, κυρίως εξαιτίας της αδερφής μου και των μεγαλύτερων ξαδέλφων μου. Δεν θα ξεχάσω πότε το ενδιαφέρον που μου είχε προκαλέσει μια αφίσα των Nightstalker από ένα live στο Αn Club, που είχε τον Lucky Luke, την οποία είχα βρει στο εφηβικό δωμάτιο του ξαδέρφου μου. Από τους Stalker πήγα στους Last Drive και τους Deus Ex Machina, από τους Last Drive στους Planet κι από τους Planet στους 1000mods και πάει λέγοντας. Ας είναι καλά η αυτόματη αναπαραγωγή του YouTube και το πρώιμο Bandcamp. Με τις ίδιες τις μπάντες σε διαπροσωπική επαφή ήρθα μέσω της ραδιοφωνικής εκπομπής που είχα μαζί με τον Παναγιώτη Ρέππα, τους «Overnight Parasites».
— Πώς επιλέχθηκαν τα γκρουπ που πρωταγωνιστούν στο ντοκιμαντέρ; Με τι κριτήρια;
Όσο προχωρούσε η ιδέα και η δομή του ντοκιμαντέρ, τόσο θέλαμε να δώσουμε μια καθολική και οριοθετημένη οπτική, τόσο από άποψη αφήγησης όσο και από την ποικιλία των γκρουπ και των ανθρώπων που θα το απαρτίζουν. Οι μπάντες στην ουσία επελέγησαν με βάση τη γενιά, την ιστορικότητα και τον ρόλο που έπαιξαν στη δημιουργία και την καθιέρωση αυτής της σκηνής.
— Γιατί αποφεύγετε να αναφερθεί ο όρος stoner στο ντοκιμαντέρ;
Χ.Δ.: Νομίζω πως ο όρος stoner έχει γίνει κόκκινο πανί για όλους όσοι ασχολούνται με τη σκληρή rock μουσική. Ξεκίνησε ως ένα μέσο μουσικής κατηγοριοποίησης κι έφτασε να είναι ένα είδος τσουβαλιάσματος και ταμπελιάσματος, προκειμένου να ξέρει ο καθένας με ευκολία για τι είδος μιλάει. Οι μπάντες θεωρώ πως τον χρησιμοποιούν για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Άλλοι τον δέχονται κι άλλοι τον χρησιμοποιούν για λειτουργικούς σκοπούς – δεν ξέρω αν είναι επίτηδες ή από συνήθεια.
Άλλωστε το stoner είναι ένας τρόπος ζωής κι όχι μόνο κούρδισμα σε 5 τόνους κάτω. Μάλιστα στο ντοκιμαντέρ χρησιμοποιείται ο όρος «ψεύδο stoner» για τον ίδιο λόγο. Στην ουσία για εμένα δεν πρέπει, εν έτει 2021, να υπάρχει πια αυτό το δίλημμα. Πρέπει να το ξεπεράσουμε, να αποδεχτούμε πως αυτή η ταμπέλα ήταν ένα σημείο εκκίνησης και να ασχοληθούμε με τη μουσική που παράγουν αυτές οι μπάντες, που είναι το αμιγές rock.
— Πόσο δύσκολο ήταν να προσεγγίσετε τις μπάντες για να σας μιλήσουν; Υπήρχαν και κάποιοι που δεν δέχτηκαν;
Χ.Δ.: Υπήρξαν συνεντεύξεις που δεν έγιναν λόγω συγκυριών, ενώ κάποιες μπάντες αρνήθηκαν για τους δικούς τους λόγους, πάντα με όμορφο και ευγενικό τρόπο. Η μεγαλύτερη δυσκολία, δυστυχώς ή ευτυχώς, ήταν η ίδια η παραγωγή. Όταν είσαι DIY, όλα γίνονται πολύ πιο δύσκολα και πολύ πιο χρονοβόρα. Έπρεπε δύο άτομα να ασχολούνται και να τρέχουν για όλα. Έτσι, όσο μεγαλώνει ο όγκος του οπτικού υλικού, τόσο στερεύουν οι δυνάμεις, ψυχολογικές και σωματικές. Απαιτεί μεγάλη οργάνωση και κρύο αίμα το να είσαι όλη την ώρα στα ΜΜΜ με 30 κιλά εξοπλισμό πάνω σου και μετά να πρέπει σε λίγο χρόνο να στήσεις, να καδράρεις, να πάρεις σωστά ήχο και να κάνεις και τον συνεντευξιαζόμενο να νιώσει άνετα. Αυτή η διαδικασία ήταν άγνωστη και για τους δυο μας.
— Πού βρίσκεται η ροκ σκηνή αυτή την περίοδο κατά την άποψη σας;
Χ.Δ.: Τη συγκεκριμένη περίοδο είναι δύσκολο να κρίνω το πού βρίσκεται. Υπάρχει μια τεράστια περίοδος φυσικής απραξίας από τις μπάντες λόγω του Covid, δεν γίνονται live και η φυσική παρουσία είναι αυτό που κρατάει αυτήν τη σκηνή εκεί που είναι. Αν κρίνουμε από τα γεγονότα πριν από τον Covid, βρίσκεται σε πολύ καλό επίπεδο. Κι ας έχει φύγει το κύμα του rock στην Ελλάδα. Οι Planet έκαναν κοινό tour με τους Kvelertak, μπάντα που έναν χρόνο πριν άνοιγε τους Metallica στο παγκόσμιο τους tour, οι Nightstalker έβγαλαν έναν από τους καλύτερους τους δίσκους στα 30 χρόνια πορείας τους. Τίποτα δεν γίνεται τυχαία ή εύκολα. Αυτές οι μπάντες παλεύουν και πασχίζουν να κρατήσουν αυτήν τη σκηνή σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο, και οι αριθμοί των live δεν τους διαψεύδουν.
Η πανδημία έδωσε έναν χώρο απόστασης του καλλιτέχνη από τον ακροατή, αλλά κι έναν χώρο ενδοσκόπησης για τους δύο, όσον αφορά το τι θέλει ο ένας από τη μουσική του κι ο άλλος από την μπάντα που του αρέσει. Αυτή η αναμονή μόνο καλό έχει κάνει, όσο παράταιρο κι αν ακούγεται αυτό. Αυτό νομίζω θα φανεί και στον επόμενο καιρό που σταδιακά θα επανέλθουν όλα στα κανονικά τους πλαίσια.
— Τι προσδοκίες έχετε από το ντοκιμαντέρ;
Μ.Μ.: Βασικά να προβληθεί, γιατί λόγω κορωνοϊού πήρε 5-6 αναβολές. Και υστέρα –μακάρι– κάποιος που θα τη δει να πει «αφού το έκαναν αυτοί οι δυο, μπορώ κι εγώ». Το ίδιο συνέβη και με εμάς πριν τρία από χρόνια σε άλλη προβολή του «Gimme Shelter» και είναι ελπιδοφόρα αυτή η νοητή σκυτάλη.