Λίγο πριν από τον προηγούμενο χειμώνα, λόγω των διεθνών εξελίξεων και του προβλήματος τροφοδοσίας των ευρωπαϊκών χωρών με φυσικό αέριο, υπήρξε μεγάλη ανησυχία σχετικά με τα προβλήματα θέρμανσης που θα αντιμετώπιζαν οι πολίτες. Οι υψηλές θερμοκρασίες που τελικά επικράτησαν για τα δεδομένα του χειμώνα άμβλυναν τα όποια προβλήματα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν. Το γεγονός όμως αυτό δεν προέκυψε χωρίς κάποιο κόστος.
Οι υψηλές θερμοκρασίες της χειμερινής περιόδου, καθώς και ένα σχετικά χαμηλό αθροιστικό ύψος βροχής στο σύνολο σχεδόν της επικράτειας, «σε συνδυασμό με την αυξητική τάση των καμένων εκτάσεων της χώρας μας, αποτελούν ενδείξεις για αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς τους επόμενους μήνες», μας πληροφορεί η Επιχειρησιακή Μονάδα Beyond του Ινστιτούτου Αστρονομίας, Αστροφυσικής, Διαστημικών Εφαρμογών και Τηλεπισκόπησης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
«Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι στην περιοχή της Αττικής και της Εύβοιας, οι μετεωρολογικές συνθήκες των χειμερινών μηνών (από τον Σεπτέμβριο έως και τον Μάρτιο) θυμίζουν αντίστοιχες συνθήκες ετών κατά τα οποία σημειώθηκαν εκτενείς καταστροφές από πυρκαγιές (2000, 2012, 2020, 2021)», συμπληρώνει. Το κέντρο Beyond είναι φέτος αναβαθμισμένο και έτοιμο να προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή στήριξη στις αρμόδιες αρχές, με τις υπηρεσίες του να παρέχονται ελεύθερα στο Επιχειρησιακό Κέντρο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Αρκετά από τα φαινόμενα που έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια είναι μεν έντονα, σχετίζονται όμως με τον ανθρωπογενή παράγοντα, με τρόπο πολύ πιο άμεσο από την κλιματική κρίση. «Για παράδειγμα, μπορεί να βρέξει και να πέσει μια φυσιολογική ποσότητα βροχής, αλλά αν ο άνθρωπος έχει μπαζώσει τα ρέματα και δημιουργηθούν πλημμύρες, δεν φταίει το μετεωρολογικό φαινόμενο, φταίει ο άνθρωπος με την παρέμβαση που έχει κάνει».
Από τη μεριά της η Πυροσβεστική Υπηρεσία επισημαίνει ότι ο αντιπυρικός σχεδιασμός ξεκίνησε φέτος νωρίτερα από ποτέ και σε συνεργασία με όλα τα συναρμόδια υπουργεία. Το φετινό δόγμα είναι «πρόληψη, προετοιμασία/ετοιμότητα σε συνδυασμό με την άμεση απόκριση, αλλά και η περαιτέρω ενίσχυση συνεργασίας και συντονισμού όλων των φορέων: Πυροσβεστικού Σώματος, Ενόπλων Δυνάμεων, Ελληνικής Αστυνομίας, Λιμενικού Σώματος, ΕΚΑΒ, Δασικών Υπηρεσιών, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Εθελοντών», όπως μας λέει το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας.
Για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα πάντα με δηλώσεις του αρμόδιου υπουργείου, το Πυροσβεστικό Σώμα, η ΕΛ.ΑΣ., καθώς και το ΓΕΕΘΑ θα προβαίνουν σε αυξημένες περιπολίες κατά τις μέρες με υψηλό δείκτη επικινδυνότητας. Το υπουργείο έχει ήδη επανεκπαιδεύσει το Πυροσβεστικό Σώμα, μεταξύ άλλων στέλνοντας αξιωματικούς του Σώματος στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της συνεργασίας με τη United States Forest Service. Παράλληλα έχει ξεκινήσει προληπτικούς καθαρισμούς σε δάση και αρχαιολογικούς χώρους, έχει δημιουργήσει δρόμους και αντιπυρικές ζώνες, ενώ έχει προβεί και σε ασκήσεις ετοιμότητας, με προγραμματισμένη για τις 15 Μαΐου τη διενέργεια άσκησης αντιμετώπισης δασικής πυρκαγιάς μεγάλης έκτασης, σε πραγματικές συνθήκες, με την κωδική ονομασία «ΔΙΑ ΠΥΡΟΣ 2023».
Φέτος, μας ενημερώνει το υπουργείο, θα έχει στη διάθεσή του πάνω από 4.000 εθελοντές, εκ των οποίων οι 900 πιστοποιήθηκαν και εντάχθηκαν στις υπηρεσίες του Πυροσβεστικού Σώματος το 2023, καθώς και περισσότερους από 180 πυροσβέστες από Βουλγαρία, Γαλλία, Σλοβακία, Ρουμανία και Γερμανία, τους οποίους θα φιλοξενήσουμε για δεύτερη συνεχή χρονιά. «Στόχος είναι αφενός η άμεση συνδρομή και παρέμβαση χωρίς να χάνεται πολύτιμος χρόνος για τη μεταφορά των δυνάμεων, αφετέρου η ανταλλαγή τεχνογνωσίας και η συνδρομή στην καταπολέμηση των δασικών πυρκαγιών».
Από την πλευρά των ίδιων των πυροσβεστών, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Υπαλλήλων Πυροσβεστικού Σώματος (ΠΟΕΥΠΣ), Δημήτρης Σταθόπουλος, μας ενημερώνει ότι το προσωπικό είναι γερασμένο, με τον μέσο όρο ηλικίας του να είναι περίπου στα 48 χρόνια. «Έχουμε επίσης γερασμένα πυροσβεστικά οχήματα και βέβαια γερασμένα εναέρια μέσα, που μπορεί να φτάνουν και τα 45 χρόνια λειτουργίας», τονίζει. «Φέτος λένε βέβαια ότι ξεκίνησε νωρίτερα η διαδικασία. Από 1η Μαΐου το υπουργείο Πολιτικής Προστασίας λέει ότι θα έχουμε τα εναέρια μέσα. Πιστεύω ότι για να το λένε, έτσι θα ‘ναι. Σε κάθε περίπτωση και πάλι στη φετινή αντιπυρική περίοδο, με τις προσπάθειες και το φιλότιμο του Έλληνα πυροσβέστη, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε το καλύτερο για την πυρασφάλεια της χώρας».
Ο κίνδυνος ξηρασίας, επισημαίνει, σε συνδυασμό με –όχι απαραίτητα πολύ δυνατούς– ανέμους, «δημιουργούν τις μεγαλύτερες δυσκολίες για όλες τις πυροσβεστικές υπηρεσίες του κόσμου, όχι μόνο για την ελληνική». «Όχι τόσο ως προς τη φωτιά που θα ξεσπάσει εκείνη τη στιγμή, αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις προκαλούνται πολλές και διάσπαρτες πυρκαγιές, όχι μόνο στον νομό Αττικής, αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Με αποτέλεσμα οι δυνάμεις μας να διασκορπίζονται, μεταβαίνοντας σε πολλά σημεία για να τις αντιμετωπίσουν, πράγμα που με τη σειρά του επιφέρει μια αδυναμία να τις ελέγξουμε όλες ταυτόχρονα».
Πέρα από τον μεγάλο μέσο όρο ηλικίας, υπάρχει πρόβλημα, λέει, σε σχέση με τις διαρκείς καταστάσεις επιφυλακής και τις ελλείψεις προσωπικού: «Εμείς ζητάμε ως επαγγελματίες πυροσβέστες να δουλέψουμε όσο πρέπει να δουλέψουμε και να ξεκουραστούμε όπως πρέπει να ξεκουραστούμε. Δεν μπορεί να είμαστε συνέχεια σε επιφυλακή και να δουλεύουμε 24 ώρες το 24ωρο, όταν υπάρχουν συνθήκες που προβλέπονται. Όπως το '19 που καιγόταν η χώρα και δουλεύαμε ενάμιση μήνα χωρίς ρεπό! Δεν είχαμε ξεκουραστεί καθόλου. Αλλά αυτό γίνεται μια φορά στα 100 χρόνια, δεν μπορεί να γίνεται συνέχεια αυτό! Είμαστε κι εμείς άνθρωποι και τα σώματά μας πρέπει να ξεκουραστούν».
Η έλλειψη προσωπικού, καθώς και ο μεγάλος μέσος όρος ηλικίας των πυροσβεστών είναι γνωστά στο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης, το οποίο αναφέρει σχετικά ότι «πέραν των 230 περίπου ατόμων που εισάγονται ετησίως μέσω των Παραγωγικών Σχολών, το Πυροσβεστικό Σώμα ενισχύθηκε πέρυσι με 500 ΕΜΟΔΕ και 132 Αξιωματικούς Ειδικών Καθηκόντων, ενώ έχουν ήδη εξαγγελθεί και 500 νέες προσλήψεις. Η κάλυψη των 3.630 οργανικών θέσεων που προέκυψαν βάσει εμπεριστατωμένης μελέτης, η οποία εγκρίθηκε με ΠΔ τον Νοέμβριο του 2022, υλοποιείται σταδιακά και συντεταγμένα, με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις δυνατότητες τόσο του Σώματος για ένταξη και αξιοποίηση του προσωπικού όσο και των δυνατοτήτων της Εθνικής Οικονομίας».
Μπορεί όμως όντως να προβλεφθεί το τι θα συμβεί το καλοκαίρι;
Πάντως, ως προς το αν μπορεί να προβλεφθεί τι πρόκειται να συμβεί το καλοκαίρι, η Έλενα Φλόκα, διευθύντρια του Τομέα Φυσικής Περιβάλλοντος-Μετεωρολογίας στο Τμήμα Φυσικής του ΕΚΠΑ, είναι αρκετά επιφυλακτική. «Η πρόγνωση καιρού έχει να κάνει καθαρά με το τι γίνεται κάθε μέρα. Τα κλιματικά μοντέλα δεν κάνουν πρόγνωση του κλίματος, κάνουν προβολή του κλίματος στο μέλλον. Έχει διαφορά το ένα από το άλλο. Γιατί τα προγνωστικά, τα αριθμητικά μοντέλα που κάνουν πρόγνωση καιρού, είναι πολύ πιο εξελιγμένα και έχουν πολύ “βαριά” μαθηματικά, θα λέγαμε μιλώντας πιο εκλαϊκευμένα», επισημαίνει.
«Είναι πολύ μεγάλη η αβεβαιότητα για το μέλλον», συνεχίζει. «Είναι μεγάλη η αβεβαιότητα γιατί πρώτον τα κλιματικά μοντέλα δεν έχουν καλή αναπαράσταση της τοπογραφίας, των φυσικών διεργασιών, που μέσα σε αυτές περιλαμβάνονται οι επιδράσεις από το έδαφος, όπως είναι τα αιωρούμενα σωματίδια και η επίδρασή τους στα νέφη, όλα αυτά που στα μετεωρολογικά μοντέλα είναι αρκετά εξελιγμένα, στα κλιματικά μοντέλα δεν είναι, γιατί άλλο να κάνεις πρόγνωση για τις επόμενες πέντε μέρες, άλλο να κάνεις πρόγνωση για τα επόμενα 50 χρόνια».
«Συν τοις άλλοις, υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες, όπως είναι η φυσική μεταβλητότητα του κλίματος, που επηρεάζει πάρα πολύ. Παραδείγματος χάριν, ένα ηφαίστειο, όπως ήταν το Πινατούμπο το 1991, που έφερε ψύξη στην ατμόσφαιρα τον επόμενο χρόνο κατά 0,4 βαθμούς Κελσίου», συμπληρώνει. «Άρα, λοιπόν, στα κλιματικά μοντέλα δίνουμε σημασία ως προς αυτό το θέμα. Όχι για να πούμε, όπως έχω ακούσει, “α, σε πενήντα χρόνια η Μύκονος δεν θα υπάρχει”, “ο Λαιμός της Βουλιαγμένης δεν θα υπάρχει” ή ότι θα είμαστε έρημος. Είναι υπερβολή, είναι κινδυνολογία».
Επιπλέον, η κ. Φλόκα σημειώνει ότι αρκετά από τα φαινόμενα που έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια είναι μεν έντονα, σχετίζονται όμως με τον ανθρωπογενή παράγοντα, με τρόπο πολύ πιο άμεσο από την κλιματική κρίση. «Για παράδειγμα, μπορεί να βρέξει και να πέσει μια φυσιολογική ποσότητα βροχής, αλλά αν ο άνθρωπος έχει μπαζώσει τα ρέματα και δημιουργηθούν πλημμύρες, δεν φταίει το μετεωρολογικό φαινόμενο, φταίει ο άνθρωπος με την παρέμβαση που έχει κάνει».
Δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η κλιματική κρίση δεν επηρεάζει σημαντικά την κατάσταση. «Πρέπει κανείς να προετοιμαστεί για χειρότερες καταστάσεις, δηλαδή για αύξηση της θερμοκρασίας και ελάττωση των βροχοπτώσεων. Προσωπικά πιστεύω ότι το ζήτημα είναι περισσότερο να προλάβεις παρά να καταστείλεις».
«Καλό είναι να χτυπάνε καμπανάκια και για τις κυβερνήσεις για να παρθούν κάποια αναγκαία μέτρα γιατί, σύμφωνα με μελέτες που έχω δει, για να είναι αναστρέψιμα τα αποτελέσματα για την Ελλάδα, θα πρέπει να ελαττωθεί η κατά κεφαλή εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα. Οπότε τα κλιματικά μοντέλα βοηθούν από αυτή την άποψη, αλλά δεν πρέπει να δεχόμαστε τις προβλέψεις τους de facto», καταλήγει.