Θάλασσα, θάλασσα
Υπάρχει ένας εμφύλιος στα σπλάχνα ― η καρδιά εχθρεύεται τους πνεύμονες.
Το χρώμα της θάλασσας έχει αλλάξει στο νησί. Τα χρώματα, μάλλον. Γκρίζο στην ακτή· έπειτα κάτι ανάμεσα στο σμαραγδί 17-5641 της Pantone και το πράσινο του Βερονέζε· κυανό στο βάθος. Αυτός είναι ο «οίνοπας πόντος»― τι πόντος δηλαδή, τρεις απλωτές Κρυονέρι-Αργάσι.
Αυτό το βαθυκύανο, μέλαν χρώμα εννοεί ο Όμηρος όταν λέει τη θάλασσα «κρασάτη». Κρασί από σταφύλια μαύρα... Λεξικό Σούδα: «η λέξις “οίνοπος” υποδηλοί εδώ χαρακτηρισμόν της θαλάσσης υπό των ναυτικών αποδιδομένην, και ουχί την χροιάν αυτής»― το μεθυσμένο, άγριο κύμα, οι σκοτεινές μαύρες θάλασσες.
Ας σταθώ στο Πράσινο του Βερονέζε. Σε αντίθεση με ό,τι νομίζει κανείς, ακούγοντάς το, δεν είναι χρώμα που εφευρέθηκε από τον Βερονέζε― ούτε καν χρησιμοποιείται από αυτόν. Για να το επεκτείνω, δεν είναι χρώμα καν· είναι μια τεχνική, γνωστή πριν από αυτόν. Ο Βερονέζε, όπως όλοι οι Βενετσιάνοι, αγαπούσε όλη την βεντάλια του πρασινογάλαζου: το ουλτραμαρίν, τον αζουρίτη, το πράσινο του ζαφειριού, το μπλε του λάπις λάζουλις ― ο τρόπος που πρασινίζει ο φονικός χαλκός στ΄αρχαία ξίφη.
Αλλά εμένα, μ' αρέσει το σμαραγδί σε πίνακες πολλών άλλων ― κυρίως του Λούκας Κράναχ του πρεσβύτερου. Μάλλον αυτό είναι και το πιο αγαπημένο μου χρώμα (ακόμα και συνδυασμένο με χρυσά, συνηθέστατο στις θείτσες της Αγγλίας, στις σακούλες του Fortnum & Mason κ.λπ.).
Και η θάλασσα πίσω από αυτόν τον άντρα, που ξέρει και δεν ξέρει πόσο ευτυχισμένος είναι...
ΕΛΛΑΔΑ, ΧΩΡΑ ΤΡΑΝΣ
Τα χέρια πάνε να βγάλουν φρύδια με το τσιμπιδάκι, το ρίχνουν κάτω και κάνουν το σταυρό τους. Υπάρχει ένας εμφύλιος στα σπλάχνα ― η καρδιά εχθρεύεται τους πνεύμονες.
Σκέφτομαι: οι άνθρωποι στη φωτογραφία αυτή έβλεπαν την ίδια θάλασσα με μένα. Η γυναίκα αριστερά είναι ολόϊδια η νόνα μου. Ο πατέρας μου είχε το ίδιο μουστακάκι. Κι όμως, μάς χωρίζει άβυσσος.
Το αιώνιο πρόβλημα: Είναι μια χώρα που πηδάει τις πίστες πέντε-πέντε και μετά προσπαθεί να τις συρράψει τσάτρα-πάτρα, με αλλόκοτες ιδεολογίες, κατασκευές, ιστορίες του Παπαρρηγόπουλου, στρογγυλέματα του Σεφέρη― «στον τόπο αυτό ζουν άνθρωποι που έβλεπαν τα ίδια αυτά βουνά, αιώνες τώρα και μιλούν την ίδια γλώσσα...» ― κι άμα;
Το θέμα είναι πώς ζουν, πώς συνομιλούν αυτοί οι άνθρωποι.
Δεν συνομιλούν!
Σ' ένα κομμα αριστερών ιδεοληψιών κι ευλαβικών συμβόλων (Μακρόνησος), πρόεδρος γίνεται ένας gay εφοπλιστής που παντρεύεται στα Χάμπτονς. Το ιδιο χάσμα, σε έκδοση camp.
Είναι σα να πάσχει συλλογικά ο Έλληνας από μια δυσφορία φύλου, με την έννοια της φυλής. Aλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται. Παιδί που το γεννήσανε παιδιά, που συνελήφθη τυχάρπαστα κι έτσι τυχαρπαστα ζει. Χωρις δομή. Χωρίς να έχει δει ποτέ τον εαυτό του στον καθρέφτη. Είναι Ευρωπαίος; Είναι Βαλκάνιος; Είναι ένα νόθο των Προστάτιδων Δυνάμεων που το αφήσανε στο δρόμο όταν έπαψε να τους κάνει τη δουλειά;
Κι αυτές οι τρίχες στα βυζιά; Είναι άντρας; Είναι γυναίκα; Είναι μια κακορίζικη τρανς σαν τον Τειρεσία που προσπαθεί να κανει την φυλομετάβασή του, ενώ μυρίζει ακόμη πανω του το μύρο της ορθοδοξίας;
Πάντως κάτι φταίει― πρέπει να το παραδεχτούμε... Τα χέρια πάνε να βγάλουν φρύδια με το τσιμπιδάκι, το ρίχνουν κάτω και κάνουν το σταυρό τους. Υπάρχει ένας εμφύλιος στα σπλάχνα ― η καρδιά εχθρεύεται τους πνεύμονες. Στο σύνορο της μέθης, οι χίψτερ καταλήγουν ν' ακουνε λαϊκά.. τ' αηδόνια του Ζαμπέτα σμίγουν με τον απόηχο ενός μπιτ στα βάθη του νταρκ ρουμ. Ανάμεσα στην επιστήμη και τα ένστικτα, αναμεσα στον Αλκιβιάδη και τα προδοτικά καπάκια, ανάμεσα «στ' αμπέλια» και το Λάνθιμο, η Ελλάδα διηθείται και αλλάζει σχήματα, σαν με ένα ιλλιγγιώδες φίλτρο morphing― δεν ξέρουμε τι μάς γίνεται, ας το παραδεχτούμε.
Εξ ού και το αδιέξοδο. Βαριέσαι το παλιό (ως πότε ο Χατζιδάκις θα είναι η τελευταία μας παρηγοριά;), αλλά και το νάρκισσο νέο σε πλήττει κατά βάθος― είναι ωραίο για διακόσμηση, αλλά δεν διαπερνά τη ναρκωμένη σου συνείδηση. Διψάς να ακούσεις κάποιον να μιλά με καινούριο τρόπο για τα καινούρια πράγματα. Χρόνια στο περίμενε.
Φταίει και το ίντερνετ. Έπεσε σαν οξύ πάνω στη χλωρή χώρα, την δίχως δομές και μύθους. Κι ο Έλληνας, αυτό το φρούδο τρανς, εξακοντίστηκε στην «ουράνια έρημο» πριν καν μασήσει τις ρίζες του. Με συνέπεια να τις φτύνει. Με παραμύθες, αλλά χωρίς συνεκτικούς μύθους· μύριες πληροφορίες αλλά φτωχά βιώματα· κλεισμένος σε μια ανθοσύνθεση όπου όλα συμφωνούν και καταφάσκουν, γερνά αχάμπαρος σε ασυνάρτητα χτισμένες πόλεις χωρίς να έχει καταλάβει τίποτα από το τι είναι η ζωή.
Περί θρησκείας και της ελλείψεως αυτής από τη ζωή του ανθρώπου
ΔΕΝ ΕΧΩ παναγίες και αγίους ― ανέκαθεν. Και δυστυχώς δεν προσεύχομαι ποτέ. Θα ξεραθούμε σα χόρτα, πιστεύω, είναι κρίμα, κι ακόμη πιο κρίμα είναι που δεν αισθάνομαι μέρος ενός συμπαντικού σχεδίου, αλλά επιπλέω στη ζωή σα θραύσμα δορυφόρου που κινείται σιγαλινά στη στρατόσφαιρα, σε slow motion- αυτό που λένε διαστημικά σκουπίδια.
Και εις την σκοτιάν βαθείαν,
εις το απέραντον διάστημα,
τα φώτα σιγαλέα
κινώνται των αστέρων
λελυπημένα.
Ίχνη θρησκευτικού αισθήματος (κάτι πιο πάνω από το δέος δηλαδή, μια πρόγευση θαύματος, «πώς έγινε τώρα αυτό!» κ.λπ.) αναδεύονται μέσα μου, καμμιά φορά, όταν σε τόπους δίχως φωτορύπανση βλέπω τ΄αστέρια τη νύχτα ―αυτό το κρυστάλλινο ρολόι. Ή όταν βλέπω σταυρούς που ο άνθρωπoς δεν μπορεί να σηκώσει κι η δυστυχία του γίνεται από πάθος, πεπρωμένο. Κάτι σαν πεπρωμένο εν πάση περιπτώσει, δηλαδή τόσο απάνθρωπο κι ασύμμετρο, που δεν μπορεί, κάποιος καρμίρικος θεός θα το παρήγγειλε― δύστηνος μοίρα.
Το μόνο χλωμό ανάλογο με αυτό που οι άλλοι νοιώθουν όταν πάνε στην εκκλησία, το αισθάνομαι κάθε φορά που επιστρέφω στο πατρικό μου. Η αναλλοίωτη τελετή του δικού μου Μυστηρίου: το ίδιο φαΐ, τα ίδια λόγια, η ίδια αγάπη― Πόσο ακόμα;
Για να ευθυμήσουμε, μια εικόνα στον αντίποδα όσων λέμε. Γιατί όσα λέμε ισχύουν μετά βίας μέχρι να τελειώσει η ανάγνωση, αφου ο κόσμος που απλώνεται πέρα από 'δω, καλό μου παιδάκι, είναι κακός, θα σου γδάρει τα γόνατα, θα σού σκίσει την καρδιά...
υστερόγραφο:
«Βάλτε τα λαμπερά σπαθιά σας στο θηκάρι τους, μη τα σκουριάσει η υγρασία της νύχτας»
― Σαίξπηρ, Οθέλλος,
μτφρ. Κώστας Καρθαίος
Κλείνω με τον κουρέα μου, επειδή του αρέσει η δημοσιότητα
Η "Σκοτεινή νύχτα" (Тёмная ночь) είναι ένα τραγούδι που συνδέεται με τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο της Σοβιετικής Ένωσης κατά της Γερμανίας το 1941.
Το τραγούδι ερμηνεύτηκε από τον Μαρκ Μπερνς στην ταινία «Δύο στρατιώτες» (1943).
Ένας στρατιώτης θυμάται τη γυναίκα του και το μωρό του τη νύχτα, ενώ λέει το τραγούδι.
Έγινε σύμβολο στα χρόνια του πολέμου για εκατομμύρια Σοβιετικούς.
Σκοτεινή νύχτα
Σκοτεινή νύχτα, μόνο οι σφαίρες σφυρίζουν στη στέπα,
Μόνο ο άνεμος βουίζει στα σύρματα, αμυδρά τα αστέρια τρεμοπαίζουν.
Στη σκοτεινή νύχτα εσύ, αγάπη μου, ξέρω δεν κοιμάσαι,
Και στο παιδικό κρεβάτι, κρυφά τα δάκρυα σκουπίζεις.
Πόσο αγαπώ τα στοργικά σου μάτια,
Πώς θέλω να ενωθούν τώρα τα χείλη μας!
Η σκοτεινή νύχτα μάς χωρίζει, αγάπη μου,
Κι η μαύρη στέπα μας γεμίζει αγωνία.