Γεννημένος το 1954 στο Σεράγεβο, πρωτεύουσα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, γιος δημοσιογράφου που εργαζόταν στη Γραμματεία Πληροφοριών, ο Εμίρ Κουστουρίτσα μεγάλωσε ως κοσμικός μουσουλμάνος. Σπούδασε κινηματογράφο στην Ακαδημία Τεχνών της Πράγας FAMU από την οποία αποφοίτησε το 1978. Ελάχιστα χρόνια μετά, το 1981, θριάμβευσε στο Φεστιβάλ Βενετίας με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Θυμάστε την Ντόλι Μπελ;», η οποία κέρδισε Χρυσό Λέοντα, ενώ το 1985 με το «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Δέκα χρόνια αργότερα, απέσπασε ξανά τον Χρυσό Φοίνικα για το «Underground - Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια χώρα», στερώντας κατά κάποιον τρόπο το κορυφαίο κινηματογραφικό βραβείο από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο που μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν περίπου βέβαιο ότι θα το κέρδιζε με το «Βλέμμα του Οδυσσέα» – που εν τέλει απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής.
Το «Underground» φυσικά δεν ήταν αποκάλυψη. Ο Κουστουρίτσα ήταν ήδη ένας πολύ διάσημος σκηνοθέτης. Το 1989, με τον «Καιρό των Τσιγγάνων», γνώρισε διεθνή επιτυχία χάρη τόσο στην ονειρική μουσική του συνθέτη Γκόραν Μπρέγοβιτς όσο και στον τρόπο που προσέγγισε και παρουσίασε τη ζωή των Ρομά στην πατρίδα του. Στην Ελλάδα γέμισε τις κινηματογραφικές αίθουσες, ενώ οι εκρηκτικές μελωδίες, εμπνευσμένες από παραδοσιακή βαλκανική μουσική σε μορφή ξεσηκωτικών τραγουδιών με ελληνικούς στίχους από τη Λίνα Νικολακοπούλου, απογείωναν για χρόνια τα ορθάδικα της ανέμελης και σπάταλης εποχής πριν την κρίση.
Ο Κουστουρίτσα γύρισε μεν θριαμβευτής στη Σερβία με τον Χρυσό Φοίνικα ως τρόπαιο, αλλά το έργο του δέχτηκε λυσσαλέες κριτικές. Αρκετοί ήταν εκείνοι που θεώρησαν ότι έδειχνε τα γεγονότα αποκλειστικά μέσα από μια οπτική υπέρ των Σέρβων, ενώ η διεθνής διανόηση μίλησε για ξεκάθαρη σερβική προπαγάνδα.
Το «Underground» έχει επίσης σαρωτική μουσική την οποία παίζει μια μπάντα χάλκινων, πάλι βασισμένη σε παραδοσιακές μελωδίες προσαρμοσμένες από τον Μπρέγκοβιτς, και η οποία αποτελεί σημαντικό συστατικό της ταινίας. Από την αρχή έως το τέλος, ακόμα και στις πιο μελαγχολικές στιγμές, άλλοτε υπογραμμίζει και άλλοτε απογειώνει την πλοκή και τον διονυσιασμό των δύο κεντρικών ηρώων.
Το σενάριο είναι βασισμένο σε θεατρικό έργο του Ντούσαν Κοβάσεβιτς, και έχει την υπογραφή του ίδιου σε συνεργασία με τον Κουστουρίτσα, ενώ η ταινία αποτελεί διεθνή παραγωγή με σύμπραξη της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και τη συμβολή της Κρατικής Σερβικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης. Πρόκειται για μια επικών διαστάσεων ταινία, η οποία ουσιαστικά καλύπτει μισό αιώνα ιστορίας της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Μόνο που το κάνει ιδιοφυώς, χρησιμοποιώντας μια εκπληκτική ιδέα που λειτουργεί σαν αλληγορία για ένα καθεστώς το οποίο κράτησε για δεκαετίες έναν ολόκληρο λαό στο σκοτάδι – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Να σημειώσουμε ότι αληθινά ντοκουμέντα μπλέκονται με τους χαρακτήρες της ταινίας σαν να βλέπεις «επίκαιρα» της εποχής, με τον Τίτο και τις παρελάσεις και τον κόσμο να επευφημεί τους ηγέτες κ.λπ.
Η ταινία ξεκινάει το 1941 με τον βομβαρδισμό του Βελιγραδίου από τις γερμανικές δυνάμεις, προαναγγέλλοντας ουσιαστικά τη γερμανική κατοχή. Η πρώτη σκηνή της καταστροφής του ζωολογικού κήπου από τις βόμβες, με τα άγρια ζώα να το σκάνε και να τριγυρίζουν στους δρόμους της πόλης, εισάγει τον μαγικό ρεαλισμό σε αυτή την ξέφρενη τραγικωμωδία που κρατάει τρεις ώρες (η αρχική εκδοχή ήταν 5 ώρες, αλλά κόπηκε μετά από πιέσεις των παραγωγών) και αφηγείται μια ιστορία που φτάνει μέχρι τον εμφύλιο της δεκαετίας του ’90, εποχή που γυρίστηκε και η ταινία.
Δύο κολλητοί φίλοι, ο Μάρκο και ο Μπλάκι, μοιράζονται σχεδόν τα πάντα, κάνοντας μια παρασιτική και γλεντζέδικη ζωή. Ήδη από την πρώτη τους σκηνή τούς βλέπουμε να επιστρέφουν στα σπίτια τους μετά από οργιαστική διασκέδαση με χορούς, μουσικές, πυροβολισμούς και σεξ. Αλλά στις 6 Απριλίου του 1941 όλα αλλάζουν. Η ταινία χωρίζεται σε τρία κεφάλαια: Πόλεμος, Ψυχρός Πόλεμος και Πόλεμος.
Όταν ο γιουγκοσλαβικός στρατός σπάει, τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη χώρα. Κάποιες πόλεις υποδέχονται τους κατακτητές με ικανοποίηση, ενώ η πλειονότητα του λαού με τρόμο και βαθιά θλίψη. Οι δύο φίλοι δρουν παράνομα, γίνονται μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος και πουλάνε όπλα στους παρτιζάνους. Ο Μπλάκι επισκέπτεται συχνά την όμορφη ηθοποιό Νατάλια, η οποία όμως προτιμάει την προστασία του Γερμανού αξιωματικού Φραντς.
Η ταινία υπήρξε διεθνής επιτυχία χάρη και στην ονειρική μουσική του συνθέτη Γκόραν Μπρέγκοβιτς.
Ο Μάρκο μετατρέπει το υπόγειο κελάρι του παππού του σε χώρο παράνομης κατασκευής όπλων. Μετά την ανακάλυψη ενός φορτίου όπλων, ο Μάρκο και ο Μπλάκι καταζητούνται ως υπαίτιοι. Ο Μάρκο κρύβει τη σύζυγο του Μπλάκι, Βέρα, τον αδελφό του, Ιβάν, και πολλούς άλλους στο κελάρι. Η Βέρα γεννά ένα αγοράκι και πεθαίνει. Λίγο πριν την απελευθέρωση, το 1944, ο Μπλάκι απάγει τη Νατάλια, την παντρεύεται αλλά συλλαμβάνεται από τον Φραντς, βασανίζεται στο νοσοκομείο της πόλης με ηλεκτροσόκ και απελευθερώνεται από τον Μάρκο, που τον μεταφέρει κι αυτόν στο κελάρι. Ο Μάρκο, ο οποίος πάντα ποθούσε τη Νατάλια, ζευγαρώνει μαζί της και κρατάει για τα επόμενα 20 χρόνια τον Μπλάκι και τους υπόλοιπους ανυποψίαστους πατριώτες σε πλήρη άγνοια ως προς τις πραγματικές εξελίξεις. Πιστεύοντας ότι έχουν περάσει μόνο 15 χρόνια, κατασκευάζουν όπλα υπό τον φόβο των Γερμανών, ενώ ο Μάρκο, σεβαστό πια μέλος του Κόμματος στο πλευρό του Στρατάρχη Τίτο, κερδίζει από αυτούς άπειρα χρήματα πουλώντας τα όπλα.
Το 1961, κατά τη διάρκεια του γάμου του Γιοβάν, γιου του Μπλάκι, πατέρας και γιος βγαίνουν από το κελάρι και έρχονται αντιμέτωποι με τα γυρίσματα μιας ταινίας βασισμένης στα υποτιθέμενα αντιστασιακά κατορθώματα του Μάρκο. Πρόκειται προφανώς για μια διακωμώδηση των ταινιών του καθεστώτος. Βλέποντας τους ηθοποιούς ντυμένους στρατιώτες της Βέρμαχτ, σκοτώνουν δύο κομπάρσους και τον ηθοποιό που υποδύεται τον Φραντς. Ο Μπλάκι δραπετεύει και ο Μάρκο με τη Νατάλια εγκαταλείπουν τη χώρα αφού ανατινάζουν το κελάρι και όσους ζουν μέσα σε αυτό. Το φινάλε κάνει ένα άλμα στο 1992 εν μέσω εμφυλίου και κλείνει την ταινία με την τραγική κατάληξη όλων αλλά και μια ονειρική σκηνή απόλυτης ευτυχίας.
Ο Κουστουρίτσα γύρισε μεν θριαμβευτής στη Σερβία με τον Χρυσό Φοίνικα ως τρόπαιο, αλλά το έργο του δέχτηκε λυσσαλέες κριτικές. Αρκετοί ήταν εκείνοι που θεώρησαν ότι έδειχνε τα γεγονότα αποκλειστικά μέσα από μια οπτική υπέρ των Σέρβων, ενώ η διεθνής διανόηση μίλησε για ξεκάθαρη σερβική προπαγάνδα. Ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Αλέν Φινκιελκρό κατακεραύνωσε την κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Καννών λέγοντας ότι «τίμησε έναν χαμερπή και φανταχτερό εικονογράφο εγκληματικών στερεοτύπων... Ο ίδιος ο διάβολος δεν θα μπορούσε να έχει συλλάβει μια τόσο σκληρή κατακραυγή κατά της Βοσνίας, ούτε έναν τέτοιο γκροτέσκο επίλογο στη Δυτική ανικανότητα και επιπολαιότητα». Ωστόσο παραδέχτηκε ότι όταν τα έγραφε αυτά δεν είχε ακόμη δει την ταινία. Ο επίσης Γάλλος φιλόσοφος Μπερνάρ-Ανρί Λεβί χαρακτήρισε τον ίδιο τον Κουστουρίτσα «ιδιοφυή ρατσιστή τύπου Σελίν». Ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλάβοϊ Ζίζεκ τη χαρακτήρισε «από τις πιο φρικτές ταινίες που έχει δει» και ο Βόσνιος συγγραφέας Αλεκσάνταρ Χέμον ανέφερε, από την Αμερική όπου ζούσε, ότι η ταινία υποβαθμίζει τις σερβικές ωμότητες παρουσιάζοντας «τον βαλκανικό πόλεμο ως προϊόν συλλογικής, εσωτερικής, άγριας τρέλας».
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου η ταινία έμελλε να είναι υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, η κριτικός του «Variety», Ντέμπορα Γιανγκ, έγραψε «θυμίζει τσίρκο επάνω σε ατμόπλοιο που αφήνει τον θεατή ζαλισμένο και εξαντλημένο αλλά εντυπωσιασμένο. Αν ο Φελίνι είχε γυρίσει πολεμική ταινία, θα μπορούσε να μοιάζει με το "Underground"» και ο Κέβιν Τόμας των «Los Angeles Times» τη χαρακτήρισε μια «μακριά, θορυβώδη, ζωτικής σημασίας ταινία με ένα εξωφρενικό, παράλογο, σκοτεινό χιούμορ και ανείπωτο πόνο, βάσανα και αδικία». Η Τζάνετ Μάσλιν των «New York Times» όμως έφτασε στο μεδούλι του θέματος λέγοντας ότι «στην πραγματικότητα η ψυχή της ταινίας είναι η συγκλονιστική ιδέα της επόμενης ημέρας όταν μετά την πολιτική αυταπάτη αρκετών δεκαετιών, κάποιος βγαίνει από μια υπόγεια κρυψώνα στην πατρίδα του, τη Γιουγκοσλαβία, και του λένε ότι δεν υπάρχει πια Γιουγκοσλαβία».
Γενικώς η διεθνής κριτική είδε στον Μάρκο και στον Μπλάκι την εξιδανίκευση των Σέρβων από τον Κουστουρίτσα, σαν να παγιδεύτηκαν σε απελπισμένες πράξεις από την ιστορία και τις κακές προθέσεις των άλλων, ενώ οι δειλοί της ταινίας ήταν Κροάτες και Βόσνιοι, που επέλεξαν την προδοσία και τη συνεργασία. Κοντολογίς ο διάσημος σκηνοθέτης από ήρωας της Σερβίας θεωρήθηκε ένας προδότης της ιδιαίτερης πατρίδας του. Πόσο μάλλον όταν αργότερα βαφτίστηκε και χριστιανός ορθόδοξος. Τον Μάρτιο του 2001 το σερβικό περιοδικό «Vreme» πάντως δημοσίευσε άρθρο της θεατρικής συγγραφέως Μπιλιάνα Σρμπλιάνοβιτς, η οποία ισχυρίστηκε ότι η ταινία χρηματοδοτήθηκε από τον Μιλόσεβιτς. Ο Κουστουρίτσα μήνυσε τη Σρμπλιάνοβιτς και κέρδισε τη δίκη.
Όταν παίχτηκε στις Κάννες τον Μάιο του 1995, η ταινία δίχασε από την πρώτη στιγμή το φεστιβαλικό κοινό και ιδιαίτερα τους Έλληνες, καθώς «χάσαμε» τον Χρυσό Φοίνικα εξαιτίας της. Ο κριτικός Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, που έζησε τα γεγονότα από κοντά, θυμάται:
«Δεν ήμουν ενθουσιώδης γιατί ήμασταν χωρισμένοι σε εκείνους που στηρίζανε το "Underground" και σε εκείνους που στηρίζαμε το "Βλέμμα του Οδυσσέα". Δεν λέω μεταξύ αγγελοπουλικών και κουστουριτσικών γιατί δεν είμαι αυτής της θεωρίας, είμαι των έργων. Ήμουν με την ελληνική ταινία γιατί με ενδιέφερε σαν σενάριο και σαν πολιτική θέση που με είχε αγγίξει πολύ, ένας στοχασμός επάνω στα Βαλκάνια. Το "Underground" το είχα βρει λίγο θορυβώδες, αλλά με ένα επαναστατικό πνεύμα που θεωρώ ότι είναι και το κύριο προσόν του, αυτό δηλαδή που ξεσηκώνει τον κόσμο και τον κάνει οπαδό της ταινίας, σε συνδυασμό με τη μουσική του Μπρέγκοβιτς. Αλλά όλο αυτό το επαναστατικό, και τα τρία κεφάλαια και έτσι όπως το έχει διαχειριστεί ο Κουστουρίτσα θεωρώ ότι είναι το μυστικό του. Εγώ ήμουν με τον στοχασμό του Αγγελόπουλου. Η μαγκιά του Κουστουρίτσα είναι στην εισαγωγή της ταινίας που μας δείχνει αποσπάσματα από την εισβολή των Γερμανών στη Γιουγκοσλαβία με την επέλαση στις διάφορες πόλεις. Κι ενώ δείχνει στο Βελιγράδι και αλλού πρόσωπα σκυθρωπά, βλέμματα φοβισμένα, στο Ζάγκρεμπ όλοι βρίσκονται στους δρόμους ενθουσιασμένοι και υποδέχονται τους Γερμανούς ραίνοντάς τους με τριαντάφυλλα. Με αυτό σηματοδοτεί και την πολιτική θέση τη δική του και της ταινίας. Δηλαδή, την αντίσταση.
Όσον αφορά τον Χρυσό Φοίνικα που κατέληξε στον Κουστουρίτσα, υπήρξε παρασκήνιο που είχε διαρρεύσει όσο πλησιάζαμε στη βραδιά των βραβεύσεων. Είχε να κάνει με τη Ζαν Μορό η οποία ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, και η οποία κράτησε μια στάση εκδίκησης, καθώς τα είχαν χαλάσει στη συνεργασία τους με τον Θόδωρο στο "Μετέωρο βήμα του πελαργού". Στο παρασκήνιο των φεστιβάλ γίνεται της μουρλής, η πολιτική, και όχι με τη στενή έννοια, αλλά ως κινηματογραφική πολιτική των φεστιβάλ, περιέχει κανονικό παιχνίδι. Ωστόσο πρέπει να πω ότι το μεγάλο κοινό θεωρώ ότι το κέρδισε ο Κουστουρίτσα. Το είδος του μπορεί να είναι ταρατατζούμ, αλλά έχει πολύ όμορφο πολιτικό πνεύμα».
Ο Βασίδας Καραλής, καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ και συγγραφέας της «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου», σχολιάζει σχετικά με την ταινία:
«Η ανατρεπτική τραγικωμωδία του Κουστουρίτσα ξάφνιασε το κοινό όταν προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών. Εν μέσω των αιματηρών εμφυλίων πολέμων που διέλυσαν τη Γιουγκοσλαβία, η ταινία είχε τον εύγλωττο υπότιτλο "Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια χώρα" που δίνει το κλειδί για να την ερμηνεύσουμε μέσα στα συμφραζόμενά της και να κατανοήσουμε αργότερα την πολιτική κριτική που δέχτηκε.
Η ταινία δίνει μια κινηματογραφική εκδοχή ενός έντονου μαγικού ρεαλισμού που κορυφώνεται στην τελική σκηνή με μια ονειρική συνάντηση ζωντανών και πεθαμένων, καθώς το έδαφος στο οποίο κρύβονταν κατακερματίζεται και όλη η ζωή των πρωταγωνιστών διαλύεται γύρω και κάτω από τα πόδια τους. Μαζί με αυτούς διαλύεται και μια χώρα. Παρά τη διάρκειά της η ταινία μπορεί να ιδωθεί σήμερα με ενδιαφέρον, αν και οι περιστάσεις δεν βοηθούν να κατανοήσουμε γιατί πήρε τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών υποσκελίζοντας το "Βλέμμα του Οδυσσέα" του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Διαγωνίστηκε επίσης με ταινίες όπως το "Μίσος" του Κασοβίτς, το "Γη και Ελευθερία" του Λόατς, το "Η Νέον Βίβλος" του Ντέιβις, ο "Νεκρός Άνθρωπος" του Τζάρμους, για να αναφέρουμε μερικές άλλες ταινίες.
Αργότερα η ταινία επικρίθηκε για την παρουσίαση της ιστορίας με κέντρο της μια σερβική ερμηνεία των συμβάντων που οδήγησαν στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και πολλές φορές η απάντηση του Κουστουρίτσα προκάλεσε αρνητικά σχόλια από φιλοσόφους όπως ο Ζίζεκ και συγγραφείς όπως ο Αλεξάντερ Χεμόν. Η μουσική του Μπρέγκοβιτς μαζί με τη φωνή της Σεζάρια Εβόρα ντύνουν την ταινία με έναν βαλκανικό και αφρικανικό εξωτισμό. Σήμερα, η ταινία βλέπεται με ενδιαφέρον για τη βαριά αισθητική ενός βαλκανικού μπαρόκ και το καλλιτεχνικό αδιέξοδο που ενσωματώνει. Μαζί με μια χώρα διαλύθηκε και μια νοοτροπία, μια αισθητική και μια κοσμοαντίληψη, και το "Underground" αποτυπώνει τις αιτίες της κατάρρευσης με άγριο χιούμορ και αμείλικτη ειρωνεία».
Ο Σέρβος σκηνοθέτης του θεάτρου Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, που αυτό το διάστημα σκηνοθετεί στο θέατρο Ακροπόλ το «Underground», μου είπε:
«Το 1995 που βγήκε η ταινία ήταν μια πάρα πολύ άσχημη στιγμή για την πατρίδα μου, τη Γιουγκοσλαβία, καθώς συνεχιζόταν ο εμφύλιος πόλεμος. Η ταινία αυτή μιλάει για τη μεγάλη αυταπάτη. Ότι οι άνθρωποι γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν μέσα σε μια αυταπάτη της πραγματικότητας. Ότι δηλαδή ζουν σε μια μυθοπλασία. Αυτό είναι το κυριότερο θέμα και ο λόγος που κάνω την παράσταση. Αυτή η θεματική έχει στιγματίσει κάτι πολύ βαθύ μέσα μου από εκείνη την περίοδο. Στα ‘90s στη Γιουγκοσλαβία πολύ συχνά οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν στη ζωή τους τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μύθου. Πολύ συχνά η πραγματικότητα ήταν τόσο απίστευτη, τόσο παράξενη, τόσο τρελή, που έμοιαζε σαν μυθιστόρημα. Αυτή η εντύπωση είναι τόσο έντονη μέσα μου που την έχω εντάξει σε πολλές παραστάσεις μου.
Αυτό λοιπόν είναι που με θέλγει στην ταινία του Κουστουρίτσα, η οποία είναι γεμάτη φανταστικές, εντυπωσιακές σκηνές και εικόνες, μουσική και χαρακτήρες που χτίζουν μια αξιομνημόνευτη ταινία. Υπάρχει και κάτι άλλο. Δεν ετοιμάζω μια αντιγραφή της ταινίας, το θέατρο είναι κάτι άλλο. Η παράσταση βασίζεται στην ταινία αλλά και στο θεατρικό του Ντούσαν Κοβάσεβιτς. Πρόκειται για μια μεταφορά όπου μπορείς να αναγνωρίσεις τι είναι πραγματικό και τι μυθοπλασία, ότι ζεις μέσα σε έναν μύθο και πιστεύεις ότι είναι η πραγματικότητα, αυτό είναι το πιο δυνατό στοιχείο της ταινίας. Ένα τρελό παραμύθι. Όταν ο Μπλάκι βγαίνει έξω στον κόσμο, ξαναμπαίνει μέσα στον μύθο καθώς βρίσκεται στο γύρισμα μιας ταινίας. Αυτό με ενδιαφέρει πολύ, μια τραγικωμική κατάσταση όπου δυστυχώς πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν ακόμα και σήμερα σε υπόγεια. Και κάποιοι τους εκμεταλλεύονται. Είναι μια ιστορία που δεν έχει τελειωμό».
Και η έντονη κριτική που του ασκήθηκε;
«Κοίταξε, σχετικά με όσα λέει για τον Τίτο και το Κομμουνιστικό Κόμμα, είναι δικαίωμά του να έχει προσωπική άποψη. Αλλά όσα λέει για το Ζάγκρεμπ και τη Λιουμπλιάνα είναι απολύτως αλήθεια, δείχνει ντοκουμέντα, πρόκειται για ιστορικές αλήθειες, ήταν φιλικά προσκείμενοι στους ναζί. Πολλοί θέλουν να σβήσουν την ιστορία, αλλά αυτό συνέβη. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου εμφυλίου, μια τραγική στιγμή των ‘90s ήταν ένας πραγματικός εμφύλιος ανάμεσα σε αδέλφια. Όπως λέει ο Μάρκο, "δεν υπάρχει πόλεμος μέχρι αδελφός να σκοτώσει αδελφό", μια από τις ωραιότερες φράσεις ολόκληρης της ταινίας. Πάντως η Σλοβενία και η Κροατία ήταν φιλικά προσκείμενες στους ναζί. Και μια λεπτομέρεια. Στις 6 Απριλίου 1941, την ίδια μέρα που βομβάρδισαν το Βελιγράδι, βομβάρδισαν και τον Πειραιά. Μετά από τόσα χρόνια που σκηνοθετώ στην Ελλάδα, αυτή η παράσταση είναι η πρώτη που έρχεται κατευθείαν από την πατρίδα μου και την κουλτούρα μου».
Περισσότερες πληροφορίες για τη θεατρική παράσταση «Underground» εδώ.