Σαν σήμερα πριν από είκοσι χρόνια έκανε την επίσημη πρεμιέρα του στη Νέα Υόρκη το Love Actually, μια σπονδυλωτή χριστουγεννιάτικη κομεντί, φαινομενικά από εκείνες που γυρίζονταν με το τσουβάλι στην εποχή της και μετά από λίγο καιρό γέμιζαν το καλάθι του σούπερ μάρκετ με τα DVD σε προσφορές. Ούτε ο πιο αισιόδοξος συντελεστής δεν φανταζόταν πως η ταινία θα γινόταν όχι απλώς αντικείμενο μαζικής λατρείας αλλά ετήσια εορταστική παράδοση για εκατομμύρια σινεφίλ ανά τον κόσμο. Ζευγάρια, παρέες, άνθρωποι που ζουν μονάχοι «σαν το πικραμένο στάχυ», μόλις πλησιάσουν οι γιορτές, θα στραφούν στην ταινία με ενθουσιασμό, καθώς έχει καταστεί αναπόσπαστο κομμάτι των σχετικών εκδηλώσεων. Ό,τι ήταν το It’s a Wonderful Life (1946) τον 20ό αιώνα, έγινε το «Love Actually» του Ρίτσαρντ Κέρτις για τον 21ο, και μάλιστα μέσα σε ελάχιστα χρόνια από την πρεμιέρα του, εκεί που η ταινία του Κάπρα έπρεπε να περιμένει περισσότερο από μια δεκαετία – άλλες εποχές, άλλοι οι χρόνοι, άλλα και τα μεγέθη, θα μας πείτε, και θα έχετε δίκιο, μα αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση.
Το «Love Actually» είναι η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Ρίτσαρντ Κέρτις, αυτής της ιδιοφυούς κωμικής πένας που γέννησε δύο από τις ξεκαρδιστικότερες κωμικές σειρές όλων των εποχών, το «Blackadder» και το «Mr. Bean», αλλά και δυο εμβληματικές ρομαντικές κομεντί των '90s, το «Four weddings and a funeral» (1994) και το «Notting Hill» (1999). Aυτό που φέρνει ο Κέρτις στο είδος της ρομαντικής κομεντί είναι το φλέγμα, το κυνικό χιούμορ που εξέλιπε από την αναίσχυντα γλυκερή ατμόσφαιρα του είδους εντός της δεκαετίας. Ο Βρετανός δημιουργός πετυχαίνει μια χρυσή ισορροπία. Όταν το θέαμα «ζαχαρώνει» υπερβολικά, το μετριάζει με μια καυστική ατάκα, από εκείνες που επινοεί με ρυθμούς πολυβόλου, μα δίχως να καταφεύγει στην εξυπνακίστικη αποδόμηση που διέπει τη μεταμοντερνίζουσα μυθοπλασία του 21ου αιώνα και να αποξενώνει τους φαν του είδους. Καταφέρνει, έτσι, να αφήσει ικανοποιημένους και τους «πιστούς» αλλά και τους «σκεπτικιστές», με τις όποιες ενστάσεις τους.
Ίσως αυτό να είναι το κλειδί της επιτυχίας ετούτης της λονδρέζικης rom-com. Ενώ ακολουθεί μια γνώριμη συνταγή σε όλα τα επίπεδα, η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε με ζήλο και μεράκι και το αποτέλεσμα ήταν ένα εκλεκτό, χριστουγεννιάτικο φιλμικό γλυκό, το οποίο άρεσε σε όσους το δοκίμασαν και τους έκανε να ανυπομονούν για την ώρα που θα γεμίσει και πάλι η πλάση με γιρλάντες και στολίδια, ώστε να μπορέσουν να το φάνε ξανά.
Το «Love Actually» είναι προϊόν μιας κυρίαρχης αφηγηματικής τάσης των καιρών του: παράλληλες ιστορίες, οι οποίες σταδιακά τέμνονται, με τις ανατροπές να προκύπτουν από τον τρόπο που συνδέονται μεταξύ τους. Σε πρώιμο στάδιο ο Κέρτις δούλευε πάνω σε δύο σενάρια, το ένα ήταν η ιστορία του Χιου Γκραντ, το άλλο εκείνη του Κόλιν Φερθ. Δυσαρεστημένος με το αποτέλεσμα, αποφάσισε να ενώσει τις δύο ιστορίες με άλλες, έχοντας ως θεματικό άξονα την αγάπη στις διαφορετικές μορφές της. Και επειδή είχε λόξα με τα χριστουγεννιάτικα φιλμ, αποφάσισε να τοποθετήσει τη δράση την περίοδο των εορτών, μια κίνηση ματ, θα έλεγε κανείς.
Για το καστ της ταινίας κατάφερε να συγκεντρώσει τη μεικτή Βρετανίας, με bonus την Αμερικανίδα Λόρα Λίνεϊ, αλλά και τον Μπίλι Μπομπ Θόρντον στον ρόλο του Προέδρου των ΗΠΑ. Το πιο αστείο trivia σχετίζεται με το casting της Λόρα Λίνεϊ. Για τον ρόλο της Σάρα, της υπαλλήλου που είναι κρυφά ερωτευμένη με έναν συνάδελφό της, o Κέρτις πέρασε δεκάδες ηθοποιούς από οντισιόν και έμενε ανικανοποίητος, λέγοντας διαρκώς στον casting director του ότι χρειαζόταν κάποια σαν τη Λόρα Λίνεϊ. Κάποια στιγμή ο casting director του βγήκε από τα ρούχα του και είπε στον Κέρτις πράγματα που δεν κάνει να επαναλάβουμε εδώ, κλείνοντας με τη φράση «να πάρεις τη Λόρα Λίνεϊ, για να ησυχάσουμε». Ε, στη συνέχεια ο Κέρτις έστειλε το σενάριο στην ηθοποιό, η οποία, προς έκπληξή του, συμφώνησε να παίξει στην ταινία του, προσθέτοντας ότι της φάνηκε από τα πιο αστεία που είχε διαβάσει.
Λιγότερο αστεία ήταν τα πράγματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και του post-production, καθώς το πρόγραμμα ήταν πολύ σφιχτό, ώστε η ταινία να προλάβει την ημερομηνία εξόδου της. Οι διαμαρτυρίες ήταν συχνές, ηθοποιοί και συνεργείο κάποιες φορές δεν περνούσαν καλά, μα ευτυχώς αυτό δεν βγήκε προς τα έξω. Κανείς από τους συμμετέχοντες δεν φαίνεται να δυσφορεί ή να βρίσκεται εκεί μόνο για να εισπράξει την αμοιβή του, όπως είδαμε να συμβαίνει αργότερα σε κακέκτυπα της ταινίας που έστησαν πολυπρόσωπες αφηγήσεις με φόντο άλλες γιορτές – από την Πρωτοχρονιά μέχρι τη Γιορτή της Μητέρας. Περισσότερο από όλους έμοιαζε να το διασκεδάζει ο Μπιλ Νάι, μέχρι τότε ένας επιτυχημένος θεατρικός ηθοποιός. Από τον «Βασιλιά Λιρ», τον «Γλάρο» του Τσέχοφ και την «Προδοσία» του Πίντερ, ο Νάι βρέθηκε να υποδύεται τον ξοφλημένο ροκ σταρ Μπίλι Μακ που επιχειρεί μουσικό comeback με μια σαχλή χριστουγεννιάτικη παραλλαγή του «Love is all around» των Troggs και υπόσχεται πως, αν το single του βρεθεί στο Νο1 των charts τη μέρα των Χριστουγέννων, θα τραγουδήσει γυμνός στην τηλεόραση σε live μετάδοση. Η υποδειγματική κωμική εμφάνισή του χάρισε στον ίδιο ένα BAFTA Β’ Ανδρικού Ρόλου και στο σινεμά έναν σπουδαίο δευτεραγωνιστή.
Κι αν η ατάκα του Μπίλι Μακ «καλά μου παιδιά, μην αγοράζετε ναρκωτικά, γίνετε αστέρες της ποπ και θα σας τα δίνουν δωρεάν» προκαλούσε γέλια μέχρι δακρύων στις αίθουσες, οι σκηνές που προκαλούσαν σκέτα δάκρυα ήταν εκείνες που θα κέρδιζαν τους θεατές και θα έμεναν αξέχαστες, ίσως επειδή προέκυπταν μετά από αρκετή κωμωδία κι έτσι αιφνιδίαζαν. Αναφερόμαστε στην ερωτική εξομολόγηση με τις κάρτες, που έχετε βαρεθεί να βλέπετε στα social media, στην πρόταση γάμου του συγγραφέα Κόλιν Φερθ στην Aουρέλια, συνοδεία της οικογένειάς της, άλλα και όλης της γειτονιάς(!), και, βέβαια, σε εκείνη τη σκηνή όπου η Έμα Τόμσον διαπιστώνει την απιστία του συζύγου της Άλαν Ρίκμαν και παίρνει λίγο χρόνο για να το επεξεργαστεί. Η μουσική επένδυση της σκηνής είναι το «Both sides now» της Τζόνι Μίτσελ, αυτό το γλυκόπικρο αριστούργημα ανασκόπησης και ενδοσκόπησης που αναφέρεται σε μια ευρύτερη εικόνα, η οποία μπορεί να φανερωθεί και να κατακτηθεί μόνο μέσα από την (συχνά επώδυνη) εμπειρία. Εκεί η Έμα Τόμσον σπάει την τεχνητή φύση της γενικότερης υποκριτικής γραμμής και προσεγγίζει μια άλλου τύπου αλήθεια, ίσως επειδή το σενάριο άγγιξε ευαίσθητη χορδή και την ώθησε να ανακαλέσει τον χωρισμό της από τον Κένεθ Μπράνα, όπως θα δήλωνε χρόνια μετά. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ακόμα και οι πολέμιοι της ταινίας έχουν βουρκώσει στη συγκεκριμένη σκηνή, αλλά ντρέπονται να το ομολογήσουν.
Στη Βρετανία, πάντως, ξεχώρισε περισσότερο η ιστορία του Χιου Γκραντ. Η εικόνα ενός Βρετανού πρωθυπουργού που χορεύει ξέφρενα στους διαδρόμους του πρωθυπουργικού μεγάρου της Ντάουνινγκ Στριτ, που τρελαίνεται από έρωτα και χτυπά τη μία πόρτα μετά την άλλη πόρτα αναζητώντας την αγαπημένη του, γεννούσε και πάλι συμπάθεια για έναν θεσμό ευρισκόμενο σε πλήρη ανυποληψία. Και, βέβαια, υπάρχει και η υποπλοκή με τον Αμερικανό Πρόεδρο.
Στο «Yesterday» –spoiler alert– o Ρίτσαρντ Κέρτις χρησιμοποίησε το μέσο του κινηματογράφου για να ξαναγράψει την ιστορία με τρόπο μίλια μακριά από τις ρεβανσιστικές φαντασιώσεις του Ταραντίνο, χαρίζοντας στον Τζον Λένον μια ήσυχη ζωή που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, σε μια τρομερά συγκινητική σκηνή – τέλος των spoilers. Aν, όμως, σε εκείνη την ταινία το σινεμά αλλάζει την ιστορία του παρελθόντος, εδώ ξαναγράφει τη σύγχρονη (του) ιστορία. Εκεί που στην πραγματική ζωή ο πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ πήγαινε χέρι-χέρι με τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζορτζ Μπους, αποδεχόμενος αδιαμαρτύρητα όλους τους όρους μιας ετεροβαρούς «ειδικής σχέσης», ο κινηματογραφικός ομόλογός του έθετε σαφή όρια και έκανε περήφανο τον βρετανικό λαό, πάντα με τον αφελή τρόπο μιας ρομαντικής κομεντί. Οι κριτικοί μπορεί να βλαστημούσαν, μα το κοινό ζητωκραύγαζε στη συγκεκριμένη σκηνή κατά τις προβολές του φιλμ στη Βρετανία. Αν επιχειρήσετε μια γρήγορη αναζήτηση στο Google, δε, θα εκπλαγείτε από το πόσο συχνά επανέρχεται αυτή η σκηνή στη βρετανική πολιτική επικαιρότητα . Κι αυτό είναι απλώς ένα μικρό μέρος του πολιτιστικού αντίκτυπου του «Love Actually».
Θα μας επιτρέψετε, πριν κλείσουμε, να μνημονεύσουμε την πολύτιμη συνδρομή του Κρεγκ Άρμστρονγκ στο σάουντρακ – δεν περιγράφεται πόσο έχουν λείψει τα πλήκτρα του από τη μεγάλη οθόνη, τα σάουντράκ του έρχονται με το σταγονόμετρο πια και ποτέ δεν αφορούν παραγωγές πρώτης γραμμής. Μπορεί οι συνήθεις ατμοσφαιρικές συνθέσεις να δίνουν τη θέση τους σε πιο συμβατικά μονοπάτια, σε πιο mainstream ήχο, πρόκειται όμως για μουσική με χαρακτήρα, για score με (τουλάχιστον) τέσσερα αξιομνημόνευτα θεματάκια, εκεί που η μέση rom-com φέρει μουσική επένδυση λογικής σούπερ μάρκετ.
Ίσως αυτό να είναι το κλειδί της επιτυχίας ετούτης της λονδρέζικης rom-com. Ενώ ακολουθεί μια γνώριμη συνταγή σε όλα τα επίπεδα, η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε με ζήλο και μεράκι και το αποτέλεσμα ήταν ένα εκλεκτό, χριστουγεννιάτικο φιλμικό γλυκό, το οποίο άρεσε σε όσους το δοκίμασαν και τους έκανε να ανυπομονούν για την ώρα που θα γεμίσει και πάλι η πλάση με γιρλάντες και στολίδια, ώστε να μπορέσουν να το φάνε ξανά. Και η συνήθεια αυτή έχει και επώνυμους υποστηρικτές. Πριν από μερικούς μήνες ο Κρίστοφερ Νόλαν αποκάλυψε σε συνέντευξή του ότι παρακολουθεί κάθε Χριστούγεννα το «Love Actually», μια είδηση που προκάλεσε έκπληξη μόνο σε όσους ξεχνούν πόσο Βρετανός είναι, ή τον τρόπο που έκλεισε την τριλογία του «Dark Knight», ή ότι γύρισε μια ταινία όπου η αγάπη, ως δύναμη του σύμπαντος, έχει μεγαλύτερη βαρύτητα και από την ίδια τη… βαρύτητα. Ναι, λοιπόν, ο Κρίστοφερ Νόλαν είναι ένας από εμάς. Κάθε Χριστούγεννα στο νολανέικο βρίζουν τον Ρόουαν Άτκινσον που αργεί να τυλίξει το δώρο, λικνίζονται ανεπαίσθητα (ή απροκάλυπτα) στους ρυθμούς του «Too lost in you» των Sugababes, ζαρώνουν στον καναπέ με τη συμπεριφορά του Ροντρίγκο Σαντόρο.
Γνωρίζουμε ότι φτάσατε ως εδώ κι ακόμα δεν έχετε διαβάσει για τα προβλήματα της ταινίας, για αστεία ή στιγμιότυπα που δεν έχουν γεράσει τόσο καλά, όπως το παραπάνω. Υπάρχουν αρκετά άρθρα εκεί έξω για να καλύψουν την ανάγκη σας, αυτό εδώ δεν θα είναι τέτοιο. Όποιος αγαπά, εθελοτυφλεί. Και η αγάπη μας για το φιλμ είναι δεδομένη, έχει σμιλευτεί μέσα από προβολές πλάι σε αγαπημένα πρόσωπα, έχει οχυρωθεί πίσω από την τελετουργία του έθους. Όπως οι ήρωες στο «About Time» του ίδιου σκηνοθέτη «κάθε Παρασκευή, ό,τι καιρό κι αν κάνει, παρακολουθούν μια ταινία», έτσι κι εμείς κάθε Χριστούγεννα, σε όποια κατάσταση κι αν βρισκόμαστε, θα δούμε οπωσδήποτε μια συγκεκριμένη ταινία. Την ίδια που βλέπουμε εδώ και είκοσι χρόνια και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα συνεχίσουμε να βλέπουμε για τα επόμενα εκατόν είκοσι, ώστε αν ποτέ εξαφανιστούν όλες οι κόπιες της, να γνωρίζουμε το ντεκουπάζ απ’ έξω και να μπορέσουμε να μαζευτούμε και να την ξαναφτιάξουμε από την αρχή. Κι αν ακόμα αναρωτιέστε σε ποια ταινία αναφερόμαστε, θα σας δώσουμε ένα hint: είναι το «Love Actually».
«Love Actually» (2003) Official Trailer