Σ’ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ σαν το μυθιστόρημα των Βαλκανίων του εικοστού πρώτου αιώνα, ο μεγάλος Σέρβος κινηματογραφιστής αφηγείται, για πρώτη και μοναδική ίσως φορά, τη ζωή του, και στήνει ολοζώντανο μπροστά στα μάτια μας, με μια δύναμη που απηχεί και συναγωνίζεται τη δύναμη της κινηματογραφικήςτου ματιάς, έναν ολόκληρο κόσμο, σημαδεμένο από τον πόλεμο και την ιστορία.
Χωρίς να χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις περί του ατόμου του, ο Σέρβος Εμίρ Κουστουρίτσα έχει πάμπολλους φίλους στη χώρα μας και οι ταινίες του -παρότι κέρδισαν το παγκόσμιο κοινό- παραμένουν στη μνήμη του θεατή κυρίως ως βαλκανικό προϊόν, με ντόπια πνοή και ιδιάζουσα θυμική διασάλευση. Αν τα Βαλκάνια αποτελούν φυλετική, θρησκευτική, ιστορική και πολιτική σαλάτα, η Γιουγκοσλαβία (Νοτιοσλαβία για την ακρίβεια), η πατρίδα του σκηνοθέτη, προσφέρει άπειρο και πρωτογενές υλικό για έναν άνδρα που θέλει ν’ αναπλεύσει τον χρόνο αφήνοντας την κάμερα και πιάνοντας το μολύβι.
«Ο άνθρωπος είναι επιρρεπής στη λήθη, και η ασκησή της, στο πέρασμα του χρόνου, έγινε θεμελιώδης τέχνη του ανθρώπινου είδους. Αν η λήθη, αυτή η πριγκίπισσα, δεν απάλυνε τις σκέψεις που βρίσκονται υπό την κυριαρχία του πάθους, για να τις μεταβιβάσει στον νου και να τις βάλει σε σωστή σειρά, ο εγκέφαλός μας δεν θα ήταν παρά ένα απλό κοντέινερ. Χωρίς τη λήθη θα μπορούσαμε ν’ αντικρίσουμε την επόμενη μέρα;».
Ο Εμίρ θα πάει στην Αμερική, θα διδάξει κινηματογράφο, θα δεχτεί την επιρροή της χαοτικής πρωτεύουσας του κόσμου, ωστόσο το σέρβικο ήθος δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ. Ουσιαστικά, σε κάθε ταινία του κοιτάζει προς τα Βαλκάνια, εκεί βρίσκει τον εαυτό του και την υπερφορτωμένη φαντασία του.
Θυμόμαστε το παρελθόν επειδή το ξεχνάμε. Εντούτοις, η προσπάθεια ν’ αναβιώσει την οικογένειά του (μάνα και πατέρα κυρίως) και την πατρίδα του κάνει τον Κουστουρίτσα επιτήδειο νοσταλγό και το βιβλίο του ιερά παρακαταθήκη.
Οι ενότητες της αφήγησης είναι διακριτές: οικογένεια, πατρίδα, σοβιετικό καθεστώς - Τίτο - παιδικά χρόνια, ποτό – αλητεία νταϊλίκια, έρωτας, γάμος και παιδιά - κινηματογράφος - παγκόσμια φήμη – διάλυση της Γιουγκοσλαβίας - ξενιτεμός. Ο Τίτο ήταν Κροάτης, το ’48 ήρθε σε ρήξη με τον Στάλιν κι επεβλήθη ως ένας από τους ηγέτες των αδέσμευτων χωρών. Ήταν ο άνθρωπος που έγραψε κάποτε στον Στάλιν: «Πάψε να στέλνεις φονιάδες για να με σκοτώσουν. Θα στείλω έναν μόνο και θα σε ξεπαστρέψει...».
Επίσης, είχε κι αυτός τα δικά του στρατόπεδα ανεπιθύμητων. Το Γκόλι Ότοκ (γυμνό νησί) είναι νησάκι της Αδριατικής όπου ο Τίτο ξαπόστειλε 15.000 συμπαθούντες της Κομινφόρμ μετά τη ρήξη με τη Σοβιετία, όπου υπέστησαν βαριά βασανιστήρια. Παραταύτα, όταν ένα αγόρι επαινούσε την ομορφιά ενός κοριτσιού, έλεγε: «Είναι ωραία σαν τον Τίτο!». Τα ίδια στα γήπεδα. Όταν έμπαινε ένα έξοχο γκολ, έλεγαν: «Τι γκολ! Αληθινός Τίτο!».
Οι Σέρβοι πλακώνονται στο ξύλο. Πρόκειται για ένα αντριλίκι που ταιριάζει με το μπόι τους και τις συνήθειές τους. Ποτό και ξύλο, ξύλο και ποτό. Όταν έπαιζε ποδόσφαιρο, ο Εμίρ άκουγε να τους φωνάζουν από την κερκίδα: «Ε, πούστηδες, μην πλησιάζετε στο τέρμα μας, αν δεν θέλετε να σας κάνουμε κιμά!». Κατά τη διάρκεια του ματς, φορώντας το 10, άκουγε να τον απειλούν: « Δέκα θα σε γαμήσουμε! Δέκα θα γαμήσουμε τηναδερφή σου ο ένας μετά τον άλλον!». Αλλά και η παρέα του δεν πήγαινε πίσω. «Η παρέα στην οποία ανήκα έβλεπε με περιφρόνηση τον ελεύθερο χρόνο. Μοιάζαμε με μια ομάδα νεαρών λύκων που ήθελε να δείξει με τη συμπεριφορά της ότι δεν ανήκε στον συνηθισμένο κόσμο και ότι αρνιόταν να παραδοθεί στις συμβατικές μορφές διασκέδασης. Μια ένταση πολεμιστή. Βαλκάνιου πατριώτη».
Εχοντας την προσωπική του ιστορία με το φελινικό Άμαρκορντ, ο Εμίρ το παρομοιάζει με το μπιγκ μπανγκ. Ένιωσε το φως που βοηθά τον νέο να βρει τον εαυτό του. «Οι εικόνες και οι προθέσεις του έγιναν οι πηγές που πότισαν όλα μου τα κινηματογραφικά ποτάμια. Στη συνέχεια, ό,τι συνέβη στη σκηνοθετική μου ζωή μετριόταν με τον πήχη της ταινίας αυτής. Τα σημαντικά γεγονότα της ζωής μου έκαναν ένα πραγματικό άλμα στην κλίμακα της ύπαρξής μου! Η μητέρα, ο πατέρας, το σπίτι, οι φίλοι μου και μαζί ό,τι με έναν μη προσχεδιασμένο τρόπο μου ήταν αγαπητό: τα δάση, τα βουνά, οι γλουτοί των γυναικών, τα ποδήλατα, οι κορυφές των ναών, οι γέφυρες, τα τρένα, τα λεωφορεία... Όλα όσα απεχθανόμουν: γραβάτες, ουρανοξύστες, φούρνοι της κουζίνας, σχολεία, νοσοκομεία. Τέλος, ό,τι είχε αξία στα μάτια μου: η ευγένεια, το θάρρος, η ιστορία, η μουσική. Τα έβλεπα όλα με άλλο μάτι».
Ανάλογες επιφοιτήσεις πάθαινε ο Εμίρ ακούγοντας, για παράδειγμα, τον Έντο Χαφίζαντιτς: - «Βλέπω το Σεράγεβο, Μουράτ, και διαπιστώνω ότι εσείς οι κομμουνιστές τα καταστρέψατε όλα. Μεταφυτέψατε τον αγρότη στην πόλη, του είπατε ότι δεν υπάρχει Θεός και να το αποτέλεσμα!».
Ο Εμίρ θα πάει στην Αμερική, θα διδάξει κινηματογράφο, θα δεχτεί την επιρροή της χαοτικής πρωτεύουσας του κόσμου, ωστόσο το σέρβικο ήθος δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ. Ουσιαστικά, σε κάθε ταινία του κοιτάζει προς τα Βαλκάνια, εκεί βρίσκει τον εαυτό του και την υπερφορτωμένη φαντασία του. Η ταινία Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές μπορεί για πολλούς να ήταν Σόδομα και Γόμορρα, αλλά για τον ίδιο συμβόλιζε το υποχρεωτικό πέρασμα προς την ελευθερία.
«Το πολιτικό Σεράγεβο θεωρούσε το Βελιγράδι γεννήτορα του αναρχοιλελευθερισμού -σύμφωνα με τον Τίτο, που έβλεπε εκεί έναν πολύ έκδηλο προσανατολισμό προς τη Δύση και αντικομμουνισμού, δηλαδή εθνικισμού και ιδεολογίας τσέτνικ».
σχόλια