Στην ταινία του Ερίκ Ρομέρ (Éric Rohmer, 1920-2010) «Πράσινη Αχτίδα» («Le Rayon Vert», Χρυσός Λέοντας στο Φεστιβάλ της Βενετίας) του 1986, η ρομαντική Ντελφίν ξεμένει το καλοκαίρι στο Παρίσι χωρίς παρέα για τις διακοπές της, όταν μια φίλη της την κρεμά τελευταία στιγμή, ενώ έχει κιόλας μόλις χωρίσει από το αγόρι της. Μπροστά στο ενδεχόμενο να περάσει όλο το καλοκαίρι στην πόλη, αποδέχεται διάφορες προτάσεις για διακοπές, χωρίς να την ικανοποιεί τίποτα και χωρίς τίποτα να μπορεί να καταπνίξει τη μελαγχολία της· στο τέλος της ταινίας θα καταλήξει να αναζητά την «πράσινη αχτίδα» στο ηλιοβασίλεμα. Πρόκειται για μια αναφορά του Ρομέρ στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν και στον μύθο που συνοδεύει το σπάνιο φυσικό φαινόμενο της τελευταίας πράσινης αναλαμπής κατά τη δύση του ηλίου. Όποιος καταφέρει να δει την πράσινη αχτίδα, σύμφωνα με το βιβλίο του Βερν, θα ξεκαθαρίσει τα αισθήματά του και θα έχει τη δύναμη να ψυχολογεί σωστά τόσο τον εαυτό του όσο και τους άλλους. Για την αμφίθυμη και ανικανοποίητη Ντελφίν η πράσινη αχτίδα είναι η αναζήτηση ταυτότητας και εν τέλει ο έρωτας· για τον ίδιο τον Ρομέρ, αυτόν τον τόσο σπουδαίο Γάλλο σκηνοθέτη, πρωτεργάτη της νουβέλ βαγκ και δημιουργό ταινιών ολοκληρωμένων χαρακτήρων και συναρπαστικών καλοδουλεμένων διαλόγων, πρέπει να υπήρξε η δυνατότητα εμβάθυνσης στην ανθρώπινη ψυχολογία και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αλλά για όλους εμάς που μαγευτήκαμε κάποια στιγμή από το σινεμά του η πράσινη αχτίδα είναι το ίδιο το καλοκαίρι που ο Ρομέρ ύμνησε όσο κανένας άλλος σκηνοθέτης και που πλέον είναι και το ίδιο ένα σπάνιο φαινόμενο.
Στο ξεκίνημα ενός ακόμα καλοκαιριού, με την κλιματική κρίση να απειλεί να μετατρέψει σε εφιάλτη ό,τι άλλοτε ήταν φορτωμένο υποσχέσεις, προσδοκίες, γεύσεις, αισθήσεις και χρώματα, αλλά και με τις ορδές των τουριστών να έχουν μετατρέψει τους άλλοτε ειδυλλιακούς παραδείσους σε all inclusive προορισμούς για λίγους που στενάζουν από τις συνέπειες του υπερτουρισμού, η προοπτική ενός καλοκαιριού όπως αυτά τα ξεθωριασμένα, αλλά ταυτόχρονα τόσο ζωντανά και εκτυφλωτικά των ταινιών του Ρομέρ φαντάζει εξιδανικευμένη και πολύ μακρινή, ειδικά όσον αφορά το περιβόητο «ελληνικό καλοκαίρι» που κάθε χρόνο φθίνει όλο και περισσότερο.
Το καλοκαίρι στις ταινίες του Ρομέρ δεν είναι εύκολο να περιγραφεί με λέξεις. Θυμίζει αυτό που είχε πει ο αισθητιστής Καβάφης στα Σημειώματα ποιητικής και ηθικής του για το καλοκαίρι: «Eντυπώσεις με δίδουν πολλές οι καλοκαιρινές μορφές κ' αισθήσεις». Το καλοκαίρι στο ρομερικό σύμπαν απαρτίζεται κυρίως από αισθήσεις, εντυπώσεις και μορφές.
«Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά / όσο παλιώνω» έγραφε ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, κάτι που έχει γίνει κοινό βίωμα εδώ και πολλές δεκαετίες. Αποδεχτήκαμε –γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε κι αλλιώς– πως το ποιητικό και αρχετυπικό «Ελληνικό Καλοκαίρι» του Ζακ Λακαριέρ, του Χένρι Μίλερ και του Πάτρικ Λι Φέρμορ ή τα ελληνικά νησιά, όπως τα αποτύπωσε με τον φωτογραφικό του φακό ο Robert McCabe τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, χάθηκαν ανεπιστρεπτί στα βάθη του χρόνου και ίσως και να καταλήξαμε, επίσης, πως ο μύθος που περιβάλλει το ελληνικό καλοκαίρι υπήρξε μια φαντασιακή, σε μεγάλο βαθμό, θεώρηση.
Αλλά πέρα από το καλοκαίρι που κάθε χρόνο θρηνούμε εκ νέου και που έχει σημαδευτεί από την ελληνική τοπογεωγραφία και μυθολογία και το ελληνικό φως, το καλοκαίρι αναζητείται γενικώς. Πού πήγαν εκείνα τα καλοκαίρια που έμοιαζαν με ταινία του Ερίκ Ρομέρ, δηλαδή με έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα λεπτών αισθήσεων, ανάερων εντυπώσεων και νωχελικών αισθημάτων;
Το καλοκαίρι στις ταινίες του Ρομέρ δεν είναι εύκολο να περιγραφεί με λέξεις. Θυμίζει αυτό που είχε πει ο αισθητιστής Καβάφης στα Σημειώματα ποιητικής και ηθικής του για το καλοκαίρι: «Eντυπώσεις με δίδουν πολλές οι καλοκαιρινές μορφές κ' αισθήσεις». Το καλοκαίρι στο ρομερικό σύμπαν απαρτίζεται κυρίως από αισθήσεις, εντυπώσεις και μορφές.
Με μια πλούσια φιλμογραφία, με τις σειρές των ταινιών του «Έξι ηθικές ιστορίες», «Κωμωδίες και Παροιμίες» και «Ιστορίες των τεσσάρων εποχών», σαν ένας άλλος Μπαλζάκ, αυτός ο λογοτέχνης του σινεμά, όπως χαρακτηρίστηκε (εξάλλου είναι και συχνές οι αναφορές του στη λογοτεχνία), πραγματοποίησε μια ανατομία πάνω στην περιπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, τις αντιφάσεις και την ηθική τους, αλλά λάτρεψε και όσο κανείς το θέρος.
Στην πρώτη του ταινία ήδη, τον «Αστερισμό του Λέοντα» («Le signe du lion», 1969), βλέπουμε μια μποέμ περιπλάνηση σε ένα καλοκαιρινό, απαστράπτον Παρίσι του 1959 όπου όλα μπορούν να συμβούν, στη «Συλλέκτρια» («La Collectionneuse», 1967) τη σεξουαλική απελευθέρωση της δεκαετίας του ’60 και τις ερωτικές περιπέτειες σαν ένα παιχνίδι που δεν πρέπει να σοβαρέψει πολύ γιατί αλλιώς προκαλεί εγκαύματα αλλά και τη μεσογειακή φύση σε εικόνες που μαγνητίζουν, στο «Γόνατο της Κλαίρης» («Le Genou de Claire», 1970) τα φλερτ και τους πολιτικά μη ορθούς για τα σημερινά δεδομένα έρωτες ενός μεσήλικα στις Γαλλικές Άλπεις, στο «Η Πωλίν στην πλαζ» («Pauline à la plage», 1983) τις εφηβικές ονειροπολήσεις και τους πρώτους έρωτες, τις πρώτες διαψεύσεις, τις παρέες του καλοκαιριού να τέμνονται και να διασταυρώνονται άλλοτε φιλικά και άλλοτε ερωτικά, σαν ένας απαράβατος νόμος της Φυσικής, και στις «Ιστορίες του καλοκαιριού» («Conte d'été», 1996) τις μετατοπίσεις των προσδοκιών και των επιθυμιών, τα ερωτικά τρίγωνα και γαϊτανάκια αλλά και τις διασκεδαστικές γνωριμίες των διακοπών που καταναλώνονται περίπου όπως ένα παγωτό γρανίτα φράουλα.
Από σύγχρονους δημιουργούς, στα βήματα του Ρομέρ πάτησε και ο Λούκα Γκουαντανίνο με το «Call me by your name» του 2017, χωρίς να καταφέρει, όμως, να μεταφέρει την ανεπανάληπτη και τόσο αβίαστη ατμόσφαιρα των ταινιών του, δημιουργώντας ένα πιο πεποιημένο αποτέλεσμα. Ίσως ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ με την «Before» τριλογία του, και ειδικά την πρώτη ταινία, το «Before Sunrise» του 1995, με τους εξαντλητικούς διαλόγους και τις λογοτεχνικές αρετές στην αφήγηση, να είναι αυτός που πέτυχε να αφομοιώσει στο ακέραιο το πνεύμα του Ρομέρ.
Υπάρχει κάτι στο καλοκαίρι όπως προβάλλεται στις ταινίες του Ρομέρ, που δεν έχει να κάνει με εντοπιότητα ή δεκαετία. Δεν έχει μεγάλη σημασία πού τοποθετούνται οι ιστορίες, στη Γαλλική Ριβιέρα, στις Άλπεις, στην ιταλική ύπαιθρο ή στα ελληνικά νησιά. Είναι το άχρονο καλοκαίρι των αισθήσεων και των απολαύσεων, του ερωτισμού, που αιωρείται στην ατμόσφαιρα χωρίς να προσπαθείς ιδιαίτερα, αρκεί να αφεθείς, το καλοκαίρι της ανεμελιάς και της ραστώνης, του άπλετου και ανερυθρίαστα ξοδεμένου χρόνου που στο τέλος είναι ο πιο κερδισμένος απ' όλους, των ανάλαφρων κοινωνικών συναναστροφών και του φλερτ χωρίς δεσμεύσεις και προεκτάσεις. Όλα μοιάζουν εύκολα και όλες οι πιθανότητες είναι ανοιχτές σ’ αυτό το καλοκαίρι. Ακόμα και τα απρόοπτα αντιμετωπίζονται ως κάτι διασκεδαστικό που προσθέτει στη βίωση της εμπειρίας.
Δεν είναι μόνο η μαζικοποίηση του τουρισμού ούτε το άπιαστο όνειρο των διακοπών που τείνει να γίνει προνόμιο για λίγους· δεν είναι ούτε η ωρίμανση και η νιότη που μοιάζει να είναι η μόνη που μπορεί να το διεκδικήσει για λογαριασμό της· είναι και η ολοένα πιο δύσκολη αναζήτηση εκείνης της άχρονης στάσης απέναντι στα πράγματα που μπορεί να βλέπει το καλοκαίρι και ό,τι το σχηματίζει σαν να το αντικρίζει για πρώτη φορά. Ωστόσο, υπάρχει πάντα το ιδιωτικό καλοκαίρι που, κόντρα σε αποκαθηλωμένους μύθους ή φαντασιακές χρονο-γεωγραφίες, επιβιώνει ακόμα και ψήγματά του που μπορεί να βρει κανείς στις προσωπικές μυθολογίες του καθενός.
Υπήρχε σίγουρα ένας τόπος και ένας χρόνος όπου το καλοκαίρι έμοιαζε ατελείωτο, όπου η επιθυμία διεκδικούσε, αλλά δεν απαιτούσε και εύκολα έπαιρνε μετάθεση γι’ αλλού, προκαλώντας μονάχα, καμιά φορά, μια γλυκιά μελαγχολία, όπου η φύση ήταν συνοδοιπόρος στα μικρά και τα μεγάλα ανθρώπινα δράματα και όχι απλώς το φόντο για διακοπές με την ψυχή στο στόμα και προγραμματισμένες μήνες πριν και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, όπου οι αισθήσεις ήταν οξυμμένες στη μεγαλύτερη δυνατή τους ένταση, τα σώματα λυμένα και η ζωή ανάλαφρη· όπως σ’ εκείνο το απαράμιλλο, σχεδόν ζωγραφικό κάδρο του Ρομέρ στη «Συλλέκτρια», ένα αιώνιο καλοκαιρινό απόγευμα στη βεράντα της βίλας στο Σεν Τροπέ, όπου ο Αντριέν και η Χαϊντέ ρεμβάζουν, μια εικόνα που λες και συνοψίζει όλα τα χαμένα καλοκαίρια μας.