ΑΝ ΟΠΩΣ ΛΕΕΙ ένα αγγλοσαξονικό γνωμικό ο Αύγουστος είναι η Κυριακή του καλοκαιριού, τότε η πρώτη Αυγούστου θα μπορούσε να είναι εκείνη η στιγμή αργά τη νύχτα του Σαββάτου που είσαι εκεί που ιδανικά θα ήθελες να είσαι, αλλά σε πιάνει ξαφνικά μια ματαιότητα. Τι νόημα έχει, μεθαύριο πάλι Δευτέρα θα είναι, σκέφτεσαι. Ή απλά δεν αντέχεις τον κόσμο.
Κακά τα ψέματα, όλη σχεδόν η ιστορία και ο μύθος των καλοκαιρινών διακοπών βρίσκεται στην προσμονή, στην ιδέα, στη θεωρία. Προφανώς και η πράξη μπορεί να μοιάζει υπέροχη –και συχνά είναι–, αλλά όσο τέλεια (μόνο το τέλειο είναι αποδεκτό στις διακοπές) και να περάσεις, φτάνεις κάποια στιγμή, ειδικά όσο περνάνε οι μέρες και η κλεψύδρα αδειάζει, στο σημείο να νοσταλγήσεις τον Ιούνιο και τον Ιούλιο – τις Παρασκευές και τα Σάββατα του καλοκαιριού, κι ας τα πέρναγες μετρώντας τις μέρες στο κλεινόν άστυ.
Η προσδοκία λειτουργεί και ως αυτοσκοπός.
Παρά τα τόσα χρόνια θητείας στο μαζικό αυγουστιάτικο καλοκαίρι που μοιάζει όλο και πιο πολύ με καταδρομική επιχείρηση παρά με διακοπές, προτιμώ να φεύγω κι εγώ με τους πολλούς. Εκτός από πιο δημοκρατικό, μου φαίνεται πάντα και πιο ασφαλές – ψυχολογικά.
Εξακολουθώ, πάντως, παρά τα τόσα χρόνια θητείας στο μαζικό αυγουστιάτικο καλοκαίρι που μοιάζει όλο και πιο πολύ με καταδρομική επιχείρηση παρά με διακοπές, να προτιμώ να φεύγω κι εγώ με τους πολλούς. Εκτός από πιο δημοκρατικό, μου φαίνεται πάντα και πιο ασφαλές – ψυχολογικά. Προτιμώ να βρίσκομαι μακριά από το ξεγύμνωμα της πόλης.
Μικρότερος το έβλεπα πιο λογοτεχνικά το θέμα, μου άρεσε η ιδέα της εγκαταλελειμμένης πόλης, πεδίο τρόμπας και εξερεύνησης, ιδανικά με μια καλή παρέα. Έχω περάσει και διάφορα δεκαπενταύγουστα στην Αθήνα, δεν ήταν άσχημα, την άκουγες και μόνο με την υπόκωφη ερημιά και την απόκοσμη ηρεμία (κάτι που για λίγο έγινε κοινή αίσθηση με τα λοκντάουν), φαντάσου να έπινες και τίποτα.
Στην πραγματικότητα όμως, και τότε και τώρα προτιμώ να είμαι ανήμερα τον δεκαπενταύγουστο (το ένδοξο απομεσήμερο της Κυριακής του καλοκαιριού) σε κάποιο, οποιοδήποτε νησί, κι ας κοντεύει να βουλιάξει από τον κόσμο. Τίποτα δεν είναι τόσο φρέσκο όσο ήταν τον Ιούνιο, αλλά τουλάχιστον είσαι παρών στην κορύφωση του έργου.
Ακόμα όμως έχουμε μέλλον, η μεγάλη «Κυριακή του καλοκαιριού» μόλις ξεκίνησε και τέτοια μέρα έρχεται στο μυαλό το ποίημα «Θυμάμαι» (I Remember) της Αν Σέξτον που ανακαλεί μια μάλλον ιδανική πρώτη Αυγούστου.
Θυμάμαι
Την πρώτη Αυγούστου
τα αόρατα σκαθάρια είχαν ήδη αρχίσει
να ροχαλίζουν και το γρασίδι ήταν
σκληρό σαν κάνναβη και
δεν είχε χρώμα – όπως δεν είχε
κι η άμμος και
είχαμε λιώσει τα γυμνά μας πόδια
γυμνά από την εικοστή
του Ιουνίου και υπήρχαν στιγμές
που ξεχνάγαμε να κουρδίσουμε
το ξυπνητήρι σου και κάποια βράδια
πίναμε το τζιν μας ζεστό και σκέτο
σε παλιά κολονάτα ποτήρια ενώ
ο ήλιος έσκαγε και χανόταν από τα μάτια μας
σαν κόκκινο καπέλο και
μια μέρα έδεσα τα μαλλιά μου
με μια κορδέλα και μου είπες
ότι έμοιαζα σχεδόν με
πουριτανή κυρία και αυτό που
θυμάμαι καλύτερα είναι ότι
η πόρτα του δωματίου σου ήταν
η πόρτα του δικού μου.