Η καταξιωμένη κινηματογραφίστρια Εύα Στεφανή, με αφορμή κάποια κινηματογράφηση και με την κάμερα στο χέρι, επισκέπτεται συχνά υπό εγκατάλειψη ιδιωτικά και δημόσια κτίρια, νοσοκομεία, ιδρύματα και γραφεία. Στις επισκέψεις της, εκτός από το να κινηματογραφεί, συλλέγει αρχειακό υλικό που έχει εγκαταλειφθεί και βρίσκεται διάσπαρτο σε κάθε χώρο –  νομικά και λογιστικά έγγραφα, υπεύθυνες δηλώσεις, αποδείξεις τραπεζικών συναλλαγών, αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων, ακτινογραφίες.

 

Ωθούμενη από την ανάγκη να αναζητήσει κρυφά στοιχεία της οικογενειακής της ιστορίας αλλά και αθέατες πτυχές της Ελληνικής ιστορίας, διαλέγει τεκμήρια που σχετίζονται με τα επακόλουθα της γερμανικής κατοχής και του ελληνικού εμφυλίου, όπως, για παράδειγμα, λίστες απολυμένων, λόγω πολιτικών φρονημάτων, υπαλλήλων. Οι αποθήκες της οικογένειας, κάποια γραπτά που ξέμειναν στο συρτάρι ενός διαμελισμένου γραφείου, αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές της οικογενειακής ιστορίας και συγχρόνως αποτελούν πολύτιμο υλικό αυτής της καλλιτεχνικής ανασκαφής.

 

Η Εύα Στεφανή αξιοποιεί το υλικό αυτό ως δομικό στοιχείο της νέας της εγκατάστασης, ειδική παραγγελία για το ΕΜΣΤ, με τίτλο Το φωτεινό σπήλαιο (2024). Με κύρια πηγή έμπνευσης την προσωπική εμπειρία της ασθένειας και της νοσηλείας της, καθώς και την ευρύτερη οικογενειακή της ιστορία, και με σαφή αναφορά στην Πλατωνική αλληγορία του σπηλαίου, η καλλιτέχνιδα αποσκοπεί στη δημιουργία ενός βιωματικού χώρου στοχασμού πάνω στη φύση της ιστοριογραφίας, του ανθρώπινου ίχνους και του τρόπου με τον οποίο αυτό συνιστά μέρος μιας επίσημης και ανεπίσημης την ίδια στιγμή ιστορίας. Διαφορετικά επίπεδα τεκμηρίων και ιστοριών αλληλεπικαλύπτονται σε έναν παλίμψηστο χώρο, διατηρώντας την προσωπική και συναισθηματική τους διάσταση και καταλήγοντας σε ένα σύγχρονο memento mori.