ΕIXE ΠΕΙ ΚΑΠΟΤΕ ο Τζον Γουότερς: «Αν πας στο σπίτι κάποιου και δεν έχει βιβλία, μην τον πηδήξεις!». Σήμερα κυκλοφορεί μια νέα, πιο απαιτητική εκδοχή αυτής της συμβουλής: «Αν δεν κάνει ψυχοθεραπεία, μην κοιμηθείς μαζί του». Δεν είναι απλώς ένα αστείο. Τώρα που η θεραπεία έχει εισχωρήσει σε όλες τις πτυχές της ζωής, χρησιμοποιείται ακόμη και στα προφίλ του Tinder ως ένας τρόπος να δείξεις ότι είσαι συναισθηματικά υπεύθυνος.
Σήμερα, οι ψυχολογικοί, ψυχιατρικοί, ψυχαναλυτικοί όροι «ρίχνονται» τακτικά στην καθημερινή συζήτηση – όροι όπως «κόκκινη σημαία» [red flag], «gaslight» και «τραύμα». Ακόμη και οι ράπερ έχουν αγκαλιάσει αυτόν τον κόσμο στα κομμάτια τους. Ο Jay-Z αναφέρει τον ψυχοθεραπευτή του σε τραγούδια όπως το 4:44, ενώ ο Kendrick Lamar προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, δομώντας το άλμπουμ του Mr. Morale (2022) ως μια σειρά από θεραπευτικές συνεδρίες.
Ακόμα και οι θερμοί υπερασπιστές της ψυχανάλυσης είναι πολύ επικριτικοί απέναντι στον ευτελισμό της και υποστηρίζουν ότι, όπως ασκείται τα τελευταία χρόνια, συχνά μετατρέπεται σε αυτοβοήθεια.
Θα ήταν εύκολο να συσχετίσει κανείς αυτή την τάση με την άνοδο ενός εγωκεντρισμού και μιας αυτοαναφορικότητας. Η είσοδος των selfies στη σύγχρονη τέχνη, της «αυτοφυούς» μυθοπλασίας (autofiction) στη λογοτεχνία και του έντονου βιωματικού στοιχείου στη μουσική (με εξέχουσα περίπτωση την Taylor Swift) θα ενίσχυε τη θέση ότι πέρα από όλα μας αρέσει να μιλάμε για τον εαυτό μας. Η ψυχοθεραπεία όμως οφείλει να πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα και να αντιμετωπίζει τον πραγματικό πόνο και τα πραγματικά συμπτώματα που συχνά συνιστούν τις ψυχικές ασθένειες.
Η εμφάνιση τέτοιων συμπτωμάτων σε εκατομμύρια νέους ανθρώπους, σχεδόν ταυτόχρονα και κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού κύκλου που χαρακτηρίζεται από απαισιοδοξία και επισφάλεια (η λεγόμενη «επιδημία ψυχικής υγείας»), οδηγεί πολλούς ειδικούς στη διαπίστωση ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια συλλογική και γενικευμένη δυσφορία, η οποία, σύμφωνα με τα λόγια του φιλοσόφου Amador Fernández-Savater, είναι μια «δυσφορία υπερχείλισης που προκαλείται από μια τριπλή κατάρρευση: ψυχική, κοινωνική και οικολογική».
Εν μέσω αυτής της κρίσης, το ερώτημα είναι αν οι άνθρωποι ζητούν βοήθεια από τους θεραπευτές και αν η θεραπεία τους βοηθάει πραγματικά. Η κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ενθαρρυντική: μελέτες προειδοποιούν ότι η αύξηση των περιπτώσεων που στρέφονται στην ψυχοθεραπεία δεν έχει οδηγήσει σε αύξηση της ψυχολογικής ευημερίας των πολιτών. Το αντίθετο μάλιστα.
Η ψυχιατρική είναι ο πιο αμφιλεγόμενος κλάδος της ιατρικής. Ιστορικά έχει θεωρηθεί ως δίκοπο μαχαίρι, διότι σε ορισμένα πλαίσια (ιδίως πολιτικά) λειτούργησε ως μέσο ελέγχου των ασθενών αντί να ανακουφίζει τον πόνο τους, ενώ και τα θεμέλιά της ακόμα εξακολουθούν να συζητούνται και να αμφισβητούνται. Πρόσφατα, ο Ολλανδός ψυχίατρος Jim Van Os εξηγούσε στην EL PAÍS: «Υπάρχει πολύ μεγάλη ετερογένεια και ποικιλομορφία περιπτώσεων και συμπτωμάτων για να χωρέσουν οι άνθρωποι σε μία και μόνη διάγνωση».
Οι ειδικοί αναζητούν εδώ και δεκαετίες νευροβιολογικούς δείκτες για τις ψυχικές ασθένειες – δείκτες που θα επέτρεπαν την εξομοίωση των ψυχικών ασθενειών με άλλες ασθένειες και θα επιβεβαίωναν την καταλληλότητα των τυποποιημένων φαρμακολογικών θεραπειών. Ωστόσο, μέχρι στιγμής τα στοιχεία αυτά δεν έχουν προκύψει και η συμπεριφορά των ασθενών εξακολουθεί να αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα κατά τη διάγνωση. «Για τη συντριπτική πλειονότητα των ψυχικών παθήσεων δεν έχουν βρεθεί βιολογικοί δείκτες, οπότε δεν έχουμε καμία βιολογική εξέταση για να επαληθεύσουμε κάθε είδους ψυχιατρική διάγνωση», έλεγε το 2022 στην EL PAÍS ο Βρετανός ψυχολόγος James Davies.
Η ψυχανάλυση επηρέασε την κουλτούρα του περασμένου αιώνα όσο σχεδόν κανένα άλλο ρεύμα σκέψης. Η κληρονομιά της εκτείνεται από τα έργα του Προυστ μέχρι τις σύγχρονες επικεφαλίδες των ειδήσεων. Ωστόσο, έχει συχνά απαξιωθεί ως ψευδοεπιστήμη. Και οι ίδιοι οι θερμοί υπερασπιστές της ψυχανάλυσης όμως είναι πολύ επικριτικοί απέναντι στον ευτελισμό της και υποστηρίζουν ότι, όπως ασκείται τα τελευταία χρόνια, συχνά μετατρέπεται σε αυτοβοήθεια. Οδεύουμε προς μια «υπερψυχολογικοποιημένη» κοινωνία, αλλά οι ίδιοι οι ψυχαναλυτές θεωρούν ότι τα θεμελιώδη ζητήματα και τα πραγματικά προβλήματα των ασθενών δεν αντιμετωπίζονται με ορθό τρόπο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο.
Η Jara Pérez, ψυχολόγος και ψυχαναλύτρια, πιστεύει ότι η ψυχανάλυση είναι μία από τις λίγες μορφές θεραπείας που κάνει τον ασθενή να αναλαμβάνει την ευθύνη της διαδικασίας. Δεν πιστεύει ότι η κουλτούρα της θεραπείας, όπως εμφανίζεται παντού στις μέρες μας, γεννά εγωκεντρικά ή εγωιστικά άτομα, όπως υποδηλώνει το κλισέ που επικρατεί, αλλά μάλλον τεμπέλικα άτομα που αναζητούν γρήγορες και εύκολες λύσεις: «Θεωρώ πολύ προβληματικό το γεγονός ότι αναζητούμε συνεχώς και με το παραμικρό ειδικούς να μας βοηθήσουν. Πηγαίνω σε ψυχολόγο για να μου δώσει γενικές συμβουλές, πηγαίνω σε έναν διατροφολόγο για να μου πει τι να τρώω, πηγαίνω σε έναν personal trainer για να με μάθει να γυμνάζομαι... με αυτόν τον τρόπο χάνεται ένα μεγάλο μέρος της αυτονομίας μας. Και αυτό που κάνει η ψυχανάλυση είναι να βάζει αυτή την αυτονομία στο τραπέζι».
Με στοιχεία από El Pais