Τα δάκρυά μου είναι όχι και πολύ καυτά
Ούτε μαντήλι έχω
ΣΥΧΝΟΤΑΤΑ ΣΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΑΥΤΟ φωτογραφίζω τάφους και μιλώ για πεθαμένους. Υπάρχει εξήγηση. Το ανανεώνω πυκνότερα όταν κατεβαίνω στο νησί (άνεση χρόνου) και όλα στο νησί μού φαίνονται πια σαν διαχείρηση πένθους.
Ζω εκτός σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή μου, αλλά εδώ μένουν οι ισχυρές μου ρίζες. Και μνήμες. Η παιδική ηλικία μου. Οι γονείς μου― ζώντες και τεθνεώτες.
Αφενός είναι ένας πατέρας, που ποτέ δεν τον πένθησα. Αφετέρου μια μάνα, στα 86, που την βλέπω να φθίνει. Κοιτάω το σπίτι της, τ΄ασάλευτα σκεύη της, και αναρρωτιέμαι: «Θα μπορέσω να ξαναπατήσω εδώ, μετά το θάνατό της;» (Δεν έχω απαντήσει).
Συνειδητοποιώ ότι ποτέ δεν αντιμετώπισα ευθέως τις απώλειες που μου αναλογούν. Διέφευγα συνειδητά. Με βοήθησε η μεταστροφή της κοινωνίας που θεωρεί πια το πένθος όχι κοινωνικό γεγονός, αλλά ιδιωτικό πρόβλημα (όπως διάβασα στο τελευταίο Νew Yorker). Είμαι όμως πια μεγάλος άνθρωπος. Δεν μπορώ να κλείνω τα μάτια.
Η αλήθεια είναι ότι μου έπεφτε βαρύ το παλιό στιλ. Η μάνα μου φορούσε πάντα μαύρα (για ένα νεκρό θείο, ένα ξάδελφο κ.λπ.)· οι καθρέφτες είχαν 6 μήνες σεντόνια και το ραδιόφωνο απαγορευόταν να ανοίξει για τουλάχιστον ένα χρόνο. Το πένθος εισχωρούσε στους πόρους του δέρματος, σαν σκουλήκι. Μια μεσογειακή φανφάρα.
Και οι ολονυχτίες με τους νεκρούς στα σπίτια. Αβάσταχτες. Ποτέ δεν εξοικειώθηκα. Οι νεκροί φάτσα φόρα στα ολόφωτα ξενύχτια, μια φριχτή παραδοξότητα, καθώς προσπέρναγα τα σπίτια από όπου έβγαιναν λιβάνια και γόοι.
Πήγα στο άλλο άκρο. Που κι αυτό είναι αφύσικο. Έκανα ότι δεν τρέχει τίποτα. Όλοι θα πεθάνουμε. Η διάστικτη θνητότητα στους πίνακες του Φράνσις Μπέηκον, η άνθινη, βαριά πίκρα στα ποιήματα του Σολωμού, η αίσθηση των μπίτνικ ότι πλανιόμαστε αμέριμνα σ΄ έναν αμνήμονα κόσμο, δίχως ρίζες, σαν παραισθητικός αυτοσχεδιασμός της τζαζ ― αυτά, συν ένα κύμα κωλοπαιδίστικης αυτοσυντήρησης που με κατέλαβε στην εφηβεία μου κι ακόμα με κατέχει, μ΄έκαναν να απισχνάνω το πένθος σε κάτι καλλιτεχνίζον ― ουσιαστικά να στρίβω δια του αρραβώνος απ’ όπου ανοίγουν λάκκοι. Όχι άλλο κάρβουνο.
Δεν ήμουν ο μόνος. Κι η κοινωνία κουράστηκε ― θέλει θετικότητα και γλέντι. Ελάχιστοι πια πεθαίνουν σπίτι τους (συνέδραμε κι ο covid). Σχεδόν θεωρείται αδυναμία χαρακτήρος να πενθείς δημόσια. Οι φασέοι τακτοποιήθηκαν με το Six Feet Under. To facebook έδωσε το τελικό χτύπημα. Το πένθος είναι ένα (ή πολλά) status update· το ξενύχτισμα του νεκρού, δακρυσμένα emoji.
Αν τα παλιά πένθη μου φαίνονταν ακραία και αυτοτιμωρητικά, αυτά εδώ μού φαίνονται σαχλότατα. Και περιέργως, όσο πιο εκδηλωτικά, φλύαρα, πληθωριστικά μοιάζουν, τόσο πιο επιδερμικά και αναίσθητα μού φαίνονται. Σα ν΄αποτεφρώνεις μια κούκλα· όχι να θάβεις άνθρωπο.
Οπότε, σα να μου ζητιέται να τοποθετηθώ εκ νέου απέναντι σε ό,τι πέθανε κι ό,τι πεθαίνει κάθε φορά που κατεβαίνω στο νησί. Δεν είναι αίσθημα παραπονετικό ούτε κλαψιάρικο. Αντιθέτως. Είναι σοβαρό― υπό την έννοια ότι δίχως να διαπραγματευτείς αξιοπρεπώς τα πένθη σου, μεγαλώνεις σαν καραγκιόζης. Και δεν μπορείς να νοιώσεις τίποτα εν τω βάθει.
Κοιτάω τη μάνα μου που λύνει το σταυρόλεξό της για να ξορκίσει το αλτσχάιμερ και δεν μπορώ να ξέρω ακόμα: Θα χρησιμοποιήσω το μπρίκι της για το καφέ μου, όταν δεν θα είναι πια εδώ― ή θα ρίξω ακόμη μια φορά μαύρη πέτρα πίσω μου;