Όταν άκουσα πρώτη φορά για τους αργοναύτες στην τοιχογραφία της Πύλου, αγνοούσα ότι αυτοί ήταν πλάσματα της θάλασσας μοναδικά που πιθανότατα πήραν το όνομά τους από τους μυθολογικούς Αργοναύτες, δηλαδή τον Ιάσονα και του πλήρωμά του, που έκαναν το υπερπόντιο ταξίδι από την Ιωλκό στην Κολχίδα για να πάρουν το χρυσόμαλλο δέρας.
«Δεν νομίζω να προϋπήρχε το όνομα του θαλάσσιου ζώου», λέει ο Χαρίκλεια Μπρεκουλάκη, ερευνήτρια αρχαιολόγος στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. «Ο Αριστοτέλης, που ασχολήθηκε μαζί του στο Περί τα ζώα ιστοριών, και ήταν περίεργος να καταλάβει πώς ζούσε, το ονόμαζε “το άρμα της θάλασσας” γιατί διαπίστωσε, προφανώς παρατηρώντας το, ότι κινείται πολύ γρήγορα. Ταξιδεύει και κουβαλάει κι ένα φορτίο· ίσως και το πλοίο που είναι εικονογραφημένο με αργοναύτες στις παρειές να κουβαλούσε φορτίο, γι’ αυτό έχει την εικόνα αυτού του ζώου». Το πλοίο που αναφέρει είναι ένα από τα ζωγραφισμένα στο δωμάτιο 64 του ανακτόρου του Νέστορα στην Πύλο.
«Ο αργοναύτης θα μπορούσε να έχει πολλούς και διάφορους συμβολισμούς, ανάλογα και με το πού βρίσκεται, γιατί υπήρχε και ένας πολύ μεγάλος αργοναύτης στην αίθουσα με τον θρόνο», εξηγεί. «Επίσης, να πούμε ότι ο Ποσειδώνας ήταν η πιο σπουδαία θεότητα που λατρευόταν στην αρχαία Πύλο, άρα υπάρχει μια σχέση με τη θάλασσα. Ίσως γι’ αυτό να επιλέχθηκε και ο αργοναύτης.
Ο αργοναύτης, που συχνά τον μπερδεύουμε με τον ναυτίλο, δεν έχει όστρακο όπως ο ναυτίλος, έχει ένα είδος κελύφους το οποίο όμως λειτουργεί ως αυγοθήκη, δηλαδή δεν είναι προσαρτημένο στο σώμα του, το κρατάει με τους βραχίονες και μέσα εκεί βάζει τα αυγά του.
Ο αργοναύτης είναι ένα πλάσμα αρκετά ξεχωριστό και ασυνήθιστο, με το οποίο ακόμα δεν είμαστε εξοικειωμένοι. Ούτε κι εγώ δεν γνώριζα την ύπαρξή του, το ανακάλυψα στις τοιχογραφίες της Πύλου. Ο αργοναύτης, που συχνά τον μπερδεύουμε με τον ναυτίλο, δεν έχει όστρακο όπως ο ναυτίλος, έχει ένα είδος κελύφους το οποίο όμως λειτουργεί ως αυγοθήκη, δηλαδή δεν είναι προσαρτημένο στο σώμα του, το κρατάει με τους βραχίονες και μέσα εκεί βάζει τα αυγά του. Αυτήν τη θήκη τη φτιάχνει μόνο ο θηλυκός αργοναύτης, τα αρσενικά είναι πολύ μικρότερα.
Έχει ενδιαφέρον και η αναπαραγωγή τους, γιατί κατά την επαφή αποσπάται το ανδρικό μέλος και μένει στο θηλυκό, το οποίο στη συνέχεια ταξιδεύει και δημιουργεί το κέλυφος στο οποίο θα εκκολαφθούν τα αυγά. Στην ουσία είναι ένα χταπόδι που ζει μέσα σε αυτό το κέλυφος. Κάτι επίσης ενδιαφέρον είναι ότι μέσα σε αυτό το κέλυφος ο αργοναύτης μαζεύει αέρα –κάπως σαν την εξάρτυση του δύτη–, έτσι δημιουργούνται συνθήκες άνωσης που του επιτρέπουν να ανεβοκατεβαίνει μέσα στον βυθό.
Στην ουσία ταξιδεύει λίγο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, και αρκετά γρήγορα. Ο Αριστοτέλης τον γνώριζε και μάλιστα νόμιζε ότι τους βραχίονές του τους χρησιμοποιεί σαν πανί ώστε να επιταχύνει· θεωρούσε ότι βγαίνει και στην επιφάνεια της θάλασσας. Βέβαια, εκείνη την εποχή –μιλάμε για το προϊστορικό Αιγαίο– δεν είναι βέβαιο ότι είχαν καταλάβει όλα αυτά που ξέρουμε σήμερα για τον αργοναύτη, τον μελέτησαν πολύ αργότερα. Μια Γαλλίδα φυσιοδίφης άρχισε να τον μελετάει τον 18ο αιώνα, για να καταλάβει πώς συμπεριφέρεται.
Ακόμα κι αν δεν ήξεραν πολλά πράγματα, σίγουρα κάτι τους άρεσε πολύ σε αυτό το πλάσμα και μαζί με διάφορα άλλα, χταπόδια, όστρακα, τρίτωνες, απεικονίζεται ήδη στην Κρήτη από τότε, στον θαλάσσιο ρυθμό. Αυτό όμως γίνεται πολύ αγαπητό θέμα κυρίως στους Μυκηναίους. Στο ανάκτορο της Πύλου έχουμε τις περισσότερες απεικονίσεις, και πιθανότατα είχε συμβολικό χαρακτήρα.
Προτού μελετηθεί αυτό το μοτίβο, οι αρχαιολόγοι και ανασκαφείς πίστευαν ότι ήταν καθαρά διακοσμητικό, όμως επειδή βρέθηκε σε χώρους που χρησιμοποιούσαν άνθρωποι με σημαντική θέση κάναμε τη σύνδεση και σκεφτήκαμε ότι ο αργοναύτης μπορεί να λειτουργεί και ως σύμβολο, ως έμβλημα του βασιλείου της Πύλου· ενδεχομένως, πέρα από την ταχύτητα που του απέδιδε ο Αριστοτέλης, να συμβολίζει και τη ναυτική δύναμη της Πύλου.
Είναι γεμάτη γρίφους η ζωγραφική αυτής της περιόδου. Αυτό που έχει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον είναι το αν γνώριζαν ότι είναι γένους θηλυκού ο αργοναύτης – ούτως ή άλλως υπάρχει έντονο το θηλυκό στοιχείο στην εικονογραφία του ανακτόρου. Βέβαια, μιλάμε για μια ελίτ κοινωνία πολεμιστών, αλλά η γυναίκα αναφέρεται στις πινακίδες της γραμμικής Β, έχει μια θέση και στη θρησκεία αλλά και στην κοινωνία, έχει ακόμα και περιουσία. Αν ήξεραν ότι ο αργοναύτης είναι θηλυκός, μπορεί να τον συσχέτιζαν και με τη γονιμότητα, γιατί μεταφέρει τα αυγά, και με την προστασία, γιατί τα προστατεύει. Διάφοροι συμβολισμοί μπορεί να ισχύουν.
Ο αργοναύτης δεν απεικονίζεται μόνο σε τοιχογραφίες αλλά και αλλού, σε αντικείμενα από μέταλλο, π.χ. σε σπαθιά, σε κεραμικά και ελεφαντοστέινα. Απλώς στην τοιχογραφία τον βλέπεις με πολλά χρώματα, είναι ένα μοτίβο πολύ ενδιαφέρον. Τον ζωγραφίζουν και με διαφορετικούς τρόπους, βλέπεις ότι υπάρχει μια ελευθερία στην απεικόνιση του ίδιου μοτίβου, αυτό χαρακτηρίζει και το ανάκτορο της Πύλου. Βέβαια, τον απεικονίζουν λάθος, σαν σαλιγκάρι, ενώ αυτός κινείται ανάποδα, γι’ αυτό και είναι πιθανό να μην τον ήξεραν τόσο καλά.
Ένα άλλο πλάσμα της θάλασσας που σχετίζεται με το ανάκτορο της Πύλου είναι η πορφύρα. Εκεί που βρήκαμε το πλοίο με τους αργοναύτες, σε μια πομπή πλοίων η θάλασσα απεικονίζεται πορφυρή. Εδώ να ανοίξουμε μια παρένθεση και να πούμε πως γνωρίζουμε ότι από τη 2η χιλιετία π.Χ. σίγουρα ήταν δυνατή η παραγωγή βαφής από πορφύρα και στην Κρήτη και στις Κυκλάδες, και στη Σαντορίνη και στη Ρόδο αλλά και στη μυκηναϊκή ενδοχώρα αργότερα. Αλίευαν την πορφύρα και για να τη φάνε αλλά κυρίως για τη βαφή – υπάρχει σχετική αναφορά και στις πινακίδες της γραμμικής Β.
Στην τοιχογραφία αυτή, λοιπόν, στην Πύλο, η θάλασσα δεν είναι γαλάζια ή μπλε, όπως συνήθως – στη Σαντορίνη, όπου έχουμε παρόμοιο θέμα με νηοπομπή, στην Κέα, στην Ίκλαινα και στον Ορχομενό, όπου έχουμε βρει πλοία, η θάλασσα είναι μελανή, βαμμένη με το αιγυπτιακό μπλε. Της έδωσαν ένα ιώδες χρώμα που έχει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί έτσι την περιγράφει ο Όμηρος.
Αν και πολλές φορές λειτουργεί αναχρονιστικά το να συνδυάζεις την ύστερη εποχή του χαλκού με τον Όμηρο, εδώ το σκέφτεσαι αμέσως γιατί έχεις διαβάσει και στην Ιλιάδα και στην Oδύσσεια για τον “οίνοπα πόντο”, τον πορφύριο, τον ίο, όλα αυτά που παραπέμπουν σε ένα χρώμα της θάλασσας που δεν είναι κυανό – το επίθετο “κυανός”, παρότι υπήρχε, δεν το χρησιμοποιεί ο Όμηρος για τη θάλασσα.
Μέχρι να βρούμε αυτή την τοιχογραφία θεωρούσαν ότι το πορφυρό στον Όμηρο δεν λειτουργούσε ως χρωματικό επίθετο αλλά ως δηλωτικό μιας ψυχικής κατάστασης (ο πορφυρός νους, δηλαδή ο ταραγμένος νους). Είχε μεταφορική σημασία, αλλά πιστεύω ότι είχε και κυριολεκτική, ως χρώμα που το χρησιμοποιούσαν για να αποδώσουν το ηλιοβασίλεμα.
Εκείνη την εποχή δεν ζωγράφιζαν παραστατικά, αλλά μπορεί να ήθελαν και να παραπέμψουν στη ναυσιπλοΐα κατά τη διάρκεια της νύχτας, γιατί στην αρχαιότητα τότε ταξίδευαν, επειδή είχαν τον έναστρο ουρανό ως μέσο πλοήγησης. Θα μπορούσε η πορφύρα να είναι και ένα σύμβολο βασιλικό, που να δηλώνει δύναμη κ.λπ. και από αυτή την άποψη να συνδέεται με τον αργοναύτη.
Το χρώμα της πορφύρας, που είναι ανεξίτηλη, βγαίνει από τον χρωμοφόρο αδένα της που πρέπει να έρθει σε επαφή με το οξυγόνο για να λειτουργήσει. Το χρώμα έρχεται σταδιακά, στην αρχή γίνεται ασπροκίτρινο, μετά πρασινίζει, στη συνέχεια μπλεδίζει και τελικά φτάνουμε στο πορφυρό. Οπότε υπήρχε ένα είδος μεταμόρφωσης που γοήτευε πάρα πολύ τους Αρχαίους».
Εκτός από τον αργοναύτη και την πορφύρα, είναι πολλά τα ζώα του βυθού που απεικονίζονται στην τέχνη του προϊστορικού Αιγαίου.
«Απ’ όσα γνωρίζουμε για τους φορείς της εικονογραφίας στο προϊστορικό Αιγαίο, παλαιότερες είναι οι βραχογραφίες των νησιών, δηλαδή η επέμβαση του ανθρώπου στη σκουρόχρωμη επιφάνεια του βράχου», λέει ο Ανδρέας Βλαχόπουλος, αρχαιολόγος, καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
«Με την αποφλοίωση αυτής της επιφάνειας και τη δημιουργία ενός πολύ ρηχού αναγλύφου, οι άνθρωποι είτε απέδιδαν παραστάσεις ανεικονικές, κυρίως γεωμετρικές, προφανώς με μεταφυσικό ή συμβολικό χαρακτήρα, όπως οι σπείρες, είτε δημιουργούσαν εικόνες όπως τα πλοία και τα ζώα. Σ’ αυτές συγκαταλέγονται τα όντα της θάλασσας και του βυθού και τέτοιες παραστάσεις έχουμε για πρώτη φορά στις βραχογραφίες στη θέση Στρόφιλας της Άνδρου που χρονολογούνται στην 5η και την 4η χιλιετία π.Χ.
Μάλιστα υπάρχει παράσταση που, σύμφωνα με την αρχαιολόγο Χριστίνα Τελεβάντου, η οποία ανασκάπτει και μελετά τον νεολιθικό οικισμό, δείχνει ένα δελφίνι με το μικρό του. Άρα η επιθυμία του ανθρώπου να απεικονίσει τον κόσμο της θάλασσας είναι πάρα πολύ παλιά και ίσως εξίσου παλιά είναι και η επιθυμία να απεικονίσει έννοιες όπως η μητρότητα – αν διαβάζουμε σωστά μια τέτοια παράσταση.
Το βέβαιο, όμως, είναι ότι από τη στιγμή που έχουμε βραχογραφίες με ψάρια, μέδουσες, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και με τον ορίζοντα της θάλασσας στον οποίο πλέουν τα πλοία –σαν αυτά που βρήκαμε στις βραχογραφίες στο Βαθύ της Αστυπάλαιας, του τέλους της 4ης προς την πρώιμη 3η χιλιετία π.Χ., δηλαδή στο τέλος της νεολιθικής και στην πρωιμότατη εποχή του χαλκού– είναι σαφές ότι οι άνθρωποι, που είναι ήδη πολύ εξοικειωμένοι με τη θάλασσα, επιθυμούν να απεικονίσουν το υγρό στοιχείο και τον έμβιο κόσμο του, είτε αναπαραστατικά είτε υπαινικτικά.
Λίγους αιώνες αργότερα, γύρω στο 2500 π.Χ., υπάρχει μια κατηγορία πήλινων σκευών που τα λέμε τηγανόσχημα λόγω του σχήματός τους (και αυτό επειδή δεν κατανοούμε τη χρήση τους), στην επίπεδη επιφάνεια των οποίων οι κεραμείς έχουν εμπιέσει, πριν ψηθεί το σκεύος στον κλίβανο, ξύλινες σφραγίδες με πυκνά επαναλαμβανόμενες σπείρες για να αποδώσουν τα κύματα μέσα στα οποία πλέουν πλοία με πολλά κουπιά και διάφορα στολίδια στην πρύμνη τους, με πρώτο το ψάρι.
Η αρχαιο-ιχθυολόγος Δήμητρα Μυλωνά έχει δείξει ότι αυτό το εμβληματικό ψάρι στον στόλο του Κυκλαδίτη της 3ης χιλιετίας πρέπει να ταυτιστεί με τον τόνο, μια ερμηνεία αρκετά πειστική. Σε ένα άλλο τηγανόσχημο σκεύος τα ψάρια παριστάνονται να πλέουν σε μια θάλασσα μεταφυσική και όλη η σκηνή περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.
Η επιθυμία του ανθρώπου να αποτυπώσει τη θάλασσα και τον κόσμο της θα αποτελέσει κύριο πεδίο στην εικονογραφία του Αιγαίου κατά τη 2η χιλιετία π.Χ., την περίοδο που στην Κρήτη ονομάζουμε μινωική, όταν ήδη από την ακμή των πρώτων ανακτόρων οι άνθρωποι, μέσα από πολύχρωμα κεραμικά αγγεία λεπτότατης τέχνης και πολύχρωμης αισθητικής που τα λέμε καμαραϊκά –επειδή πρωτοβρέθηκαν στο σπήλαιο των Καμαρών, κοντά στη Φαιστό– θα αποδώσουν ψάρια που πιάνονται στα δίχτυα, κοχύλια, αχινούς, κοράλλια και φύκια μέσα σε πολύχρωμα βράχια του βυθού.
Είναι δηλαδή σαν γύρω από ένα αγγείο να θέλει ο αγγειογράφος, είτε ζωγραφιστά είτε ανάγλυφα –γιατί μερικές φορές τα αγγεία αυτά είναι ανάγλυφα στον πηλό–, να αποδώσει μια μεγάλη βουτιά στον μαγευτικό κόσμο της θάλασσας. Η ενδιαφέρουσα παράμετρος σε όλες αυτές τις παραστάσεις είναι ότι η θάλασσα, το νερό, δεν απεικονίζεται ποτέ, υπονοείται ως μια αυτονόητη οντότητα του ανθρώπινου κόσμου.
Ας σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος, αν δεν χρησιμοποιήσει γυαλί, δηλαδή τη σημερινή μάσκα, βλέπει τα πάντα θαμπά στον βυθό. Οπωσδήποτε αυτή την ανθρώπινη αδυναμία βρήκαν πολύ νωρίς τρόπο να την αντιμετωπίσουν και να δουν πεντακάθαρα τον βυθό – και ας λέει η παράδοση ότι το πρώτο βαθυσκάφος το έφτιαξε ο Αλέξανδρος.
Γνωρίζουμε ότι πολύ παλιότερα ο άνθρωπος καταδυόταν με επιτυχία για να προσεγγίσει ναυάγια, συνεπώς ο βυθός τού ήταν απόλυτα οικείος, κατά τη γνώμη μου ήδη από την προϊστορική περίοδο. Απόδειξη αυτού είναι οι χάντρες και τα βραχιόλια από πλάσματα του βυθού, αλλά και η τεκμηρίωση της παραγωγής πορφύρας, ιώδους χρωστικής μεγάλης αξίας από το ομώνυμο κοχύλι.
Βλέπουμε ότι τόσο στη μινωική τέχνη όσο και στη μυκηναϊκή, αλλά και σε αυτήν που αναπτύχθηκε στις ακμαίες πόλεις των Κυκλάδων, όπως το Ακρωτήρι της Θήρας και η Φυλακωπή της Μήλου, ο κόσμος του βυθού θα προσφέρει την πλουσιότατη θεματολογία του στην κεραμική και στις τοιχογραφίες. Μάλιστα, γύρω στο 1600-1500 π.Χ. μια ειδική κατηγορία στη διακόσμηση των λεπτότεχνων κεραμικών θα ονομαστεί “θαλάσσιος ρυθμός” και μ’ αυτή την ορολογία οι αρχαιολόγοι αποτυπώνουν μια ευρύτατη αισθητική εικονογραφική επιλογή που περνά και σε άλλους φορείς εικονογραφίας, όπως οι μικροσκοπικές σφραγίδες.
Είναι εκπληκτικό το πώς η επιφάνεια που μπορεί να διακοσμηθεί γύρω από ένα πιθαράκι, μια μικρή πρόχου, ένα κύπελλο ή ένα τελετουργικό ρυτό θα δεχτεί έναν ολόκληρο κόσμο με δελφίνια που βουτούν, ψάρια που αναζητούν τροφή μέσα στα βράχια, κοχύλια που μπλέκονται στα φύκια και τα κοράλλια, αστερίες και ναυτίλους, πολύποδες που ελίσσονται ρυθμικά. Αναρωτιέται κανείς, μάλιστα, μήπως πίσω από αυτή την εξαιρετική επίδοση της αναπαραστατικής “βυθογραφίας” υπάρχει κάποιο νόημα βαθύτερο, ίσως θρησκευτικό ή ιδεολογικό, για τους Μινωίτες και τους συγχρόνους τους.
Συνεπώς, ο κόσμος του βυθού καταγράφει μια διαρκή και συνεπή σχέση στην τέχνη, όπως διαρκής και επωφελής για εκείνον είναι η σχέση του προϊστορικού ανθρώπου του Αιγαίου με τη θάλασσα. Το γεγονός, μάλιστα, ότι σε ένα πολύ γνωστό πιθαράκι από τη Φαιστό παριστάνονται ψάρια πιασμένα με το αγκίστρι τους μέσα σε δίχτυ και ότι στο Ακρωτήρι δυο νεαρά αγόρια κρατούν με περηφάνια αρμαθιασμένη την ψαριά τους σημαίνει ότι ο άνθρωπος από νωρίς θέλει να αποδώσει και τη δική του επιβολή στον κόσμο του βυθού, απ’ όπου θα πάρει τροφή αλλά και ό,τι άλλο μπορεί να του δώσει η θάλασσα: διατροφική ποιότητα πρώτης τάξεως με τα ψάρια, λιχουδιές, όπως οι αχινοί και τα κοχύλια, πρώτες ύλες, όπως το όστρεο.
Μέσα από το αλάτι που μαζεύει από τις βραχώδεις ακτές ο νησιώτης θα βρει τον τρόπο να κάνει την ευαίσθητη θαλασσινή τροφή ανθεκτική, με τα αλίπαστα προϊόντα να ικανοποιούν μια ανάγκη αλλά και μια γαστρονομική μόδα. Στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης έχουμε βρει αγγεία με αλίπαστα ψάρια, όπως έχουμε βρει και κατάλοιπα από αλιεύματα εντυπωσιακά διατηρημένα.
Μπορώ χαρακτηριστικά να θυμηθώ μισή φιλεταρισμένη συναγρίδα που βρέθηκε το 2000 στην ανασκαφή μέσα στην ελαφρόπετρα, προφανώς μια μερίδα που δεν πρόλαβε να μαγειρευτεί και εγκλωβίστηκε μέχρι που την ανασύραμε προσεκτικά και τη μελέτησε μαζί με τα υπόλοιπα δώρα της θάλασσας η Δήμητρα Μυλωνά· ή τα πήλινα σκεύη στα οποία υπήρχαν αχινοί ή στεριανά σαλιγκάρια, αγαθά που προφανώς ήξεραν να τα συντηρούν και να επιμηκύνουν την δυνατότητα κατανάλωσής τους.
Η εξοικείωση του ανθρώπου με τη θάλασσα τεκμηριώνεται παντού στο Ακρωτήρι. Κάτω από ένα δέντρο, δηλαδή σε υπαίθριο χώρο του οικισμού, βρέθηκε ακέραιο ένα τυλιγμένο δίχτυ, εντυπωσιακό εύρημα που σώθηκε μέσα στην τέφρα της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας περί το 1600 π.Χ.
Οπότε, είτε πρόκειται για την εικονογραφία, με όλες τις αναπαραστατικές και τις συμβολικές της διαστάσεις, είτε πρόκειται για τον ίδιο τον κόσμο της θάλασσας που τον βρίσκουμε υπό προϋποθέσεις ανασκαφικής συγκυρίας, καταλαβαίνετε πόσο πολλά θα χάναμε αν δεν διατηρούνταν τόσο ευαίσθητες οργανικές ύλες ή τόσο εύθρυπτες αρχαιότητες, όπως οι τοιχογραφίες.
Σε αυτές των ανακτόρων, είτε αυτές είναι οι δαπεδογραφίες είτε επιφάνειες τοίχων, οι τεχνίτες έχουν μεγάλη αγάπη, επιμονή σχεδόν, σε συγκεκριμένα είδη της θαλάσσιας πανίδας, που είτε απηχούν έναν κόσμο χαρούμενο, όμορφο, και φιλικό στον άνθρωπο του Αιγαίου –μιλάω για τα δελφίνια– είτε απεικονίζουν είδη που φαίνεται ότι έχουν ιδιαίτερη συμβολική βαρύτητα, όπως τα χελιδονόψαρα.
Ομοιώματα από χελιδονόψαρα φτιαγμένα από πορσελάνη υπάρχουν σε πλακίδια που κάποτε αποτελούσαν μεγάλους ανάγλυφους πίνακες και βρέθηκαν στα ιερά θησαυροφυλάκια της Κνωσού, ενώ το ίδιο ψάρι απεικονίζεται σε πυκνά κοπάδια στις τοιχογραφίες της Μήλου, αλλά διακοσμεί και το ένδυμα μιας γυναικείας μορφής στο Ακρωτήρι.
Το γεγονός ότι η μορφή αυτή μετέχει σε πομπή γυναικών που με σεβασμό πλησιάζουν την επίσης γυναικεία θεότητα του προϊστορικού Αιγαίου, αυτή που λέμε Πότνια, δηλαδή σεβάσμια, δείχνει ότι το χελιδονόψαρο, κεντημένο πάνω στην εσάρπα της, δεν είναι ένα διακοσμητικό είδος μιας λεπτότεχνης υφαντικής ή κεντητικής τέχνης αλλά ένα σύμβολο με το οποίο η συγκεκριμένη γυναίκα, είτε είναι ιέρεια είτε υπόσταση της ίδιας της θεότητας, απηχεί τον κόσμο της θάλασσας, με τη συμβολική απήχηση αυτού του κόσμου προσέρχεται σε μια δωροφόρο τελετή.
Αν σκεφτεί δε κανείς ότι από τις διπλανές της γυναίκες η μία στολίζεται και προσφέρει κρόκο, η άλλη αγριοτριαντάφυλλα, η άλλη έχει χελιδόνια που πετούν μέσα σε βράχια στη φούστα της και η πέμπτη προσφέρει λευκά κρίνα, καταλαβαίνουμε ότι εδώ ο κόσμος της θάλασσας αποδίδεται στοχευμένα ως μια οντότητα στο σύμπαν της ιδεολογίας και της θρησκείας των Θηραίων. Την ίδια περίοδο τα αγγεία, τα πιθάρια και οι λεγόμενες τράπεζες προσφορών διακοσμούνται συχνότατα με τα πλάσματα του βυθού, με τέχνη απαράμιλλη.
Όσο περνούν οι αιώνες, όπως παλαιότερα οι Μινωίτες της Κρήτης, έτσι και οι Μυκηναίοι, οι ελληνόφωνοι της ηπειρωτικής Ελλάδας, αναπτύσσουν επιμονή με το θέμα του χταποδιού, ένα μαλάκιο ευφυές, με έναν διδακτικό τρόπο ζωής, καθώς αλλάζει χρώματα για να ξεφεύγει από τον εχθρό του και ελίσσεται, αλλά και εξαιρετικά χρήσιμο στη διατροφή. Ταυτόχρονα, ως θέμα, είναι ελκυστικό, καθώς η συμμετρία των οκτώ πλοκάμων και ο ρυθμός της κίνησής του του δίνουν τη δυνατότητα, τόσο εικονογραφικά όσο και συμβολιστικά, να πάρει ξεχωριστή θέση στην αγγειογραφία, σε πολλά αγγεία και μεγάλες λάρνακες, αλλά και στη μικροτεχνία, σε χρυσά κύπελλα και επιρράμματα για τα σάβανα του νεκρού.
Στον χώρο των ταφικών εθίμων το χταπόδι έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς πολύ συχνά οι πήλινες λάρνακες στις οποίες θάβονται κυρίως οι Μινωίτες διακοσμούνται με χταπόδια και ψάρια, σαν ο βυθός να είναι ο μεταβατικός-μεταφυσικός χώρος που οδηγεί στη διά της θαλάσσης αθανασία. Με το χταπόδι, επίσης, Μινωίτες και Μυκηναίοι διακοσμούν σε επαναλαμβανόμενη και σχεδόν βιομηχανικά παραγόμενη ποσότητα τα πήλινα αγγεία με τα οποία εξάγουν μαζικά υγρά προϊόντα, αυτά που ονομάζονται ψευδόστομοι αμφορείς.
Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς ότι ένα σύμβολο μπορεί αρχικά να τεκμηριώνει το φυσιοκρατικό πνεύμα του Αιγαίου ή να εξυπηρετεί συμβολισμούς μεταφυσικούς και πιθανόν θρησκευτικούς, αλλά σταδιακά το ίδιο θέμα γίνεται ένα εμπορικό σήμα, brand με σημερινούς όρους, με το οποίο ξεχωρίζει η προέλευση ενός αγγείου μεταφοράς λαδιού, κρασιού και πιθανόν μελιού, ίσως και άλλων αγαθών που αγνοούμε.
Βλέπουμε ότι είναι πάντοτε επιλεκτική η σχέση της τέχνης του προϊστορικού Αιγαίου με τον βυθό, είναι πάντοτε στοχευμένη η επιθυμία των δημιουργών της όσον αφορά το τι θα επιλέξουν και τι θέλουν να συμβολίσουν με αυτό. Εκτιμώ, πάντως, ότι η γνώση τους είναι σαφώς πολύ πιο ευρεία από την καλλιτεχνική τους επιλογή. Τώρα που συζητάμε τυχαίνει να βρίσκομαι στη Νάξο, στο μουσείο της οποίας εκτίθεται ένα αγγείο του 12ου αιώνα π.Χ., μια τελετουργική υδρία με περίτεχνη προχοή, στο σώμα της οποίας υπάρχει η μοναδική παράσταση ενός τσούρμου ανθρώπων, μικρογραφικά αποδοσμένων, οι οποίοι σύρουν ένα μεγάλο δίχτυ γεμάτο μεγάλα ψάρια.
Αυτή η παράσταση παράκτιου ψαρέματος, πιθανόν τόνου, όπως έχει γράψει η αρχαιολόγος Όλγα Φιλανιώτου, δείχνει μια διαδικασία που απαιτεί πολλούς άντρες – αυτοί θα πιάσουν με επιτυχία το διερχόμενο κοπάδι τόνων το οποίο θα εξασφαλίσει εξαιρετικής ποσότητας και ποιότητας τροφή στην κοινότητα. Από αυτό το αγγείο που βρέθηκε σε έναν μυκηναϊκό τάφο της Νάξου παίρνει κανείς μια εικόνα της νησιωτικής καθημερινότητας αλλά και της συλλογικής προσπάθειας που απαιτεί το ψάρεμα και πρέπει να καταβάλει η κοινότητα για να πετύχει μια σπουδαία ψαριά. Στους ίδιους τάφους έχουν ταφεί παιδάκια κτερισμένα με τα αγαπημένα τους κοχύλια, τους κώνους, που είχαν σαν βόλους στα παιχνίδια τους.
Τα ιχθυοπινάκια είναι υστερότερη παράδοση, πρόκειται για μια εικονογραφική έμπνευση της αγγειογραφίας των κλασικών χρόνων, που ταυτίζει το καταναλισκόμενο είδος με τον τύπο του σερβίτσιου. Πρόκειται για μια απλοϊκή ταυτοτική απεικόνιση του τι τρως εδώ και πώς επιθυμείς να το ζωγραφίσεις. Είναι σαν να κάνει σήμερα ένας κεραμέας μια μακρόστενη πιατέλα σε σχήμα ψαριού επειδή η νοικοκυρά βάζει ένα ψάρι στη μέση του τραπεζιού. Έχουν μια ιδιαιτερότητα τα ιχθυοπινάκια, στη μέση έχουν μια λακκουβίτσα για τα κόκαλα, κ αυτό τα καθιστά ακόμα πιο λειτουργικά.
Τα ιχθυοπινάκια αρέσουν στον κόσμο γιατί τα καταλαβαίνει, αλλά κατά τη γνώμη μου το να απεικονίσεις μια φώκια σε μυθολογικό επεισόδιο, όπως γίνεται στην αρχαϊκή αγγειογραφία, ή να αναπαραστήσεις μύθους για τα μεγάλη κήτη απ’ τα οποία είναι γεμάτη η αρχαία φιλολογία και μυθολογία, είναι πολύ πιο ενδιαφέρον. Και η μυθολογία δεν στερήθηκε τέτοιων ιστοριών, είτε φιλικών είχε απεχθών στον άνθρωπο, διότι το τέρας της θάλασσας, το κήτος, ήταν πάντοτε μια διογκωμένη βιωματική εμπειρία της ζωής στη θάλασσα.
Υπήρχε πάντοτε τάση για την υπερβολή, κάθε λαός και κάθε παράδοση μιλάει για εξώκοσμα είδη με τα οποία ήρθε κάποιος σε επαφή, απ' τα οποία απειλήθηκε, και έτσι αυτά πέρασαν από την αφήγηση στον άθλο και από τον άθλο στον μύθο. Οι Αρχαίοι δούλεψαν πολύ το θέμα του κήτους στη μυθολογία τους, παρότι το Αιγαίο έχει ελάχιστα απ’ αυτά. Ο Ποσειδώνας, φυσικά, τα διαφέντευε και οι ήρωες τα φόνευαν θριαμβευτικά. Οι Νηρηίδες, πάλι, ήταν θαλάσσιες νύμφες, οντότητες του καλού.
Οι άνθρωποι όμως είχαν δικές τους εμπειρίες ή άκουγαν ταξιδιωτικές και ναυτικές εμπειρίες άλλων για τα κήτη των ωκεανών, για τις μεγάλες συμφορές με ψάρια που έτρωγαν ανθρώπους. Στην πραγματικότητα οι θάλασσές μας δεν δίνουν πολλά περιθώρια για κάτι τέτοιο, διαχρονικά ωστόσο θρυλούνταν ιστορίες για τα θαλάσσια κήτη, για την κατάποση ανθρώπων και τη διάσωσή τους – αυτά τα έχουν καταγράψει και η αρχαία μυθολογία και ο χριστιανισμός, με τον Ιωνά και το πελώριο ψάρι.
Αρχέγονος είναι και ο υβριδισμός των πλασμάτων που από πολύ νωρίς φαντάστηκε ο άνθρωπος να τον συνδέουν με τον κόσμο του βυθού, δηλαδή ο άνθρωπος-ψάρι, η γυναίκα-γοργόνα – μια διάσταση της πρόσληψης της θάλασσας πολύ ιδιαίτερη.
Το πρώτο στολίδι του ανθρώπου υπήρξε το σαλιγκάρι της ξηράς αλλά και το κοχύλι της θάλασσας, επειδή ιριδίζει, έχει ωραία σχήματα και μια απαράμιλλη συμμετρία. Επίσης, το κοχύλι συνδέεται φυσικά με την ανάδυση της Αφροδίτης, με τη διάθεση για καλλωπισμό, οι τεχνίτες φτιάχνουν κοσμηματοθήκες που μιμούνται το κοχύλι. Χίλια δυο πράγματα μπορεί κανείς να πει…».