Έχουν περάσει πενήντα ολόκληρα χρόνια από τη διπλή τουρκική εισβολή στην Κύπρο και το δράμα των αγνοουμένων εξακολουθεί να θεωρείται μια τραγική πτυχή του Κυπριακού. Μια ανείπωτη τραγωδία που την ακολουθούν χιλιάδες ανατριχιαστικές ιστορίες. Συγγενείς που όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψαν ποτέ να αναζητούν την τύχη των δικών τους ανθρώπων στον ψυχρό κατάλογο των αγνοουμένων της Κύπρου.
Επώδυνες αναμνήσεις, έντονα βιώματα και ένας αριθμός, 1.619, ο οποίος θα εξελισσόταν σε σύμβολο. Για το νησί της Κύπρου το θέμα αυτό παραμένει μια ανοιχτή πληγή και ένα συλλογικό τραύμα. Τα ερωτήματα πληθαίνουν, αφού, ακόμα και σήμερα, δεν έχουν δοθεί απαντήσεις: τι απέγιναν οι δικοί τους άνθρωποι; Υπάρχουν, άραγε, ζωντανοί αγνοούμενοι;
Όλα ξεκίνησαν εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι του 1974. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει όλα όσα θα ακολουθούσαν. Η Τουρκία εισβάλλει στρατιωτικά στην Κύπρο και θέτει υπό τον έλεγχό της το 1/3 του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ακολουθεί ένας πραγματικός εφιάλτης. Έκτοτε το ανθρωπιστικό πρόβλημα των αγνοουμένων αποτελεί μια μαύρη σελίδα, αφού ακόμα και σήμερα αγνοείται η τύχη εκατοντάδων ανθρώπων. Κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής αλλά και μετά χιλιάδες Ελληνοκύπριοι συνελήφθησαν και κρατήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο από τον τουρκικό στρατό και τους Τουρκοκύπριους παραστρατιωτικούς που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες των Τούρκων στρατιωτικών.
Όλα αυτά τα χρόνια κυριάρχησαν λάθη, παραλείψεις, αναρίθμητες φήμες, παραπληροφόρηση και ένα πέπλο σιωπής. Κανείς δεν έδωσε απάντηση στις οικογενειακές τραγωδίες που συγκλόνισαν το νησί.
Επιπρόσθετα, πάνω από 2.000 αιχμάλωτοι πολέμου μεταφέρθηκαν παράνομα στην Τουρκία και φυλακίστηκαν. Κάποιοι από αυτούς δεν αφέθηκαν ελεύθεροι και εξακολουθούν να αγνοούνται. Εκατοντάδες άλλοι Ελληνοκύπριοι, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες (συμπεριλαμβανομένων ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών), εξαφανίστηκαν σε περιοχές υπό τουρκική κατοχή και σήμερα θεωρούνται επίσης αγνοούμενοι. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν καλά τεκμηριωμένες μαρτυρίες ότι τα αγνοούμενα πρόσωπα εθεάθησαν για τελευταία φορά ζωντανά στα χέρια του τουρκικού στρατού ή των Τουρκοκυπρίων που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες και την ευθύνη των τουρκικών δυνάμεων κατοχής.
Η επίσημη θέση της Τουρκίας, για να αποφύγει τη συζήτηση επί του θέματος, ήταν πως δεν κρατάει κανέναν και δεν γνωρίζει τίποτα για τα άτομα αυτά, τα οποία έπρεπε να αναζητηθούν από το πραξικόπημα εναντίον του Προέδρου Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974, ένας ισχυρισμός παντελώς ανυπόστατος, που καταρρίπτεται από τα ίδια τα γεγονότα και σωρεία αποδεικτικών στοιχείων. Παρ’ όλες τις δηλώσεις, κάποιες συγκυρίες επέτρεψαν, με τη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και των Ηνωμένων Εθνών, να εντοπιστούν οκτώ συνολικά αγνοούμενοι σε φυλακές στην κατεχόμενη Κύπρο, όπου οι Τούρκοι τους έκρυβαν.
Το αδιέξοδο στο οποίο οδήγησε η τουρκική στάση το θέμα υποχρέωσε τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) να ζητήσει με ειδικό ψήφισμά του τη δημιουργία ανεξάρτητης διερευνητικής επιτροπής. Το 1977 ο τότε Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Κουρτ Βάλντχαϊμ εισηγήθηκε στις δύο πλευρές τη σύσταση διερευνητικής επιτροπής, κάτι που η τουρκική πλευρά για τέσσερα χρόνια δεν αποδεχόταν. Το 1981, υπό την πίεση του διεθνούς παράγοντα, υποχρεώθηκε να συμφωνήσει στη δημιουργία της επιτροπής.
Η συμφωνία επιτεύχθηκε ύστερα από μακρές διαβουλεύσεις και με τη διαμεσολάβηση του αμερικανικού παράγοντα. Δημιουργήθηκε τελικά υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους (ΔΕΑ) της Κύπρου. Στόχος της η διαλεύκανση της τύχης των Κυπρίων αγνοουμένων και από τις δύο περιόδους βίας στο νησί και η επιστροφή των λειψάνων τους στις οικογένειές τους.
Ακολούθησαν επανειλημμένα αδιέξοδα και μια μακρά περίοδος στασιμότητας. Ωστόσο, τον Οκτώβριο 1994 το Αμερικανικό Κογκρέσο θέσπισε ειδική νομοθεσία για τη διεξαγωγή έρευνας για την τύχη των Αμερικανών υπηκόων, των οποίων η τύχη αγνοούνταν από την τουρκική εισβολή και μετά – συγκεκριμένα, πρόκειται για πέντε Αμερικανούς υπηκόους ελληνοκυπριακής καταγωγής. Για την εφαρμογή του αμερικανικού νόμου η κυβέρνηση των ΗΠΑ απέστειλε στην Κύπρο και την Τουρκία διερευνητική ομάδα υπό τον πρώην Αμερικανό πρεσβευτή Ντίλον.
Η ομάδα Ντίλον πέτυχε να ανακαλύψει τα λείψανα του 17χρονου Αμερικανού πολίτη Ανδρέα Κασάπη κοντά στο κατεχόμενο χωριό Άσσια, τα οποία, μετά την ταυτοποίηση τους με τη μέθοδο DNA, παραδόθηκαν στους οικείους του στο Ντιτρόιτ. Αυτό ήταν ο πρώτος εντοπισμός αγνοουμένου και η πρώτη αναγνώριση με τη μέθοδο DNA. Αυτή η ταυτοποίηση υπέδειξε την ανάγκη να αρχίσουν οι εκταφές σε περιοχές όπου υπήρχαν πληροφορίες πως έχουν ταφεί αγνοούμενοι. Έτσι, στις 30 Ιουλίου 1997, σε συνάντηση που είχαν οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων, κύριοι Κληρίδης και Ντενκτάς, συμφώνησαν να ανταλλάξουν πληροφορίες για τόπους ταφής και να προχωρήσουν σε εκταφές.
Η ΔΕΑ άρχισε το 2006 το ερευνητικό της έργο όσον αφορά τον εντοπισμό χώρων ταφής και εκταφής, όχι όμως και τη διερεύνηση που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την ελεύθερη πρόσβαση σε αρχεία και άλλα στοιχεία και πληροφορίες που θα υποβοηθούσαν την έρευνα. Έκτοτε εκταφές διενεργούνται και στις δύο πλευρές· μέχρι σήμερα έχει ανευρεθεί και ταυτοποιηθεί ένας σημαντικός αριθμός Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων αγνοουμένων.
Ο Νίκος Θεοδοσίου είναι εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής πλευράς στη ΔΕΑ. Όπως μου λέει, είναι αδελφός του αγνοούμενου στρατιώτη Δημήτρη Θεοδοσίου του Μιχαήλ και της Αρετής. Ο Δημήτρης υπηρετούσε τη θητεία του στο 256ο Τάγμα Πεζικού στο χωριό Διόριος στον Πενταδάκτυλο. Στις 6 Αυγούστου χάθηκε στην περιοχή Αηρκώτισσα στη Λάπηθο, δυτικά της Κερύνειας. Δυστυχώς, πριν από έναν χρόνο πέθαναν και οι δυο γονείς του χωρίς να μάθουν ποτέ τι απέγινε ο πρωτότοκος γιος τους. Ποιοι θα λέγαμε ότι είναι οι κυριότεροι σταθμοί αυτής της ανοιχτής πληγής στην Κύπρο;
Ο κ. Θεοδοσίου απαντά: «Οι κυριότεροι σταθμοί στην πορεία και στον αγώνα για την ανεύρεση των αγνοουμένων μας είναι δύο: η δημιουργία της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων το 1981 και η έναρξη ουσιαστικών ερευνών και ανασκαφών το 2006. Ο αρχικός αριθμός του μακρού καταλόγου των αγνοουμένων της Κύπρου είναι 1.619. Σε αυτούς συγκαταλέγονται 83 Ελλαδίτες αδελφοί μας. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της ΔΕΑ, στον κατάλογο περιλαμβάνονται 1.510 (Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες), από τους οποίους έχουν ταυτοποιηθεί 751 και αγνοούνται 759 (50,2%).
Με τον υπολογισμό των 1.619 έχουν ταυτοποιηθεί 788 και αγνοούνται 831 (51%). Έκτοτε, η επίσημη θέση της Τουρκίας στην εξ υπουργών επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι ότι έχει συνεισφέρει αρκετά προς την κατεύθυνση της επίλυσης του θέματος των αγνοουμένων, κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Έτσι, το έργο της ΔΕΑ χωρίζεται σε πέντε φάσεις: τη διερευνητική, την ανασκαφική, τη φάση της ανθρωπολογικής ανάλυσης, της ταυτοποίησης, ελέγχου DNA και ταύτισης. Πέμπτη και τελευταία είναι αυτή της επιστροφής των λειψάνων».
Στο σημείο αυτό του εκφράζω κάποιες απορίες σχετικά με τους ομαδικούς τάφους, τις εκταφές και την ταυτοποίηση των λειψάνων. «Όσον αφορά τους ομαδικούς τάφους, είναι αποτέλεσμα των περισυλλογών του τουρκικού στρατού τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974. Μόνο ο στρατός γνωρίζει πού βρίσκονται, αλλά δεν συνεργάζεται για να εντοπιστούν. Έχουμε και τη γνωστή μετακίνηση ομαδικών τάφων και πάλι από τον στρατό τη δεκαετία του 1990, που και πάλι αρνείται να δώσει τις συντεταγμένες των σημείων μετακίνησής τους. Ο επίλογος του δράματος γράφεται στο εργαστήρι της CMP. Ουσιαστικά, όλα καταλήγουν στο Ανθρωπολογικό Εργαστήρι της ΔΕΑ. Ωστόσο, θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι ο συναισθηματικός επίλογος γράφεται στις ψυχές των συγγενών, με την ταφή των ιερών οστών των ηρώων μας».
Στη συνέχεια τον ρωτώ αν είναι αλήθεια ότι οι μυστικές υπηρεσίες Ελλάδας και Κύπρου ανακάλυψαν στα βάθη της ανατολικής Τουρκίας αγνοουμένους αλλά και τι είναι αυτό που κρατάει του από όλη αυτήν τη θλιβερή ιστορία. «Όσον αφορά το πρώτο σας ερώτημα, αυτό είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο σημείο. Κανείς δεν μπορεί ούτε να διαψεύσει αλλά ούτε και να επιβεβαιώσει. Σοβαρές ενδείξεις έχουν υπάρξει, αλλά αποδείξεις ποτέ. Τώρα, για τις αναμνήσεις που παραμένουν ανεξίτηλες στο μυαλό μου, σίγουρα αφορούν τα πρόσωπα στις φωτογραφίες και το ότι πάντα έτσι νέους τους περιμένουμε να γυρίσουν – οι γηραιοί γονείς που τους ψάχνουν νέοι άνθρωποι ήταν πριν από πενήντα χρόνια. Πώς να το ξεχάσεις αυτό;».
Κλείνοντας τη συνομιλία μας, του θυμίζω ότι ορισμένοι άνθρωποι έχουν φύγει με τον καημό του συγγενή τους που αγνοείται. Τα νεότερα μέλη των οικογενειών αναζητούν τους αγνοουμένους τους ή έχουν ξεχάσει; Ο ίδιος εξακολουθεί να πιστεύει ότι υπάρχουν αγνοούμενοι που είναι εν ζωή; «Η πικρή αλήθεια είναι ότι μετά από πενήντα χρόνια οι πιο πολλοί γονείς έχουν φύγει από τη ζωή. Στον αγώνα παραμένουν οι σύζυγοι, τα αδέλφια και τα παιδιά.
Όσο υπάρχουν συγγενείς πρώτου βαθμού, δεν μπορούν να ξεχαστούν. Ως θέμα αρχής, εμείς οι συγγενείς δικαιούμαστε να θεωρούμε τον δικό μας αγνοούμενο εν ζωή, μέχρι αποδείξεως με επιστημονικές μεθόδους του αντιθέτου. Εάν έστω και ένας αγνοούμενος επιβίωσε από τα γεγονότα του 1974, κάθε οικογένεια έχει το δικαίωμα να θεωρεί ότι αυτός ο ένας είναι ο δικός της, και ας πέρασαν πενήντα χρόνια», καταλήγει.
Ο δημοσιογράφος-ερευνητής και συγγραφέας Πέτρος Κασιμάτης έχει ερευνήσει ενδελεχώς το θέμα των αγνοουμένων. Τι απαντά στο ερώτημα γιατί το θέμα αυτό θεωρείται μια σύγχρονη τραγωδία; «Γιατί οι αγνοούμενοι-αιχμάλωτοι παραμένουν ακόμα το μεγάλο ανεξόφλητο εθνικό μας χρέος, ειδικά για την Κύπρο τη θαλασσοφίλητη που “την έταξαν να μας θυμίζει την πατρίδα”, όπως μας προστάζει ο Σεφέρης. Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, ξέρω πως σας εντυπώνεται η ουσία: ότι η Ελλάδα δεν ενδιαφέρθηκε για το κορυφαίο αυτό θέμα όσο έπρεπε, τουλάχιστον τα πρώτα κρίσιμα δεκαπέντε χρόνια. Δεν άγγιξαν το θαύμα, δηλαδή να αποδείξουν ότι κάποιοι αγνοούμενοι ζουν στα βάθη της Ανατολίας σε στρατιωτικές φυλακές της Τουρκίας – μέχρι εδώ».
Τι κρατά από όλη αυτή την ιστορία; Πού αποδίδει τις ευθύνες για όλη αυτήν τη θλιβερή υπόθεση; «Επί χρόνια κινήθηκα σαν υποβρύχιο κάτω από τα ραντάρ. Κάτω από τα μάτια των υπηρεσιών πληροφοριών του στρατού και των κρατικών μηχανισμών. Κάτω από τους “αισθητήρες” των κυβερνήσεων. Βρήκα στοιχεία συνδεδεμένα απόλυτα μεταξύ τους, από το κουρδικό αντάρτικο, τις φυλακές, τα αρχεία όπου φυλάσσονταν απόρρητα έγγραφα. Η ευθύνη μου απέναντι στους μεγάλους νεκρούς με έκανε αφόρητα πιεστικό, αφάνταστα προσεκτικό, αναλυτικό, υποδειγματικά καχύποπτο μέχρι την οριστική διασταύρωση. Με έκανε ανυποχώρητο για όλους εκείνους που από το ξεκίνημα του ρεπορτάζ έχουν χάσει τον ύπνο τους.
Ναι, υπάρχουν ευθύνες. Το κυρίαρχο, όμως, είναι η διάσωση των τελευταίων εναπομεινάντων αιχμαλώτων. Όσοι “πρωταγωνιστές” με συμβούλευσαν ανόθευτα όλα αυτά τα χρόνια μού τόνισαν να είμαι λεπτομερής, να γράψω με ακρίβεια ονόματα στρατοπέδων, ονόματα χειριστών, κρίσιμα τετ-α-τετ, αναλυτικά στοιχεία για τα στελέχη της Μοσάντ που βρήκαν τα πρώτα ίχνη ζωής των αγνοουμένων μας, να γνωρίζω τοποθεσίες, συντεταγμένες και άλλα που δεν θα τα πω. Πρόσθεσαν πως “έτσι θα είναι αφάνταστα δύσκολο να σε διαψεύσουν, αν και το θέλουν πολύ. Αν ακολουθήσεις τους κανόνες με ευλάβεια, θα έχουν δύο επιλογές: ή να συσκοτίσουν την υπόθεση, επιλέγοντας την αδιαφορία, ή να σε σκοτώσουν”», επισημαίνει.
Πριν από πολλά χρόνια, ο κουρδικής καταγωγής δημοσιογράφος Ρόνι Αλάσορ επιχείρησε στο βιβλίο του «Διαταγή: “Εκτελέστε τους αιχμαλώτους!”» (εκδόσεις Καστανιώτη) όχι μόνο να πει κάποιες αλήθειες για την εισβολή που δεν έγιναν ποτέ γνωστές ή αποσιωπήθηκαν αλλά και να μας μεταφέρει το κλίμα εκείνων των τραγικών ημερών έτσι όπως το έζησαν οι πρωταγωνιστές της «άλλης πλευράς», της πλευράς των εισβολέων.
Όταν τον ρώτησαν σε συνέντευξη αν πιστεύει πως υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς απ’ αυτούς τους ανθρώπους ζωντανός: «Όχι, όχι. Η έρευνά μου με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ούτε ένας δεν έχει επιβιώσει. Όλους πρέπει να τους σκότωσαν τότε, όταν τους έπιασαν». Μάλιστα, στο βιβλίο του Τούρκοι βετεράνοι της εισβολής υποστήριζαν ότι η διαταγή “εκτελέστε τους αιχμαλώτους” προερχόταν από την ηγεσία του στρατού. Για παράδειγμα, διαβάζουμε για τα “σαπισμένα πτώματα των Ελληνοκυπρίων που αφήναμε πίσω μας”, όπως λέει ο αυτόπτης μάρτυρας Χ. Κοφέν, ο οποίος το ’74 συμμετείχε στην εισβολή στην Κύπρο με το 61ο Σύνταγμα Πεζικού του Κιρίκαλε και έλαβε μέρος στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Λαπήθου και της Λευκωσίας, τις λεγόμενες “επιχειρήσεις-σκούπα” που έγιναν κατά των Ελληνοκυπρίων.
“Μπήκαμε στο χωριό και δόθηκε εντολή να μαζευτούν οι κάτοικοι στην πλατεία. Ένας λοχίας διάλεξε περίπου δεκαπέντε άτομα από τους συγκεντρωμένους και τους έβαλε στη σειρά κατά μήκος ενός τοίχου. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και γυναίκες. Αφού τους αφαίρεσαν τα σκουλαρίκια από τα αυτιά, τις αλυσίδες από τον λαιμό, τα ρολόγια από το χέρι, τα λεφτά και τα πολύτιμα πράγματα που είχαν στις τσέπες τους, άρχισαν να τους πυροβολούν χωρίς οίκτο. Ορισμένοι από αυτούς τους ανυπεράσπιστους ανθρώπους έτρεχαν μέσα στα αίματα αριστερά και δεξιά, προσπαθώντας να ξεφύγουν, και άλλοι πάλευαν να κρατηθούν στη ζωή. Οι δικοί μας ζητωκραύγαζαν, γελούσαν δυνατά και έβγαζαν δυνατές κραυγές”», περιγράφει.
Υπάρχει ζήτημα δικαίου του πολέμου στο θέμα των αγνοουμένων; Ο Διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, Σωτήρης Ριζάς, επισημαίνει: «Το Κυπριακό συνιστά πρόβλημα για τη διεθνή νομιμότητα. Σύμφωνα με τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, η Κυπριακή Δημοκρατία υπέστη παράνομη εισβολή και εξακολουθεί να υφίσταται παράνομη κατοχή μέρους της επικράτειάς της. Είναι, επίσης, γεωπολιτικό ζήτημα, πρόκειται για μία από τις παγωμένες εστίες συγκρούσεων που μπορεί εντούτοις να αποσταθεροποιήσει την ευρύτερη περιοχή. Συνιστά, τέλος, περίπτωση ανθρωπιστικής καταστροφής.
Η τουρκική εισβολή του 1974 σήμανε την εκρίζωση 160.000 Ελληνοκυπρίων από τις εστίες τους. Κανείς από αυτούς ή τους απογόνους τους δεν κατέστη δυνατό να επιστρέψει. Από το 2003 υφίσταται μόνο η δυνατότητα επίσκεψης. Υπάρχει, τέλος, το ζήτημα των αγνοουμένων του πολέμου το 1974. Πρόκειται για 1.619 πρόσωπα, σύμφωνα με μια αρχική εκτίμηση από την ελληνοκυπριακή πλευρά, ή 15.10 σύμφωνα με τη Διερευνητική Επιτροπή που συγκροτήθηκε το 1981 από τα Ηνωμένα Έθνη, η οποία αποτελείται από έναν Ελληνοκύπριο, έναν Τουρκοκύπριο και ένα τρίτο μέλος που ορίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη.
Η διαφορά δεν είναι αμελητέα, αλλά η τάξη μεγέθους, δηλαδή η κλίμακα αυτού του ανθρωπιστικού θέματος, είναι η ίδια». Και συμπληρώνει: «Το μέγεθος της εκκρεμότητας, ηθικής και ψυχικής για τις οικογένειες των αγνοουμένων που αδυνατούν να δώσουν ένα ανθρωπίνως αξιοπρεπές τέρμα στους αγνοούμενους οικείους και συγγενείς τους, προκύπτει και από τα στατιστικά στοιχεία που έδωσε η επιτροπή την 1η Ιουλίου 2024.
Μετά τις εκταφές που διενεργήθηκαν, και εξακολουθούν να διενεργούνται συστηματικά από το 2006, δηλαδή μετά την αποκατάσταση στοιχειώδους επικοινωνίας μεταξύ της ελεύθερης περιοχής της Κυπριακής Δημοκρατίας και των κατεχόμενων από την Τουρκία εδαφών το 2003, έχουν ταυτοποιηθεί 752 αγνοούμενοι και παραμένουν αταύτιστοι 758. Η τύχη των αγνοουμένων του 1974 θέτει ζητήματα δικαίου του πολέμου, μεταξύ άλλων μεταχείρισης αιχμαλώτων, στρατιωτικών ή πολιτών. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει δεχθεί ότι το έγκλημα αυτό είναι διαρκές».
Όλα αυτά τα χρόνια κυριάρχησαν λάθη, παραλείψεις, αναρίθμητες φήμες, παραπληροφόρηση και ένα πέπλο σιωπής. Κανείς δεν έδωσε απάντηση στις οικογενειακές τραγωδίες που συγκλόνισαν το νησί. Μαυροφορεμένες μάνες και γυναίκες των αγνοουμένων που δεν ξέχασαν ποτέ έφυγαν από τη ζωή χωρίς τελικά να μάθουν πού βρίσκονταν τα παιδιά ή οι συγγενείς τους, χωρίς ποτέ να μπορέσουν να φέρουν σε πέρας το ιερό καθήκον της ταφής. Κάποιοι άλλοι εξακολουθούν να πορεύονται με την ελπίδα και τις προσδοκίες ότι τα παιδιά τους ζουν ακόμη, ίσως κάπου στα βάθη της Τουρκίας. Όλους αυτούς τους ανθρώπους τούς ενώνει ο χρόνος που σταμάτησε σ’ εκείνο το δραματικό καλοκαίρι του 1974.