Το αγαπημένο μου trivia για τον Μ. Νάιτ Σιάμαλαν υποδεικνύει μια καριέρα που στηρίχθηκε στο αφήγημα του comeback. Πριν τον εισπρακτικό και καλλιτεχνικό θρίαμβο της Έκτης Αίσθησης, ο σκηνοθέτης είχε γυρίσει το Wide Awake (1998), μια άκακη οικογενειακή ταινία, όπου τίποτα δεν παραπέμπει στο σινεμά του, εκτός από ένα μεταφυσικό twist στο φινάλε. Ήταν η εισπρακτικά πιο αποτυχημένη στουντιακή ταινία του 1998, αν και το ατυχές αποτέλεσμα οφειλόταν περισσότερο σε εκδικητική ενέργεια του παραγωγού Χάρβει Γουάινστιν, που είχε στείλει την ταινία δίχως διαφήμιση σε ελάχιστες αίθουσες, για να τιμωρήσει τον απείθαρχο σκηνοθέτη.
Η ουσία είναι ότι η έναρξη της χολιγουντιανής περιπέτειας του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν ξεκίνησε με το αριστερό. E, την αμέσως επόμενη χρονιά ο Ινδοαμερικανός «επέστρεψε», υπογράφοντας τη δεύτερη πιο επιτυχημένη ταινία της σεζόν – αναπόφευκτα η πρώτη θέση ήταν καπαρωμένη από μια άλλη επιστροφή, εκείνη του Πολέμου των Άστρων. Κι αυτή ήταν, ουσιαστικά, η πρώτη από τις «μεγάλες επιστροφές» μια καριέρας με σκαμπανεβάσματα ικανά να προκαλέσουν ναυτία.
Η Έκτη Αίσθηση (1999) έβαλε το όνομα του Σιάμαλαν στον κινηματογραφικό χάρτη. Για την ακρίβεια δεν έκανε απλώς αυτό, τον τοποθέτησε αυτομάτως στην κατηγορία των μεγάλων, εκείνων που μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν οποιοδήποτε σχέδιο τους, συνεργαζόμενοι με τους μεγαλύτερους σταρ. Και το κατόρθωμα αυτό προέκυψε από μια ταινία που ήρθε από το πουθενά. Σκεφτείτε ότι το Εntertainment Weekly δεν την είχε συμπεριλάβει στο καθιερωμένο άρθρο του για τις ταινίες της θερινής σεζόν κι ας αριθμούσε 134 (!) συμμετοχές εκείνο το καλοκαίρι. Ήταν, δε, μια απόπειρα σε είδος που η αγορά θεωρούσε νεκρό, το μεταφυσικό θρίλερ.
Δυστυχώς, εκείνος ακόμα δημιουργεί προσπαθώντας να κερδίσει τους αμφισβητίες και να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει (και) όσα τον κατηγορούν ότι δεν μπορεί. Θρίλερ θέλετε; Θρίλερ θα πάρετε. Αναίμακτες οι ταινίες μου; Ιδού η πρώτη μου R-rated δημιουργία. Είμαι δέσμιος των σεναριακών twists; Πάρτε μια ταινία χωρίς twist. Εμφανίζομαι στις ταινίες μου σε όλο και μεγαλύτερους ρόλους για να ικανοποιήσω την αυταρέσκειά μου; Εδώ δεν θα με δείτε καθόλου – θα με ακούσετε όμως.
Περισσότερα για την ταινία μπορείτε να διαβάσετε στο σχετικό, παλιότερο αφιέρωμά μας. Για τις ανάγκες του παρόντος αρκεί να πούμε ότι, 25 χρόνια μετά, η Έκτη Αίσθηση θεωρείται μια από τις καλύτερες ιστορίες φαντασμάτων όλων των εποχών, ότι δικαίως περιγράφηκε ως ένα κράμα Συνηθισμένων Ανθρώπων και Εξορκιστή και ότι μερικοί θα κλαίμε με αναφιλητά για μια ζωή, κάθε φορά που θα ξαναβλέπουμε τη σκηνή του αυτοκινήτου ανάμεσα στον Χάλεϊ Τζοέλ Όσμεντ και στην Τόνι Κολέτ.
Μαζί με την επιτυχία, καθιερώνεται και το πρώτο trademark του σκηνοθέτη: oι σεναριακές ανατροπές, τα επονομαζόμενα twists. Τέτοιος ήταν ο αντίκτυπός του twist της Έκτης Αίσθησης, που η κριτική εστίασε παραπάνω από όσο έπρεπε σε εκείνο της επόμενης ταινίας του, του Unbreakable (2000) – ο Ρότζερ Ίμπερτ, που στήριξε τον σκηνοθέτη όσο λίγοι σε αυτά τα πρώτα χρόνια, έγραψε ότι το τέλος του Unbreakable μοιάζει με κομμάτι ενός διαφορετικού παζλ, αν και κατά τα άλλα η ταινία του άρεσε πολύ.
Έχοντας carte blanche λοιπόν, ο Σιάμαλαν την εξαργύρωσε για να γυρίσει ένα σενάριο που είχε γράψει παλιότερα. Στο Unbreakable όλα είναι ενορχηστρωμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να αποδώσουν την μελαγχολία μιας ζωής που μοιάζει να πηγαίνει χαμένη, επειδή ο ήρωας δεν κάνει αυτό για το οποίο είναι προορισμένος. Η πλοκή εξελίσσεται με μυστικοπάθεια και μόνο βαθιά στην τρίτη πράξη συνειδητοποιείς ότι αυτό που παρακολουθούσες ως εκείνη την ώρα ήταν ένα superhero origin, όπου η μεγαλύτερη πρόκληση για τον υπερήρωα είναι να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του γιού του να έχει «τον δυνατότερο μπαμπά του κόσμου» και στο αίτημα της συζύγου του για συντροφικότητα.
Το επισημο τρέιλερ της ταινίας Unbreakable
Έχοντας κυκλοφορήσει πριν τις μεγάλες εμπορικές δόξες του υπερηρωικού είδους, η ταινία έφερε μεν αρκετά χρήματα στα ταμεία, αλλά πολύ μακριά από τα επίπεδα της Έκτης Αίσθησης. Δεν ήταν μια ταινία τρόμου, ήταν πολύ πιο «κλινική» σε σύγκριση με τον χειμαρρώδη συναισθηματισμό του προκατόχου της, αναπτυσσόταν βραδυφλεγώς και ο τόνος της ήταν σοβαρός και πένθιμος. Δυο χρόνια μετά, με το Signs (2002), άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια ότι ο Σιάμαλαν διαβάζει όσα γράφονται για τις ταινίες του και προσαρμόζεται ...αντιδραστικά. Το Signs είχε περισσότερα «συμβάντα», περισσότερα set pieces τρόμου και αρκετό χιούμορ. Ένα χιούμορ ιδιότυπο, το οποίο θα παρεξηγηθεί πολύ, ειδικά στη συνέχεια της καριέρας του. Πρόκειται για χιούμορ που, σε πρώτο επίπεδο, πηγάζει από την αμηχανία του καθημερινού ανθρώπου μπρος σε πράγματα που τον υπερβαίνουν και σε ένα δεύτερο επίπεδο στοχεύει στην πρόκληση του συναισθήματος της αμηχανίας στον θεατή. Σήμερα που η κωμωδία της αμηχανίας, το cringe ή, πιο σωστά, το cringeness, έχουν γίνει κανόνας, ίσως να μην χλευάζαμε τόσο πολύ τη σκηνή που ο Μαρκ Γουόλμπεργκ ικετεύει μια γλάστρα να μην τον βλάψει – αλλά αυτό συμβαίνει στο Happening (2008), ας μην προτρέχουμε.
Αντλώντας έμπνευση από ταινίες όπως τα Πουλιά και η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών, στο Signs o Σιάμαλαν τοποθετεί τον πιο ευάλωτο Μελ Γκίμπσον που είδες ποτέ στον ρόλο πρώην ιερέα, που καλείται να προστατεύσει την οικογένειά του από εξωγήινη απειλή. Στο φινάλε της η ταινία αναδεικνύει την παυσίπονη λειτουργία της πίστης απέναντι στην τυχαιότητα και τη μοναξιά. Και το κάνει με αφέλεια μεν – έτσι βλέπει τον κόσμο το σινεμά του- αλλά με τις καλύτερες προθέσεις. Το πρόβλημα ήταν ότι μεγάλη μερίδα του κοινού, που δεν την νοιάζει τι σημαίνει αυτό που παρακολουθεί, είδε μόνο έναν δημιουργό που κατέφυγε στην τετριμμένη λύση της μονομαχίας για κορύφωση, είδε έναν άσχημο CGI εξωγήινο και μια ταινία δίχως την μεγάλη, αποστομωτική ανατροπή – το φινάλε απλώς ένωνε τα «σημάδια» που προηγήθηκαν προς ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Το Signs υπήρξε εισπρακτικός θρίαμβος, το περιβόητο άρθρο που τον αποκαλούσε νέο Σπίλμπεργκ προέκυψε με αφορμή αυτό – εξακολουθούμε να αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν να χρίζεις νέο Σπίλμπεργκ έναν σκηνοθέτη με τόσο αργό tempo και τόσο στατική mise-en-scene, αλλά ο χαρακτηρισμός αυτός υιοθετήθηκε από την κινηματογραφική (παρα)κουλτούρα. Το κοινό, πάλι, είχε αρχίσει να δυσανασχετεί, επειδή για δεύτερη φορά δεν πήρε το άτυπο sequel της Έκτης Αίσθησης που περίμενε.
Η μεγάλη ζημιά στο status του ήρθε αμέσως μετά, με το The Village (2004), και γι’ αυτό ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό το προωθητικό υλικό. Με την έγκριση (και) του ίδιου του δημιουργού, η παραγωγή προμόταρε το φιλμ ως την τρομακτικότερη ταινία της δεκαετίας, εστιάζοντας στους κανόνες που πρέπει να ακολουθήσουν οι κάτοικοι του «σκοτεινού χωριού» για να είναι ασφαλείς από τα τέρατα που καραδοκούν στο δάσος του. Η ταινία, όμως, δεν είχε στόχο να σε τρομάξει, αντίθετα ήταν ένα γοτθικό ρομάντζο εποχής και, ταυτόχρονα, μια αλληγορία για τους καιρούς της – η χρήση του φόβου ως μέσου διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, η φύση και οι καταβολές των τεράτων σε αναλογία με τους Ταλιμπάν και τα όπλα μαζικής καταστροφής κ.ο.κ.
Ούτε η δουλειά του Ρότζερ Ντίκινς, που για πρώτη (και τελευταία φορά) θα έκανε το κάδρο του Σιάμαλαν να μοιάζει αχανές, ούτε η θεόπνευστη μουσική επένδυση του Τζέιμς Νιούτον Χάουαρντ, ούτε η άφατη ερωτική ιστορία που διηγούνται με τα βλέμματα ο Γουίλιαμ Χαρτ και η Σιγκούρνεϊ Γουίβερ συγκίνησαν το κοινό, που θα χάριζε στην ταινία ένα ογκώδες εισπρακτικό άνοιγμα, αλλά όχι ανάλογη συνέχεια – με 50.746.142 δολάρια άνοιξε στις ΗΠΑ και στο τέλος της καριέρας της δεν μπόρεσε ούτε να το τριπλασιάσει, κλείνοντας με 114.197.520 δολάρια. Ήταν εμπορική επιτυχία δηλαδή, αλλά το αρνητικό word of mouth έβγαζε μάτια.
Αυτή τη φορά, όμως, στράφηκε εναντίον του και η κριτική – άδικα, αν μας ρωτάτε. Εστιάζοντας και πάλι στα αρνητικά που ειπώθηκαν για το Signs, ο Σιάμαλαν συγκράτησε εκείνο περί απουσίας σοκαριστικού twist και αυτή τη φορά φόρτωσε την ταινία του με ανατροπές, με τους κριτικούς να του λένε ότι το παράκανε και ότι με την πρώτη μεγάλη από αυτές «χάλασε» την ταινία που μας έδειχνε ως εκείνη την ώρα – διαφωνούμε καθέτως και οριζοντίως, αλλά η κριτική φάνηκε να επηρεάζεται εξίσου με το κοινό από το hype της «τρομακτικότερης ταινίας της δεκαετίας».
Πλέον όταν εμφανιζόταν το όνομά του στο τρέιλερ μιας ταινίας, κάποιοι στο κοινό γελούσαν ή αναστέναζαν. Ο ίδιος, πεισμωμένος, προτείνει στη Disney, το κινηματογραφικό σπίτι του ως τότε, ένα παραμύθι για μια νεράιδα που εμφανίζεται στην πισίνα μιας πολυκατοικίας. Εκείνοι διαβάζουν το σενάριο και του ζητούν αλλαγές, αυτός εξοργίζεται, τους λέει ότι δεν σέβονται τίποτα και ότι δεν καταλαβαίνουν πια τους καλλιτέχνες και παίρνει το πρότζεκτ και το πηγαίνει στο στούντιο της Warner. Η ταινία ήταν το Lady in the Water (2006), όπου γίνεται πια εμφανές σε όλους πόση σημασία δίνει σε όσα λέγονται και γράφονται για εκείνον και, κατά βάση, πόσο μεγάλη ανάγκη έχει να τον αγαπήσουν όλοι – θα το δηλώσει και ο ίδιος σε πρόσφατη συνέντευξή του.
Η ταινία δεν είναι ακριβώς ένα παραμύθι, είναι περισσότερο ένα σαχλό, αλλά αξιοθαύμαστα φιλόδοξο δοκίμιο για την λειτουργία των παραμυθιών και των αφηγήσεων, με τους χαρακτήρες να ψάχνουν να βρουν τη θέση τους στην ιστορία και να μπερδεύουν τους ρόλους τους πιραντελικά. Το 90% των διαλόγων της απλώς επεξηγούν, ενώ οι μικροανατροπές της έχουν μικρή σημασία, καθώς αναιρούν κάτι που ειπώθηκε ελάχιστα λεπτά νωρίτερα. Είναι, τέλος, μια ταινία όπου ο ίδιος υποδύεται έναν συγγραφέα που θα αλλάξει τον κόσμο με τα γραπτά του και βάζει έναν κριτικό να ξεφτιλίζεται και να σκοτώνεται βάναυσα λόγω της «ξερολίασης» του. Μέγα φάουλ να μην θεωρεί την κριτική κομμάτι της δημιουργίας, ειδικά όταν στο παρελθόν συγκεκριμένες κριτικές βοήθησαν τις ταινίες του και τον ίδιο να γίνουν αυτό που έγιναν.
Θα είναι η πρώτη εισπρακτική αποτυχία της καριέρας του –το Wide Awake δεν μετράει–, θα λάβει άσχημες κριτικές και Χρυσά Βατόμουρα και θα κάνει το όνομά του ανέκδοτο στα χείλη ακόμα περισσότερων σινεφίλ. Ευρισκόμενος στο σημείο μηδέν, για πρώτη φορά η επόμενη ταινία του έρχεται στις αίθουσες με το αφήγημα της «μεγάλης επιστροφής» του δημιουργού της Έκτης Αίσθησης. Δυστυχώς, εκείνος ακόμα δημιουργεί προσπαθώντας να κερδίσει τους αμφισβητίες και να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει (και) όσα τον κατηγορούν ότι δεν μπορεί. Θρίλερ θέλετε; Θρίλερ θα πάρετε. Αναίμακτες οι ταινίες μου; Ιδού η πρώτη μου R-rated δημιουργία. Είμαι δέσμιος των σεναριακών twists; Πάρτε μια ταινία χωρίς twist. Εμφανίζομαι στις ταινίες μου σε όλο και μεγαλύτερους ρόλους για να ικανοποιήσω την αυταρέσκειά μου; Εδώ δεν θα με δείτε καθόλου – θα με ακούσετε όμως.
Το τρέιλερ της ταινίας Lady in the Water (2006)
Παρά την εξαιρετική εισαγωγική σκηνή, όμως, το οικολογικό θρίλερ The Happening (2008) θα απογοητεύσει και θα χλευαστεί, εν μέρει δικαίως, αν και έφερε λεφτά στην 20th Century Fox που το χρηματοδότησε. Συν τοις άλλοις, για ταινία μαζικής υστερίας, είναι φοβερό πόσο ήσυχη είναι, πόσο στατική, πόσο «ακίνητος» και ψύχραιμος μοιάζει ο όχλος στα πλάνα της. Τι να κάνουμε, αυτός είναι ο τρόπος του, έτσι είναι καμωμένο το φιλμικό του ιδίωμα. Το φόρτε του είναι να δουλεύει με λίγα πρόσωπα και σε περιορισμένο χώρο και ειλικρινά, απορείς τι είδαν οι άνθρωποι της Paramount και του ανέθεσαν μια πανάκριβη επική παραγωγή, την κινηματογραφική μεταφορά του δημοφιλούς anime Τhe Last Airbender (2010).
Κι αυτή η ταινία χαιρετίστηκε ως η μεγάλη του επιστροφή, ως η απόπειρά του να δικαιώσει τον χαρακτηρισμό του «νέου Σπίλμπεργκ». Το αποτέλεσμα το ξέρετε, όσο λιγότερα πούμε γι’ αυτό, τόσο το καλύτερο. Ηττημένος από τις απογοητευτικές εισπράξεις και από τις χειρότερες κριτικές της καριέρας του, ο Σιάμαλαν θα δοκιμαστεί για ακόμα μια φορά στο σινεμά της υπερπαραγωγής. Στο After Earth (2013) το όνομα του περνά σε δεύτερη μοίρα, αλλά στάθηκε άτυχος, καθώς τα πρόσωπα στη μαρκίζα ήταν οι Γουίλ και Τζέιντεν Σμιθ κι ο δεύτερος βρισκόταν σε εκείνη τη φάση της καριέρας του που τα έντυπα θεωρούσαν ότι «κούρασε». Οι κατηγορίες περί νεποτισμού προς τους Σμιθ θα φέρουν δυσανάλογα εχθρικές κριτικές για μια καθόλου ενοχλητική, αν και όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένη υπερπαραγωγή. Θα είναι η δεύτερη σοβαρή εισπρακτική αποτυχία του βιογραφικού του.
Η ώρα του ολοκληρωτικού reboot της καριέρας του μόλις είχε φτάσει. Ο Σιάμαλαν θα επιλέξει να δοκιμαστεί στο δημοφιλές είδος του found footage τρόμου με το The Visit (2015), βάζοντας τα μόλις 5 εκατομμύρια δολάρια που κόστισε η ταινία ο ίδιος. Θα συνεργαστεί με τον Τζέισον Μπλαμ της Blumhouse, o οποίος δανείστηκε προωθητικά τρικ από την εκστρατεία του Village. Ευτυχώς, αυτή τη φορά η ταινία ήταν όντως τρομακτική.
Πρόκειται για ένα αψεγάδιαστα καδραρισμένο found footage που προσφέρει διασκέδαση μεταμεσονύκτιας λογικής, έχει τρόμο και πλάκα, ενώ, παράλληλα, (προσπαθεί να) επαναφέρει και το μοτίβο της (μη) επικοινωνίας της Έκτης Αίσθησης. Οι φίλοι του σινεμά τρόμου αξίζει να ανακαλύψετε το φιλμ. μπορεί στη χώρα μας να κυκλοφόρησε απευθείας σε Blu-Ray, έξω όμως έφερε τα λεφτά του πίσω αρκετές φορές. Σεμνά και ταπεινά, που έλεγε και μια ψυχή κάποτε, το αστέρι του αμερικανικού θρίλερ είχε όντως «επιστρέψει».
Για το επόμενο σκηνοθετικό του χτύπημα ο Σιάμαλαν θα συνεχίσει σε χαμηλό προϋπολογισμό και σε περιορισμένο χώρο, θα προσλάβει κι έναν σταρ αυτή τη φορά, τον Τζέιμς ΜακΑβόι, για μια tour de force εμφάνιση στον ρόλο ενός ανθρώπου με 24 προσωπικότητες. Το Split (2017) θα αποτελέσει τεράστια επιτυχία για τα οικονομικά δεδομένα του, με την ανατροπή του φινάλε να εκπλήσσει και να γεννά το προσωπικό διευρυμένο κινηματογραφικό σύμπαν του σκηνοθέτη. Ο υπογράφων τότε είχε ανησυχήσει και είχε ελαφρώς δυσφορήσει. Με την αποκάλυψη ότι όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσαμε μια ταινία για τον αντίπαλο του υπερηρωικού Unbreakable του Μπρους Γουίλις, όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους δεν ασχολούμαστε με το δράμα των τραυματισμένων και θρυμματισμένων ψυχών που είχε προηγηθεί και ο σκηνοθέτης έμοιαζε να παίρνει στα σοβαρά, αλλά συζητάμε για το πώς μας την έσκασε έτσι και πάλι ο Σιάμαλαν και τι φοβερό τρόπο σκέφτηκε για να μπει στο παιχνίδι των διευρυμένων κινηματογραφικών συμπάντων – άρα μετέθεσε τη συζήτηση και πάλι γύρω από το πρόσωπό του.
Ενδόμυχα φοβόμουν ότι αυτό που θα ακολουθούσε, θα ήταν προϊόν των χειρότερων δημιουργικών παρορμήσεων του και, στα μάτια μου, αυτό ακριβώς συνέβη. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, με το Glass (2019) ο Σιάμαλαν ξαναγύρισε το Lady in the Water του, αντικαθιστώντας του υπερήρωες με τα παραμύθια. Μόνο που εκεί έβλεπες καλοσύνη, ενώ εδώ εισπράττεις χολή – κάτι σαχλαμάρες για σκοτεινές δυνάμεις και παγκόσμιες συνωμοσίες που θέλουν να πατάξουν τη μοναδικότητα και τις παρεξηγημένες ιδιοφυίες. Η κριτική στράφηκε και πάλι εναντίον του και το κοινό θυμήθηκε ξανά γιατί του είχε στρέψει την πλάτη παλιότερα. Οι εισπράξεις ήταν συμπαθητικές, αλλά όχι αυτές που θα περίμενε κανείς μετά το σουξέ του Split.
Το τρέιλερ της ταινίας Glass (2019)
Ο ίδιος, ακούγοντας και πάλι τις αρνητικές φωνές που, μεταξύ άλλων, αναρωτιόντουσαν γιατί δεν γυρίζει κάτι που έγραψε άλλος, θα στραφεί στο γαλλικό graphic novel «Sandcastle» για έμπνευση. Το Old (2021) αποτελεί ένα ποτ-πουρί από τα καλύτερα και τα χειρότερα στοιχεία της φιλμογραφίας του, έχει σκηνές και ατάκες όπου τραβάς τα μαλλιά σου, διαθέτει, όμως, κι ένα καταπληκτικό tracking shot στην παραλία, που συνοψίζει χωρίς λόγια και με συγκινητικό λυρισμό το θέμα της ταινίας – αναφερόμαστε στη σκηνή του «αποχαιρετισμού» των γονιών. Και κάπου εκεί, ο Σιάμαλαν ξεστρατίζει από το πρωτογενές υλικό και βάζει την πινελιά του. Και φέρνει τη «μεγάλη» ανατροπή και, σε μια εποχή που η ανθρωπότητα δοκιμάζεται απέναντι στην ακόμα άγνωστη απειλή του κορωνοϊού, οι επιστήμονες γίνονται οι κακοί της υπόθεσης, που μας εξαναγκάζουν στον εγκλεισμό για να ετοιμάσουν τα «μπόλια» τους. Κι εσύ, αν δεν συμμερίζεσαι τις ανησυχίες του, βρίσκεσαι να σταυροκοπιέσαι στο κάθισμα και να αναρωτιέσαι σε ποιες σκοτεινές μεριές του διαδικτύου σουλατσάρει τα βράδια ο δημιουργός.
Οι εισπράξεις της ταινίας ήταν κάπως χλιαρές, αλλά όχι άσχημες, ήμασταν και σε περίοδο σταδιακής επανεκκίνησης των αιθουσών λόγω πανδημίας, οπότε θεωρήθηκαν καλές. Μετά ήρθε το Knock at the Cabin (2023). Και πάλι διασκευή γραπτών άλλου, αυτή τη φορά του βιβλίου με τον εύγλωττο τίτλο «Cabin at the End of the World». Ο Σιάμαλαν κι εδώ ξεστράτισε από το πρωτογενές υλικό στο φινάλε, στάθηκε, μάλιστα, στον ιδεολογικό του αντίποδα, παραδίδοντας ίσως την πιο συντηρητική ταινία του. Η κριτική ήταν πιο θετική αυτή τη φορά, αλλά ο κόσμος είπε όχι και ο εμπορικός απολογισμός κατέγραψε ζημιογόνα αποτελέσματα στις αίθουσες. Με την ταινία να προβάλλεται ακόμα και τα απογοητευτικά εισπρακτικά αποτελέσματα ήδη εμφανή, ο Σιάμαλαν ανακοινώνει τη διακοπή της συνεργασίας του με τη Universal –σ.σ. μητρική της Blumhouse– και την έναρξη μίας άλλης με το στούντιο της Warner.
Πριν παραδώσει το Τrap, στο πλαίσιο αυτής της νέας συνεργασίας θα εποπτεύσει το σκηνοθετικό ντεμπούτο της κόρης του, Ισάνα Σιάμαλαν, το The Watchers (2024), μια ταινία που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει υπογράψει ο ίδιος, αλλά θα ανήκε στις αδύναμες στιγμές του. Ταυτόχρονα, στο Trap (2024) θα δώσει μεγάλο ρόλο στην άλλη του κόρη, Σαλέκα Σιάμαλαν, που εδώ και λίγα χρόνια κάνει τα βήματά της στην pop μουσική, και θα τοποθετήσει τη δράση της ταινίας κατά τη διάρκεια της συναυλίας μιας μεγάλης pop σταρ.
Με σταρ και πάλι μπροστά από την κάμερα, τον Τζος Χάρτνετ, που κάνει το δικό του comeback την τελευταία τριετία, με ένα concept χιτσκοκικό και με μια αγνή ταινία είδους, ο σκηνοθέτης φιλοδοξούσε να επιστρέψει στις εισπρακτικές επιτυχίες, να κάνει τον κόσμο να τον αγαπήσει και πάλι, θυμίζοντας τους την ιδιαιτερότητα της κινηματογραφικής γραφής του. Μόνο που ο κόσμος για δεύτερη συνεχόμενη φορά φαίνεται να μην αγκαλιάζει θερμά το νέο του πόνημα, η δε απόφαση του στούντιο να κρύψει την ταινία από τους Αμερικανούς κριτικούς μέχρι τη μέρα της πρεμιέρας της και να μην την προβάλλει καθόλου σε χώρες όπως η δική μας, σίγουρα δεν βοήθησε στο damage control, όπως ήθελαν να πιστεύουν.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, για ακόμα μια φορά ο σκηνοθέτης θα πρέπει να ετοιμάσει τη «μεγάλη επιστροφή» του. Είναι πολύ περίεργη η περίπτωση του. O Μητροπάνος θα τραγουδούσε γι’ αυτόν «μια ζωή σε θυμάμαι να έρχεσαι», ενώ στην πραγματικότητα δεν έφυγε ποτέ, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε από όσα γράψαμε ήδη. Δεν ξέρουμε ποια μορφή θα πάρει η νιοστή αυτή «επιστροφή», γνωρίζουμε, όμως, ότι παρά τη γκρίνια μας, θα είμαστε και πάλι εκεί. Όσο και να τον βρίζουμε κατά καιρούς, έχει τον τρόπο να τραβήξει το ενδιαφέρον μας. Κατά βάθος, ποτέ δεν πάψαμε να ελπίζουμε πως έχει ακόμα (τουλάχιστον) μια μεγάλη, αψεγάδιαστη ταινία μέσα του, σαν εκείνες τις δυο με τις οποίες τον γνωρίσαμε – Τhe Sixth Sense και Unbreakable. Mπορεί να είναι κάτι εντελώς δικό μας, να θέλουμε, δηλαδή, να πιστέψουμε σε εκείνον, παρά τα σημάδια που μας στρέφουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό, όμως, ίσως οφείλεται (και) σε δική του επιτυχία. Το σινεμά του, βλέπεις, είναι στηριγμένο στην έννοια της πίστης, στη χρεία της και στις ευεργετικές της ιδιότητες. Μπορεί τα έργα του να μην κατάφεραν απαραίτητα να μας κάνουν να πιστέψουμε στον Θεό, έκαναν όμως κάποιους από εμάς να (θέλουμε να) πιστέψουμε στον σκηνοθέτη τους. Κι ας φαινόμαστε στους ουδέτερους τρίτους σαν μερικούς οπαδούς του ΠΑΣΟΚ, που ενδόμυχα προσδοκούν την ανάσταση του Ανδρέα.
Η ταινία «Τrap» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους την Πέμπτη 22 Aυγούστου. Δείτε που παίζεται εδώ.