ENA ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΠΕΜΠΤΗΣ στα μέσα Νοεμβρίου του 2023, ένας ηλικιωμένος άνδρας περπατούσε στο νεκροταφείο Ohlsdorf του Αμβούργου, το τέταρτο μεγαλύτερο νεκροταφείο στον κόσμο, για να επισκεφθεί τον τόπο ταφής του αγαπημένου του ποδοσφαιριστή, όταν παρατήρησε ότι ένας τάφος είχε βανδαλιστεί. Κάποιος είχε ψεκάσει με κόκκινο και μαύρο σπρέι τις λέξεις «Nazi Kapital» («Ναζιστική περιουσία») στην ταφόπλακα της οικογένειας Κουν [Kuehne], ενώ στην ταφόπλακα του Άλφρεντ Κουν είχε αναγραφεί ο περίεργος όρος «M-Aktion».
Δεν επρόκειτο για οποιουσδήποτε οικογενειακούς τάφους: Οι Κουν αποτελούν μια από τις πιο επιφανείς βιομηχανικές δυναστείες της Γερμανίας. Ο Κλάους-Μίκαελ Κουν, το μοναχοπαίδι του Άλφρεντ και της Μερσέντες Κουν, είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος της χώρας, με περιουσία που εκτιμάται σε 44 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με το Bloomberg Billionaires Index. Ο 87χρονος δισεκατομμυριούχος οφείλει την περιουσία του στην Kuehne + Nagel, τη μεγαλύτερη μεταφορική εταιρεία στον κόσμο, η οποία ιδρύθηκε από τον παππού του και τον Φρίντριχ Νάγκελ το 1890.
Ο Κουν χρησιμοποίησε τον πλούτο του για να δημιουργήσει μια παγκόσμια αυτοκρατορία μεταφορών. Είναι επίσης ο μεγαλύτερος μέτοχος της γερμανικής αεροπορικής εταιρείας Lufthansa, του ναυτιλιακού κολοσσού Hapag-Lloyd, του διανομέα χημικών προϊόντων Brenntag, της ποδοσφαιρικής ομάδας HSV του Αμβούργου και της εταιρείας στην οποία ανήκουν οι λεωφορειακές γραμμές Greyhound της Βόρειας Αμερικής. Μόνο το 2023, σύμφωνα με το Bloomberg, επρόκειτο να βάλει στην τσέπη 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε μερίσματα από την αυτοκρατορία του.
Μετά τον πόλεμο, οι αδελφοί Κουν κατάφεραν να διαφύγουν της τιμωρίας για τις δραστηριότητές τους κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, κυρίως λόγω των δεσμών τους με τις αμερικανικές, βρετανικές και γερμανικές μυστικές υπηρεσίες.
Ο Κουν, ο οποίος κάποτε περιέγραψε τον εαυτό του ως «εξαντλητικό, ανυπόμονο και δυσάρεστο» στις συνεργασίες του, προτιμά να μένει μόνος του, είτε στο κτήμα και το γραφείο του κοντά στη λίμνη της Ζυρίχης, είτε στο σαλέ του στις ελβετικές Άλπεις, είτε στο γιοτ του, είτε στη βίλα του στη Μαγιόρκα. Παρά το γεγονός ότι έχει την έδρα του στην Ελβετία εδώ και σχεδόν 50 χρόνια, ο Κουν έχει δηλώσει ότι οι ρίζες του παραμένουν στη γενέτειρά του, το Αμβούργο, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Τη σύζυγό του, την Κριστίν τη γνώρισε αργά στη ζωή του, σε κάποιες διακοπές στα ελβετικά βουνά. Παντρεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 1989, όταν εκείνος ήταν 52 ετών και εκείνη 51. Ο Κουν της γράφει ποιήματα για την επέτειο του γάμου τους και τα γενέθλιά της, όπως ο ίδιος δήλωσε στη γερμανική εφημερίδα Die Zeit. Μερικές φορές εκείνη του κάνει αυθόρμητα καντάδα με άριες του Πουτσίνι.
Σε κανέναν από τους δύο πάντως δεν αρέσουν οι άνδρες με μούσια, σύμφωνα με την Bild. Γι' αυτό και, όπως λένε οι φήμες, ο καπετάνιος της θαλαμηγού του μεγιστάνα, η οποία φέρει το όνομα Chrimi III (μια σύμπτυξη των μικρών ονομάτων του ζεύγους), εξαναγκάστηκε να ξυριστεί πριν αναλάβει εργασία.
Ο μόνος άνθρωπος που ο Κουν σέβεται περισσότερο από τη σύζυγό του είναι ο αείμνηστος πατέρας του, Άλφρεντ, τον οποίο διαδέχθηκε στη θέση του CEO της Kuehne + Nagel όταν ήταν 29 ετών. Το 1975 ο Κλάους-Μίκαελ και ο πατέρας του μετέφεραν την εταιρική έδρα και τα κεντρικά γραφεία της Kuehne + Nagel από τη Γερμανία σ’ ένα ελβετικό χωριουδάκι κοντά στη Ζυρίχη, για φορολογικούς λόγους. Η μόνη διακόσμηση στον τοίχο της αίθουσας συνεδριάσεων της Kuehne + Nagel είναι ένα πορτρέτο του Άλφρεντ. «Έμαθα τα πάντα σχεδόν απ’ αυτόν», έχει πει ο Κουν για τον πατέρα του. «Οι εταιρείες πρέπει να διοικούνται ατομικά, όπως μια οικογενειακή επιχείρηση».
Το ζήτημα όμως με τον Άλφρεντ είναι ότι έχτισε μέρος της οικογενειακής επιχείρησης επωφελούμενος από τις διώξεις και τη γενοκτονία των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς.
Αφότου ο Αδόλφος Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία στη Γερμανία, ο Άλφρεντ και ο αδελφός του Βέρνερ, εκδίωξαν τον Εβραίο μεγαλομέτοχο και συνεργάτη από την εταιρεία. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Kuehne + Nagel, με επικεφαλής τον Άλφρεντ και τον Βέρνερ, μετέφερε λεηλατημένη εβραϊκή περιουσία, κυρίως έπιπλα, βιβλία και έργα τέχνης, από την κατεχόμενη Δυτική Ευρώπη στη ναζιστική Γερμανία στο πλαίσιο της λεγόμενης «M-Aktion», συντομογραφία του «Möbelaktion», που μεταφράζεται ως «επιχείρηση μεταφοράς επίπλων».
Μέσα σε δύο χρόνια, μεταξύ 1942 και 1944, σχεδόν 70.000 σπίτια Εβραίων στις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο λεηλατήθηκαν συστηματικά, αφού οι κάτοικοί τους είχαν εκτοπιστεί με τρένα σε γκέτο και στρατόπεδα θανάτου. Η ομάδα εργασίας που επέβλεπε την επιχείρηση αυτή ήταν μέρος μιας ναζιστικής οργάνωσης που είχε ως στόχο την ιδιοποίηση της περιουσίας κατά τη διάρκεια του πολέμου και πήρε το όνομά της από τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, τον κύριο ιδεολόγο του Ναζιστικού Κόμματος.
Μετά τον πόλεμο, οι αδελφοί Κουν κατάφεραν να διαφύγουν της τιμωρίας για τις δραστηριότητές τους κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, κυρίως λόγω των δεσμών τους με τις αμερικανικές, βρετανικές και γερμανικές μυστικές υπηρεσίες.
Η Kuehne + Nagel είχε το μονοπώλιο στην «επιχείρηση μεταφοράς επίπλων», σύμφωνα με τον Φρανκ Μπάγιορ, επικεφαλής του Κέντρου Μελετών Ολοκαυτώματος στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου.
«Ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα μέρη, η εταιρεία που έκανε τις μεταφορές επίπλων ήταν πάντα η Kuehne + Nagel», λέει. «Η Kuehne + Nagel ανήκει στην ίδια κατηγορία εταιρειών όπως αυτές που πούλησαν το Zyklon B για χρήση στους θαλάμους αερίων ή που κατασκεύασαν τα κρεματόρια στα στρατόπεδα εξόντωσης. Η μεταφορά των κλεμμένων αγαθών των ανθρώπων μετά την απέλασή τους», προσθέτει, «είναι ένα είδος βρομοδουλειάς που ξεπερνά κατά πολύ οτιδήποτε μπορώ να κατανοήσω». Ωστόσο, ο ρόλος της εταιρείας και της οικογένειας του Κλάους-Μίκαελ Κουν στο Τρίτο Ράιχ είναι ελάχιστα γνωστός στον έξω κόσμο.
Μεγάλες γερμανικές εταιρικές φίρμες όπως η Deutsche Bank, η Volkswagen και η Bertelsmann άνοιξαν τα αρχεία τους πριν από χρόνια για να επιτρέψουν στους ιστορικούς να εξετάσουν τις δικές τους επικερδείς ναζιστικές συνεργασίες. Οι μελέτες που ανατέθηκαν έφεραν στο φως ότι η Deutsche Bank βοήθησε στην απαλλοτρίωση εκατοντάδων επιχειρήσεων εβραϊκής ιδιοκτησίας και βοήθησε στη χρηματοδότηση της κατασκευής του Άουσβιτς, ότι δεκάδες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες χρησιμοποιήθηκαν ως είλωτες για τη μαζική παραγωγή όπλων στο εργοστάσιο της Volkswagen και ότι η Bertelsmann δημοσίευσε αντισημιτική λογοτεχνία και εκμεταλλεύτηκε ως σκλάβους εβραίους εργαζόμενους.
Το 2000 οι τρεις κολοσσοί συμπεριλήφθηκαν σε μια λίστα με πάνω από 6.500 γερμανικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης και της Kuehne + Nagel, οι οποίες συμφώνησαν να καταβάλουν περίπου 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε ένα ταμείο οικονομικών αποζημιώσεων για τους επιζώντες από τα στρατόπεδα και τα εργοστάσια καταναγκαστικής εργασίας και τους κληρονόμους τους. Αντίθετα από τις άλλες εταιρείες όμως, η Kuehne + Nagel δεν άνοιξε ποτέ τα αρχεία της.
Η άρνηση του Κουν να αναμετρηθεί δημοσίως με το ναζιστικό παρελθόν της οικογένειάς του και της εταιρείας του, ενισχύει το «αναθεωρητικό» κίνημα που εκφράζεται από την σύγχρονη ακροδεξιά, λέει ο Χένινγκ Μπλέιλ, διευθυντής του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ στη Βρέμη, μιας δεξαμενής σκέψης που συνδέεται με το γερμανικό Κόμμα των Πρασίνων. Από το 2015, ο Μπλέιλ διερευνά τις δραστηριότητες της Kuehne + Nagel κατά την περίοδο του πολέμου. Οι αναθεωρητικές αφηγήσεις για το παρελθόν της Γερμανίας αναδεικνύονται σε περίοπτη θέση από το AfD. Η ακροδεξιά στη Γερμανία, την Αυστρία, τη Γαλλία και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιεί τον ιστορικό αναθεωρητισμό για να χειραγωγήσει την αφήγηση γύρω από τη περίοδο των Ναζί και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να προωθήσει την πολιτική της ατζέντα.
«Ακόμη και τις προηγούμενες δεκαετίες, ήταν απαράδεκτη η άρνηση του Κουν να αντιμετωπίσει με ειλικρίνεια τις πράξεις της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εποχής», λέει ο Μπλέιλ. «Τώρα είναι ακόμη μεγαλύτερο το ζήτημα, διότι η στάση του Κουν τον τοποθετεί στις τάξεις εκείνων που θέλουν να ‘απαλλάξουν’ τη γερμανική ιστορία από το ναζιστικό παρελθόν της».
Με στοιχεία από Vanity Fair