Δίνουμε ραντεβού με τους άλλους δύο στη λαϊκή της Καλλιδρομίου. Είναι ένα πολύ ζεστό σαββατιάτικο μεσημέρι. Ακόμα και εδώ, στην πιο πολύβουη και ζωντανή λαϊκή του κέντρου της Αθήνας, τα πράγματα είναι πεσμένα. Ανεβοκατεβαίνουμε, τσεκάρουμε λίγο τους πάγκους, φωτογραφίζουμε, καταλήγουμε στο «Καφενείον η Μουριά» για ελληνικό καφέ. Κατά τη μία, αρχίζουμε να κατηφορίζουμε προς το «κέντρο-κέντρο» της πόλης. Θα κάνουμε μια βόλτα και θα δοκιμάσουμε φαγητό στα μέρη όπου τρώνε οι έθνικ κοινότητες που ζουν κι εργάζονται εδώ. Σκοπός δεν είναι να καταγράψουμε ως οδηγός τα μέρη όπου μπορείς να φας αυθεντικό έθνικ φαγητό. Θέλουμε να δούμε ένα κομμάτι ζωής αυτών των συμπολιτών μας, λίγο πιο ευχάριστο. Ξέρω και ξέρετε πως το φαγητό είναι χαρά. Και πως, ακόμα και γι' αυτούς τους ανθρώπους που ζουν δύσκολα (και σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, αντιμετωπίζουν και τη δική μας ξενοφοβία), η ώρα του φαγητού είναι τουλάχιστον μια ώρα ησυχίας και ευχαρίστησης. Αυτό ψάχνουμε, μαζί με τα μπακάλικα, τα μανάβικα και τα χασάπικά τους. Να τα δούμε, να δοκιμάσουμε, να τους θεωρήσουμε μέρος της δικής μας πόλης. Όπως πρέπει, δηλαδή. Η Αθήνα αλλάζει και οι έθνικ κοινότητες, είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι, θα αναπτυχθούν και σιγά-σιγά θα γίνουν το πιο πολύχρωμο και ζωντανό κομμάτι της πόλης. Και το φαγητό είναι πάντα στο κέντρο αυτής της όμορφης αλλαγής.
Όσο περπατάμε στην Αθήνα, που κυριολεκτικά βράζει από τη ζέστη, σκέφτομαι πως αυτή είναι η χειρότερη μέρα για ένα τέτοιο ρεπορτάζ, αλλά δεν το λέω. Στα πέριξ της Ομόνοιας, ο πρώτος μας σταθμός. Στρίβουμε σε ένα στενό, μια ξύλινη πόρτα η είσοδος, που δεν βλέπεις μέσα από το τζάμι τι γίνεται. Ανοίγουμε και μπαίνουμε. Ημίφως, ησυχία, μόνο ο ήχος μιας τηλεόρασης που δείχνει ινδικούς σταθμούς. Οι τρεις υπεύθυνοι του μαγαζιού μας κοιτάνε με αληθινή έκπληξη, είμαστε οι μόνοι πελάτες, και μάλιστα Έλληνες. Καθόμαστε στη σάλα στο βάθος. Όλοι οι τοίχοι ζωγραφισμένοι με χαρούμενες τοιχογραφίες. Ινδές θεές, το Τατζ Μαχάλ, πουλιά που σέρνουν με τα ράμφη τους γιρλάντες λουλουδιών, πριγκίπισσες που βολτάρουν πάνω σε ελέφαντες. Οι σερβιτόροι έρχονται να μας πάρουν παραγγελία με παγωμένο χαμόγελο. Φέρνουν καταλόγους, ρωτάμε τι να φάμε. Προτείνουν χωριάτικη σαλάτα και άλλα ελληνικά πιάτα. Λέμε πως δεν θέλουμε αυτά, αλλά τα δικά τους φαγητά, αυτά που τρώνε εκείνοι. Με σπασμένα ελληνοαγγλικά συμφωνούμε πως θα φάμε ό,τι διαλέξουν αυτοί για εμάς. Μας φέρνουν τέσσερα πάπανταμς (τραγανή πίτα, συνήθως τηγανητή, εδώ πολύ λαδερή) και λίγη σάλτσα γλυκού τσίλι. Και αρχίζει η αναμονή. Δεν ακούμε τον αναβρασμό στην κουζίνα, αλλά τον υποθέτουμε. Φωτογραφίζουμε το ταβάνι όπου είναι ζωγραφισμένος ένας καταγάλανος ουρανός, τσιμπάμε από τα πάπανταμς και περιμένουμε. Περιμένουμε. Περίπου σαράντα λεπτά. Ο σερβιτόρος έρχεται με κάτι όμορφα σερβίτσια ζωγραφιστά, μας τα στρώνει και ο άλλος φέρνει τα φαγητά. Δύο ρύζια. Ένα με λαχανικά κι ένα άλλο με σαφράν και χρωματιστό ρύζι. Ωραία μαγειρεμένα και τα δύο - γεύτηκα το βούτυρο που ήταν καλό, δεν μου μύριζε περίεργα. Συνεχίζουμε με κοτόπουλο κάρι, αρνί κάρι, φακές Νταλ και κοτόπουλο Μαντράς. Ο σερβιτόρος είναι πολύ περήφανος. Δοκιμάζω απ' όλα και διαπιστώνω πως όλα ετοιμάστηκαν εκείνη τη στιγμή, γι' αυτό και άργησαν τόσο. Το λέω στους άλλους δύο: «Έτσι τρως πάντα εδώ ή μας έχουν ψυλλιαστεί και το έχουν προσέξει;». Ποιος ξέρει; Πάντως, δεν είπαμε από πού ήμασταν και το γενικότερο λουκ και των τριών είναι μάλλον αυτό τουριστών που χάθηκαν παρά κριτικών γεύσης ή σοβαρών δημοσιογράφων. Λιγότερο μας άρεσε το κοτόπουλο με κίτρινο κάρι: έλειπαν τα πολλά επίπεδα από την πάστα κάρι και ήθελε λίγο ακόμα να ανέβει με λάιμ ή λίγο κόλιαντρο για να το αγαπήσουμε. Το κοτόπουλο Μαντράς ήταν ωραίο, στιβαρό, με τα σωστά μπαχαρικά. Σκέφτηκα πως μόλις χειμωνιάσει πολύ θα ήθελα να επιστρέψω εδώ ένα μεσημέρι μόνος και να απολαύσω αυτό το πιάτο. Τα ίδια καλά λόγια έχω να πω και για το αρνί. Ο πρωταγωνιστής του τραπεζιού μας ήταν φυσικά οι φακές Νταλ. Ένα από τα πιο ωραία χορτοφαγικά πιάτα που έχω δοκιμάσει τελευταία. Τα παιδιά στην κουζίνα είχαν μεγάλη ανησυχία αν μας άρεσαν τα φαγητά. Μας άρεσαν, το είπαμε εκατό φορές. Ζητήσαμε λογαριασμό, που ήρθε σε ένα καλαθάκι με οδοντογλυφίδες και γλυκάνισο για να γλυκαθούμε μετά τις καύτρες, πληρώσαμε και κατευθυνθήκαμε στο επόμενο.
Ευριπίδου. Θα έχω περάσει από αυτό το σημείο εκατό φορές, δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να μπω μέσα. Εδώ, πιο φωτεινές καταστάσεις, μεγάλα τραπέζια με εφημερίδες από το Πακιστάν, τέσσερις-πέντε κύριοι (μόνο άνδρες) έτρωγαν ήσυχα, στην τηλεόραση έπαιζαν ταινίες Μπόλιγουντ νέας εσοδείας. Παλαβώσαμε για λίγα δευτερόλεπτα κοιτώντας τα χορευτικά. Έρχεται ο σερβιτόρος, πάλι ο ίδιος πανικός στα μάτια του που βλέπει ντόπιους να μπαίνουν στο μαγαζί του. Αυτήν τη φορά τη χωριάτικη δεν τη γλιτώσαμε, ήρθε με αυτά που παραγγείλαμε. Τη βάλαμε στην άκρη. Η συνεννόηση εδώ ήταν λίγο πιο δύσκολη. Ο σερβιτόρος πολύ καλός, αλλά στεγνός. Διστακτικός στο να μας προτείνει. Πήρα δύο κάρι από τον κατάλογο κι ένα ρύζι. Ήρθαν τρία μπολάκια με μία πράσινη σάλτσα. Δοκίμασα. Ένα τυρί σαν γιαούρτι με δυόσμο και λίγο τσίλι. Δροσιστικό. Το ένα κάρι, ένα κομμάτι μοσχάρι που κολυμπούσε σε μια σάλτσα. Δοκίμασα τη σάλτσα και πρέπει να πω πως, παρά το απωθητικό της όψης, η γεύση ήταν υπέροχη. Αναγνώριζες τα μπαχαρικά, ήταν καυτερή με έναν ωραίο τρόπο, είχε λάιμ και κόλιαντρο, και εδώ τα τσίλι, όπου υπήρχαν, ήταν αυτά τα πράσινα και φρέσκα, όχι αποξηραμένα. Αυτά, δηλαδή, που βλέπεις στα κασόνια να πουλάνε στην Ευριπίδου. Το κοτόπουλο ήταν κάτι αντίστοιχο, με περισσότερη κάψα. Στους άλλους άρεσε αυτό, εγώ προτίμησα το άλλο. Κάνουμε μίνι περιήγηση μέχρι τον πάγκο, που ορίζει το σύνορο της σάλας με την κουζίνα. Εκεί, σε μια βιτρίνα, ένα μεγάλο ψάρι τηγανητό, σουβλάκια μεγάλα που είχαν μαριναριστεί (έβλεπες το κόκκινο χρώμα που είχε πάρει το κρέας) και ο πιο όμορφος χαλβάς που έχω δει ποτέ. Είχε χρώμα πορτοκαλί και ήταν γεμάτος από κομμάτια ζαχαρωμένα φρούτα. Επιστρέφοντας στη θέση μου, ζήλεψα μια σαλάτα που έτρωγε ένας ντόπιος. Διέκρινα πρασινάδες, βότανα και κρεμμύδι σε μεγάλες ροδέλες. Φεύγοντας, η τηλεόραση έπαιζε ένα ινδικό βιντεοκλίπ. Ένα δραματικό ντουέτο, ένα ζευγάρι που άλλαζε ρούχα κάθε τριάντα δευτερόλεπτα και δήλωνε τον παράφορο έρωτά του με κάτι σπαστικές κινήσεις. Το κοινό του εστιατορίου παρακολουθούσε αμίλητο. Χαιρέτησα με αληθινό χαμόγελο και κατηφορίσαμε. Στον δρόμο το συσσίτιο του Δήμου Αθηναίων, ντραγκ ντίλερ, τζάνκι που έλεγαν «σε παρακαλώ, προχθές πήρα πάλι από σένα, δώσε μου και θα σ' τα φέρω αύριο». Με έπιασε ένα σφίξιμο. Κάνουμε ρεπορτάζ για φαγητό και δίπλα μας γίνεται η συντέλεια του κόσμου. Σε μια στοά μπαίνουμε να δούμε τα κρεοπωλεία. Μέσα, κανονικά, χασάπηδες κόβουν τα κρέατα με τον τρόπο που τα θέλουν οι πελάτες τους. Σαν κανονική ζωή. Έξω καφάσια με υλικά. Βλέπω ένα παράξενο είδος κολοκύθας. Σαν alien με χιλιάδες κονδυλώματα στην επιφάνεια. Ξέρω τι είναι αυτό. Προέρχεται από ένα πανέμορφο αναρριχώμενο φυτό που βγάζει κάτι πορτοκαλιά λουλούδια, τα οποία μετατρέπονται σε αυτές τις κολοκύθες-εκτρώματα. Οι Φιλιππινέζοι το βάζουν σε σούπες. Εδώ δεν ξέρω ποιος το αγοράζει και τι το κάνει. Είναι, πάντως, η εποχή του, γιατί υπάρχει σε όλα τα μπακάλικα της περιοχής. Άλλα υλικά που είδαμε σε αφθονία εκεί: κρεμμύδια, πράσινα μικρά τσίλι, μάνγκο, φύλλα λάιμ.
Παρακάτω μπαίνουμε σε λιβανέζικο σούπερ μάρκετ, μπροστά στο οποίο το ζευγάρι των ηλικιωμένων ιδιοκτητών φτιάχνει φαλάφελ και τα σερβίρει στο χέρι. Επίσης, φτιάχνει μια σπανακοτυρόπιτα λιβανέζικη που ψήνεται στο ταψί, χωρίς λάδι ή σε ξυλόφουρνο, αραβικά μπακλαβαδάκια - ποιος ξέρει αν τα φτιάχνουν αυτοί ή αν τα προμηθεύονται από κάπου. Παραγγείλαμε φαλάφελ και τρία μισόκιλα μπακλαβαδάκια. Και πάλι μεγάλη η αναμονή. Η γιαγιά με την ησυχία της έφερε τους ρεβιθοκεφτέδες από το ψυγείο, τις πίτες, την ντομάτα, το ταχίνι και το έφτιαξε, έκοψε μαϊντανό και μας το έδωσε. Δοκίμασα. Απλός ρεβιθοκεφτές, χωρίς πολλά πολλά και όχι καταπράσινος από τα αρωματικά που τον γεμίζουν συνήθως όσοι δεν ξέρουν. Εκτός Ευρώπης, στην Ανατολή, τα φαλάφελ δεν είναι ποτέ τόσο πράσινα. Μια χαρά πάμφθηνο σνακ, αν περνάς από εδώ και θες να φας κάτι στον δρόμο πριν από την επόμενη δουλειά. Ο παππούς έβαλε τα μπακλαβαδάκια με προσοχή κοσμηματοπώλη στα κουτιά. Οι άλλοι δύο περιεργάζονταν τα παράξενα αναψυκτικά που υπήρχαν στα ψυγεία. Ο Τ. μας εξήγησε τι ήταν αυτή η πάστα βερίκοκου που είδαμε στα ράφια. Το τρώνε στο ραμαζάνι πριν φάνε ή κάτι τέτοιο. Εγώ, όσο έβλεπα το γέρικο ζεύγος, σκεφτόμουν ποια ζωή να άφησαν πίσω τους για να βρεθούν στα βάθη της Αθήνας να φτιάχνουν αμίλητοι σχεδόν φαλάφελ και να πουλάνε μπακλαβαδάκια. Αυτό σκεφτόμουν συνεχώς για όλους όσους είδα σε αυτό το εξάωρο που κράτησε αυτή η διαδρομή.
Εχουμε ήδη κουραστεί. Λέμε να κάνουμε άλλον έναν σταθμό στου Νούρα για φαλάφελ. Το μαγαζί είναι άδειο. Αυτός ο δρόμος είναι πανέμορφος, σκέφτομαι. Πολύ ψηλά δέντρα - σήμερα Σάββατο έχει ησυχία. Φωτογραφίζουμε το μπακάλικο «Η Αγάπη». Αν έδινα βραβεία εμπορικής ονομασίας, αυτό θα έπαιρνε το πρώτο βραβείο, φέτος ειδικά με διαφορά από τους άλλους διαγωνιζόμενους. Στον Νούρα παραγγέλνουμε φαλάφελ και κάτι άλλο που όταν έρχεται, αναγνωρίζω τις κυπριακές κούπες, που εδώ τις λένε κάπως αλλιώς. Πρόκειται για κάτι κατασκευάσματα με ζύμη από πλιγούρι, που τα γεμίζουν με μια γέμιση από κιμά, κρεμμύδι και μπαχάρι και μετά τα τηγανίζουν. Τα σέρβιραν με αραβικές πίτες, ταχίνι και ντομάτα, όπως τα φαλάφελ. Τα φαλάφελ, αν και σε σχήμα καρδούλας, ήταν μια χαρά στη γεύση. Ένα μικρό που πέρναγε με ένα ξυλάκι κι έκανε ξιφασκία στον αέρα το κεράσαμε απ' όλα - τα έφαγε με ευχαρίστηση. Πάλι κι εδώ η τηλεόραση έπαιζε αραβικά σίριαλ.
Ανεβαίνοντας προς το Σύνταγμα προσπάθησα να ταξινομήσω τις εικόνες που είδα σήμερα. Υπάρχει ένας άλλος κόσμος στην Αθήνα. Που δεν τον ξέρω, δεν τον ξέρεις. Ζει κι αυτός. Δύσκολα, εύκολα, ζει πάντως. Τα πρωινά θέλει να πιει έναν καφέ πριν πάει στη δουλειά, θέλει το μεσημέρι να φάει κάτι, αν προλάβει, και το βράδυ μία από τα ίδια. Θέλει, τουλάχιστον, να ξέρει πως στη ζωή του, όπου όλα είναι μια τρικυμία, το φαγητό δεν θα τον προδώσει. Για εκείνα τα σαράντα λεπτά που είναι στο τραπέζι της μπαγκλαντεσιανής ταβέρνας και τρώει θέλει να ησυχάσει, να νιώσει ένα με το παρελθόν του. Μπορεί να μην το δηλώνει, ούτε καν να το αναγνωρίζει. Αυτό γίνεται όμως. Μου άρεσε που πήγα σε αυτά τα μέρη. Δεν είναι η πρώτη φορά, αγαπώ τις κουζίνες άλλων χωρών, σήμερα όμως, μάλλον επειδή τα είδα όλα μαζεμένα, κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να ενθαρρύνεις την ύπαρξη αυτών των μαγαζιών. Να έρχεσαι, αν σου αρέσει, να ξέρεις πως δεν κινδυνεύεις και δεν θα δηλητηριαστείς -όλα είναι πεντακάθαρα- και πως δίνοντας λίγα λεφτά στηρίζεις (όχι τόσο οικονομικά, δεν το έχουν ανάγκη, οι δικοί τους τους καλύπτουν). Κάθε επίσκεψή σου σε ένα τέτοιο εστιατόριο ή μπακάλικο είναι κι ένα μικρό «καλώς όρισες» σε αυτούς τους ανθρώπους που νιώθουν συνέχεια ξένοι.