Τι τρώει η γάτα της βέγκαν (2) // Κλισέ και ξερό ψωμί

Τι τρώει η γάτα της βέγκαν (2) // Κλισέ και ξερό ψωμί Facebook Twitter
0

 

Τι τρώει η γάτα της βέγκαν (2) // Κλισέ και ξερό ψωμί Facebook Twitter

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΑΖΑΙΟΥ

Μια φίλη μου είπε ότι αν στύψεις λίγο λεμόνι μέσα σε χαμομήλι, θα έχεις ένα φυσικό χωνευτικό, αλλά θα μιλούσε για νορμάλ βαρυστομαχιά κι όχι αυτή που σε πιάνει όταν έχεις φάει δύο λαμαρίνες γατοκροκέτες. Ξεκίνησα τις δοκιμές, με σκοπό να βελτιώσω τη γεύση, αν και τη βρήκα αρκούντως εύγεστη με λίγο αλάτι από πάνω. Η πρώτη λαμαρίνα έφυγε ως συνοδευτικό. Διαπίστωσα ότι ταίριαζε εντελώς με την ιντερνετική ενασχόληση, γιατί δεν απαιτούσε πιάτο, πιρούνι ή στροφή του κεφαλιού προς το βάζο με τις κροκέτες. Η δεύτερη, ναι, γιατί να μην το πω, από πραγματική απόλαυση. Γιατί σνόμπαραν τέτοιο έδεσμα οι γάτες; Ήταν προφανές ότι εδώ παίζονταν παιχνίδια εξουσίας. Πόσο πρωτότυπο. Ακόμα κι οι γάτες έχουν μια τάση προς το κλισέ. Το θέμα του κλισέ θα μας απασχολήσει κι αυτό οσονούπω.

 

Πού είναι εκείνες οι ωραίες εποχές, (τρόπος του λέγειν και συγκριτικά μιλώντας πάντα), που πετούσα στις γάτες ένα κομμάτι κουνουπίδι, νιώθοντας ότι έχω κάνει το χρέος μου ως ενοικιάστρια ισόγειου διαμερίσματος. Εκείνες το περιεργάζονταν με τις ώρες, λες και δεν το είχαν ξανασυναντήσει ποτέ στους κάδους. Που το είχαν συναντήσει, όμως απαξιούσαν να το κοιτάξουν καθώς έψαχναν για ζωικά αποφάγια. Εκτός κάδου, είχε αποκτήσει  εικαστικό ενδιαφέρον. Το είχαν περικυκλώσει, το μύριζαν, το έκαναν πάσα η μία στην άλλη, με πατουσάκια σε πλάγιες θέσεις, ξέδιναν μέχρι να βαρεθούν και το άφηναν να πιάσει μυρμήγκια και να μαραγκιάσει. «Καλέ να, τρώγεται,» τους είπα μια μέρα και με σιχασιά περίσσια το πήρα από τα πόδια τους και έκανα πως το μασάω και το καταπίνω και μετά έδειξα με μορφασμούς ικανοποίησης ότι ήταν και νόστιμο συνάμα. Είχαν γυρίσει τα ξιπασμένα μούτρα τους απ’ την άλλη και δεν με είχαν ενοχλήσει ποτέ, μέχρι που κάναμε εκείνη τη συμφωνία.

 

 Η οποία περιλαμβάνει καθημερινή σίτιση δύο φορές τη μέρα, παροχή πρώτων βοηθειών και καταφυγίου σε αντίξοες καιρικές συνθήκες. Οι συμβαλλόμενοι (το όνειρο της μάνας μου ήταν να γίνω συμβολαιογράφος) ακούν στα ανεπίσημα ονόματα, Πιτυρίδας, Μάνα Μουράγιο (παραφράζω για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί με τη δουλειά που έμπλεξα δεν ξέρω πλέον τι είναι κλεψιά και τι όχι – για τη δουλειά θα πούμε στο μέλλον, μπορεί και στο εγγύς), Μαρκήσιος, Ταυρί, για ευνόητους λόγους, και Ρόκκο. Αυτός ο τελευταίος είναι μια στο τόσο συνδαιτυμόνας, γιατί προτιμά να κυνηγά μόνος του, όπως όφειλαν να κάνουν και οι υπόλοιπες. Αυτός είναι ο λόγος που ονομάζονται και αδέσποτες (να τσεκάρω) ίσως να είναι και άλλος. Η σχέση που είχα με τον πρώτο μου γάτο ήταν αποκλειστική, αποκλείοντας τις πληροφορίες να εισέλθουν στη σφιχτοδεμένη δυάδα μας κι έτσι ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω πράγματα και τερτίπια του είδους του. Έκανα αυθαίρετες εκτιμήσεις, όπως και σε κάθε σχέση μου άλλωστε.

 

Δεν μπορώ να πω ότι υπογράψαμε κανένα καταστατικό, αλλά, όπως όλοι ξέρουμε, τα άγραφα συμβόλαια είναι και τα πιο άρρηκτα. (Τελικά ίσως να μου πήγαινε εκείνο το επάγγελμα). Δώσαμε, το χέρι εγώ, τα πατουσάκια εκείνες, και η συμφωνία σφραγίστηκε στις 4-10-12. Το θυμάμαι, γιατί ήταν η πρώτη φορά που έφτιαξα μόνη μου φύτρα άλφα άλφα. Σε ένα φαρδύ βάζο, νιώθοντας την ίδια συγκίνηση, όταν παιδί περίμενα να φυτρώσουν οι φακές και ο φασίολος, όπως είχαν τη μανία να ονομάζουν το φασόλι, τότε που δεν είχαμε περάσει εντελώς στη δημοτική.

 

Το να είσαι βέγκαν, μετατρέπει την κουζίνα σου σε αλχημιστικό χώρο. Μπορείς να φτιάξεις τρόφιμα εξαιρετικής ποιότητας, να παρατηρήσεις τη διεργασία. Είναι η τέχνη του μουλιάσματος, της υπομονής, της συμπόνιας και της επανεξέτασης. Με μια δόση μαγείας, όταν σκάνε μύτη τα φύτρα, όταν το σουσάμι γίνεται γάλα, το ύφος των συγγενών και φίλων καχύποπτο και ο Θεός αρωγός.

 

 

Δεν είχα καμιά πρεμούρα να προσηλυτίσω κανέναν στην καινούρια μου ιδιότητα, πόσο μάλλον γάτες. Είχα να σηκώσω τον προσωπικό μου σταυρό, όταν έφτασε η πρώτη φορά που θα δήλωνα χορτοφάγος. Κι αυτό έγινε στη γιορτή του πατέρα μου, όπου όλο το σόι ήταν συναγμένο. Με το που είδα τις πιατέλες αραδιασμένες στο τραπέζι, κατάλαβα ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, ειδικά για ένα άτομο σαν εμένα που ήθελε να περνάει απαρατήρητο (με τον διακαή όσο και κρυφό πόθο να με ανακαλύψουν όλοι, από μόνοι τους όμως).

 

Καμία πιατέλα δεν ήταν «αθώα» για τα δικά μου δεδομένα. Εκτός από τα κεντρικά σφάγια, από τα οποία απέστρεφα τα μάτια, υπήρχαν παντού εστίες κακοποίησης και μετάλλαξης. Ακόμα και οι σαλάτες ήταν πηγμένες στα τυριά και τα ντρέσινγκ και τώρα ήξερα με ποιο τρόπο παράγονταν. Η μητέρα μου είναι εξαιρετική μαγείρισσα, οπότε δεν γινόταν να περάσει στη ζούλα το πιάτο μου, που ήταν τιγκαρισμένο στο λάχανο και τα ψωμιά. Για να προλάβω τις ερωτήσεις που είδα να σχηματίζονται στο στόμα ενός από τους δύο αιωνόβιους θείους μου, πήρα βαθιά ανάσα και έκανα από μόνη μου τη δήλωση. «Θα φάω πρώτα λίγη σαλάτα».

 

Είμαι άτομο της ατέρμονης αναβολής, οπότε έδωσα συγχαρητήρια στον εαυτό μου, ξεφύσησα με ανακούφιση και βάλθηκα να χορτάσω μηρυκάζοντας τη σαλάτα μου. Ευχηθήκαμε υψώνοντας τα ποτήρια, άκουσα τα νέα των συγγενών (ίδια κι απαράλλαχτα τα τελευταία τριάντα χρόνια), τα πιάτα άδειαζαν και ξαναγέμιζαν και η μητέρα μου ρώτησε ξαφνικά. «Έχει κάτι το φαγητό; Δεν σ’ αρέσει;» «Τι πράγμα;» (επιλεκτική κώφωση, που δίνει την ευκαιρία στο ογδόντα τα εκατό του εγκεφάλου να ασχοληθεί με το τι θα απαντήσει, όσο το είκοσι τα εκατό προσποιείται ότι συμμετέχει στο διάλογο).

 

«Λέω, δεν σ’ αρέσει το φαγητό; Έχεις γεμίσει τρεις φορές το πιάτο σου με λάχανο, εσύ που δεν τρως συνήθως  σαλάτα».

 

«Έτσι κάνω;» (επιλεκτική αμνησία, ώστε να εξοικονομηθεί λίγος χρόνος ακόμα, να ενωθεί το ογδόντα με το είκοσι και να σκαρώσουν μια απάντηση, όσο έχεις φορτώσει στον άλλον την ευθύνη να θυμάται αυτός αντί για σένα).

 

«Εμ, έτσι κάνεις. Με δουλεύεις  καλέ;» «Ε, φυσικά έτσι κάνεις. Πέφτεις κατ’ ευθείαν στο ψητό», πετάγεται και ο πατέρας μου.

 

Κάτι τέτοιες στιγμές εύχομαι να είχα μικρότερο σόι. Κρίνοντας από όσα ξέρω για τους δικούς μου, το ότι έχουν σταματήσει όλοι μαζί και με κοιτάνε, δεν είναι σημάδι κομμένης όρεξης. Συνειδητοποιώ ότι έχω γίνει το επίκεντρο, πράγμα που είναι το ζητούμενο μερικές φορές. Πρέπει να το αρθρώσω. Τα πιάτα που βρίσκονται μπροστά μου, ζητάνε κάποιον να πάρει το μέρος τους.

 

«Χμ, λοιπόν, κοιτάξτε, κάτι έχω πάθει και λυπάμαι τα ζώα. Δεν μπορώ να τα φάω».

 

Αυτή τη στιγμή είμαι αυτόπτης μάρτυς του πώς γεννήθηκαν τα κλισέ «νεκρική σιγή» και «τα πιρούνια έμειναν μετέωρα». Κι εγώ απ’ τη μεριά μου, έχω περάσει από το «έχω καταπιεί τη γλώσσα μου», στο «έφαγα γλιστρίδα» και τους εξηγώ με κάθε λεπτομέρεια τι διάβασα στο βιβλίο* που με «πήρε στο λαιμό του», όσο οι δικές τους μπουκιές «τους κάθονται στο λαιμό».

 

 

(συνεχίζεται)

 

 

 

 

* Τρώγοντας ζώα, του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, εκδ. Μελάνι

 

 

 

                

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ