Το 2015, εκτός από μια χρονιά που θα μας θυμίζει για πάντα μνημόνια, το μεγαλοπρεπές και εντελώς μάταιο «όχι» και το φιάσκο του «πρώτη φορά Aριστερά», είχε και συγκλονιστικές λογοτεχνικές στιγμές, όπως το Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου, ένα βιβλίο από αυτά που μόλις τα ολοκληρώσεις, νιώθεις την ανάγκη να τα μοιραστείς – και δεν είναι πολλά τελευταία. Η φήμη του Γκιακ αρχικά διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, έγινε θέμα σε όλα σχεδόν τα έντυπα και τα sites που ασχολούνται με τον πολιτισμό και αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στην έκτη χιλιάδα, μια επιτυχία δικαιολογημένη και δίκαιη. Δεν υπάρχει κανείς απ' όσους το διάβασαν που να μη μιλάει για ένα συναρπαστικό βιβλίο. Ο Δημοσθένης είναι ξεχωριστή περίπτωση, από μικρό παιδί. Γράφει διηγήματα από τα έντεκα, κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο (Η Αδελφότητα του Πυριτίου) στα 15 και το δεύτερο (Ο Τέταρτος Ιππότης) στα 17, πριν ακόμα τελειώσει το σχολείο. Σήμερα, στα 32 του, είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Στο καφέ όπου συναντηθήκαμε στα Εξάρχεια μας διακόπτουν συνεχώς ηλικιωμένοι που πουλούν χαρτομάντιλα και ζητούν «έστω και είκοσι λεπτά» για βοήθεια. Μου κάνει εντύπωση ότι δίνει σε όλους. Σκέφτομαι ότι παρόλο που δεν είναι και ο τυπικός Αρβανίτης, κάποια χαρακτηριστικά δεν μπορείς να τα ξεφορτωθείς, όσες σπουδές κι αν κάνεις και όσα χρόνια κι αν ζήσεις μακριά από τον τόπο καταγωγής σου – ευτυχώς! Ένα από αυτά είναι η ανθρωπιά και η αλληλεγγύη που καλλιεργείται σε μια μικρή κοινωνία, που, όσο πιο σκληρή και συντηρητική φαίνεται, τόσο πιο πολύ σε εκπλήσσει με την ανοχή και την τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζει το διαφορετικό, την ίδια στιγμή που μπορεί να γίνει βάναυση και αιμοβόρα. Και κάποια πράγματα ποτίζουν βαθιά το DNA σου.
Το βλέπεις και σε άλλα πράγματα ότι το εντόπιο είναι καλό. Αν το δικό μας κορίτσι φορέσει τη μίνι φούστα, θα πουν "είναι μικρή, μωρέ, πότε θα το κάνει;", αλλά αν δουν μια ξένη με μίνι, θα κάνουν χίλια δυο σχόλια.
Οι εννιά ιστορίες του Γκιακ μπορεί να μην είναι πραγματικές με την έννοια ότι δεν διηγείται μια συγκεκριμένη που έχει συμβεί στην περιοχή, αλλά θα μπορούσαν όλες να είναι αληθινές και, αν έχεις μεγαλώσει στη Μαλεσσίνα ή στα γύρω χωριά, όλο και κάτι θα σου θυμίσουν. Του λέω ότι η πρώτη συγκλονιστική ιστορία με τη δολοφονία του κοριτσιού και τις κομμένες κοτσίδες μου θύμισε την αδελφή της γιαγιάς μου, που κάποιος την έκλεψε όταν ήταν 16 χρονών και δεν βρέθηκε ποτέ, ούτε ζωντανή ούτε νεκρή.
«Είναι αρκετοί αυτοί που μπορούν να ταυτιστούν και να τους θυμίσει μια ιστορία που έχουν ακούσει από συγγενείς τους» λέει. «Γι' αυτό είχα και κάποιο άγχος, μήπως υπάρξει παρανόηση και κάποιοι νομίσουν ότι αναφέρομαι σε αυτούς. Έτσι, ελάχιστα από τα ονόματα που χρησιμοποιώ είναι ντόπια. Με την πρώτη ιστορία ξέρεις τι έχω πάθει; Είμαι στο μνημόσυνο του παππού μου κι έρχεται ένας δεύτερος ξάδερφός του και μου λέει "διάβασα το πρώτο διήγημα, ποιος σου την είπε αυτή την ιστορία;". Του είπα ότι ξεκίνησε από το αρβανίτικο δημοτικό τραγούδι και μου απαντά: "Να ξέρεις ότι έχουν κοπεί πολλές κοτσίδες εδώ". Κάποιες ιστορίες δεν λέγονται με τίποτα. Οι αρβανίτικες κοινωνίες είναι πολύ ζόρικες και συντηρητικές κι έχουν ζήσει πολύ hardcore καταστάσεις.
Μεγαλώνοντας στη Μαλεσσίνα, έχεις κάποιες παραστάσεις από αυτά που περιγράφω στις ιστορίες, αλλά σίγουρα έχουν ατονήσει, σε σημείο που δεν υπάρχουν πλέον. Έχω έρθει σε επαφή με αφηγήσεις παρόμοιου τύπου στις οποίες καταγράφεται ο κώδικας της τιμής ή το αίσθημα της ανταπόδοσης. Μιλάμε, όμως, για μια κοινωνία που έχει ανοχή σε πολλά πράγματα, που αντιμετωπίζονται με μια διαφορετική ηθική. Ξέρω γέρους που ήταν παντρεμένοι και είχαν επίσημη γκόμενα. Όλοι ήξεραν ποια ήταν, συνήθως παντρεμένη ή χήρα, το ήξεραν και τα παιδιά τους και, κατά κάποιον τρόπο, αυτό ήταν αποδεκτό. Το χωριό είναι μια πολύ μεγάλη οικογένεια και γίνεσαι αποδεκτός, ό,τι κι αν είσαι. Και οι gay που όλοι τους ξέρουν, μεγάλης ηλικίας –κάποιοι παντρεμένοι, με παιδιά–, δεν είχαν ποτέ κανένα πρόβλημα στην κοινωνική τους ζωή. Μπορεί να παίξει ένα πείραγμα δημόσια, αλλά ο άλλος το αποδέχεται με τον ίδιο τρόπο που κάποιος θα του έλεγε "εσύ, ο χοντρός". Είναι μια ιδιαιτερότητα αποδεκτή, αλλά δεν μπορείς να τη λες πολύ δημόσια. Κι ενώ ακούς ομοφοβικά σχόλια, μπορεί ο άνθρωπος που το λέει να έχει κολλητό έναν gay. Κι αν του πεις κάτι για τον φίλο του, σου λέει "δεν έχει σημασία, ο Χ είναι καλό παιδί". Το βλέπεις και σε άλλα πράγματα ότι το εντόπιο είναι καλό. Αν το δικό μας κορίτσι φορέσει τη μίνι φούστα, θα πουν "είναι μικρή, μωρέ, πότε θα το κάνει;", αλλά αν δουν μια ξένη με μίνι, θα κάνουν χίλια δυο σχόλια».
Τον ρωτάω με ποια αφορμή ξεκίνησε να γράφει – η περιοχή μας δεν φημίζεται για την ενασχόληση των κατοίκων με την κουλτούρα (τα χωριά μας είναι ακριβώς δίπλα). Η Μαλεσσίνα δεν είχε καν πανηγύρι μέχρι πρόσφατα. «Διάβαζα λόγω πατέρα –γιατί διάβαζε πολύ τότε– και κάποια στιγμή που είχα μια έκθεση με ελεύθερο θέμα στο σχολείο, του έδωσα να τη δει για να μου πει τη γνώμη του. Δεν ασχολιόταν ποτέ με τα σχολικά μου και το βράδυ που τη διάβασε άνοιξε και το τετράδιό μου και διάβασε και όλες τις υπόλοιπες. "Γράφεις καλά", μου είπε, "γιατί δεν γράφεις ένα διήγημα;". Ήμουν έντεκα χρονών. Θυμάμαι, έγραφα υπερβολικά αργά με το χέρι και μου είχε φανεί πολύ δύσκολο, αλλά ήθελα να πάρω γυαλιά ηλίου και ο μόνος τρόπος για να τα αποκτήσω ήταν να γράψω ένα διήγημα. Κάπως έτσι, για ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, έγραψα το πρώτο, επ' αμοιβή. Έγραψα το δεύτερο και σιγά-σιγά μπήκα σε μια διαδικασία που μου άρεσε πάρα πολύ και όταν μου προέκυψε κάτι μεγάλο, δηλαδή το πρώτο μυθιστόρημα, του είπα ότι έπρεπε να κοιτάξουμε για έκδοση. Το πήρε ο πατέρας μου και χωρίς να γνωρίζει κανέναν κατέβηκε στην Αθήνα και το πήγε σε έναν εκδοτικό που έκανε εκδόσεις που εκτιμούσα και εκτιμώ, τον Αρμό, από τους ελάχιστους που θα τολμούσαν να εκδώσουν έναν 15χρονο».
Αφήνουμε στην άκρη το εντόπιο, το επαρχιακό με την κακή έννοια, το βλάχικο. Μπορεί να καταγόμαστε από εκεί αιματολογικά, αλλά αυτό το πράγμα εμάς δεν μπορεί να μας εκφράζει, επειδή εμείς έχουμε διαβάσει και Φλομπέρ. Κι ο Φλομπέρ με τη Μαλεσσίνα δεν κολλάει πουθενά.
Ένιωσες ποτέ τι είχες καταφέρει;». «Δεν το ένιωσα πολύ. Και με το δεύτερο δεν το ένιωσα. Ζούσα στο χωριό και κατάλαβα ότι δεν ήταν και κάτι φοβερό, από την άποψη ότι δεν σε αντιμετωπίζουν ως κάτι ξεχωριστό αν βγάλεις ένα βιβλίο».
«Ούτε γκόμενες σου έφερε;». «Μπα, φαντάσου ότι όλες μου οι κοπέλες έμαθαν ότι γράφω αφού κάναμε σχέση. Γενικώς, δεν το έλεγα, και στο σχολείο κάποιοι ήξεραν, κάποιοι δεν ήξεραν. Ακόμα και οι καθηγητές μου δεν το ήξεραν όλοι. Η έκδοση του βιβλίου δεν με βοήθησε ούτε καν στην αυτοπεποίθησή μου στο γράψιμο. Είναι καλό αυτό το άγχος, γιατί σε διατηρεί σε μια δημιουργική αγωνία, και αυτή η αγωνία αν θα τα καταφέρω πρέπει να συντηρείται. Ειδάλλως, αν πεις "έγινα κάτι", την έβαψες».
Συζητάμε για τον «κομπλεξισμό της γνώσης», τον τρόπο που οι Έλληνες αλλάζουν τον τρόπο που μιλούν στην περιοχή όπου μεγάλωσαν (ενώ οι ξένοι πολύ λιγότερο), την ενοχή για το παραδοσιακό και την άρνηση της ταυτότητάς μας για να δηλώσουμε μοντέρνοι. Στο βιβλίο του έχει διατηρήσει τον τρόπο που μιλούν οι κάτοικοι της Μαλεσσίνας (βαριά, με κομμένα τα φωνήεντα στις καταλήξεις και τονισμένα σύμφωνα, με πολλές αρβανίτικες φράσεις) και αυτό είναι ένα από τα πιο δυνατά χαρακτηριστικά του, μια καταγραφή της έντονης τοπικής προφοράς που δεν συναντάς συχνά σε ελληνικό βιβλίο. «Έχει να κάνει με τον τρόπο που ορίζουμε την ταυτότητά μας» λέει. «Δηλαδή, όταν προχωράς, περνάς στο πανεπιστήμιο και αποκτάς μια παιδεία, εκεί δημιουργείται ένα λάθος πρότυπο για το τι συνιστά την ταυτότητα ενός πεπαιδευμένου ανθρώπου. Κι αυτό συνήθως ορίζεται κάπως δυτικότροπα, δηλαδή αφήνουμε στην άκρη το εντόπιο, το επαρχιακό με την κακή έννοια, το βλάχικο. Μπορεί να καταγόμαστε από εκεί αιματολογικά, αλλά αυτό το πράγμα εμάς δεν μπορεί να μας εκφράζει, επειδή εμείς έχουμε διαβάσει και Φλομπέρ. Κι ο Φλομπέρ με τη Μαλεσσίνα δεν κολλάει πουθενά. Και καταλήγεις σε μια τελείως σχιζοφρενική κατάσταση, να γίνεσαι Ελληναράς, να υπερτονίζεις την ελληνικότητα ή να είσαι μιμητής προτύπων που είναι ή παρισινά ή λονδρέζικα ή βερολινέζικα, χωρίς να έχεις κάνει τη βασική παραδοχή ότι είσαι αυτό που είσαι. Δεν αλλάζει αυτό το πράγμα, είμαστε Βαλκάνιοι και πιο πολύ συνομιλούμε με τη βυζαντινή και οθωμανική παράδοση παρά με την αρχαία ελληνική, που είναι κάτι τελείως ξένο, και πάνω σε αυτό πρέπει να χτίσουμε. Να πεις ότι είμαι μαλάκας, κανίβαλος, οτιδήποτε, αλλά έχω επίγνωση ότι αυτό το πράγμα δεν με πάει πουθενά, οπότε δουλεύω πάνω σε αυτό για να εξελιχθώ. Γι' αυτό βλέπεις ότι ουσιαστικά ο μοντερνισμός στην Ελλάδα δεν έχει στηριχθεί σε ντόπιες δυνάμεις. Στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ αστική τάξη, το πρώτο και το τελευταίο "μπαμ" έγινε όταν ήρθαν οι πρόσφυγες απ' τη Μικρά Ασία, που ήταν φορείς ενός τελείως διαφορετικού πολιτισμού. Μετασχηματίστηκε η ελληνική κοινωνία και μετά μείναμε εκεί.
Η επαρχία, ακόμα και η πιο εγγύς (η Μαλεσσίνα, που είναι μία ώρα από την Αθήνα), για την Αθηναίο έχει δύο όψεις. Η μία είναι ο τόπος εκδρομής, τον έχει συνδυάσει με χωριό, Πάσχα, αρνιά και το καλοκαίρι θάλασσα, και η άλλη είναι τελείως ανοίκεια. Αν βρεθεί εκεί και δει πώς ζουν, του φαίνεται τελείως διαφορετικός κόσμος. Αυτή η αίσθηση της ετερότητας δεν προέρχεται από το γεγονός ότι ο μέσος Αθηναίος είναι φύσει αστός, ότι δεν είναι φορέας ενός πολύ διαφορετικού πολιτισμού που στην τελική μάλλον θα του έδινε ένα ερέθισμα να γνωρίσει τον άλλον καλύτερα, είναι θέσει αστός, έχει μια ρουτίνα πόλης που είναι ελληνική εν μέρει στο επαρχιώτικο κομμάτι. Το χειρότερο απ' όλα είναι οι επαρχιώτες που έγιναν Αθηναίοι».
Λέει ότι παρόλο που ζει πολλά χρόνια εδώ, άργησε πολύ να ανακαλύψει την Αθήνα. «Τα πρώτα χρόνια, ως φοιτητής, δεν έβγαινα τόσο. Λόγω οικονομικών ήμασταν μετρημένοι και πηγαίναμε κυρίως σε σπίτια φίλων για μακρές νύχτες κουβέντας και παιχνίδια. Μένω από τότε στο Γουδί, αλλά δεν έβγαινα ποτέ εκεί και την Αθήνα την ανακάλυψα όταν έφυγα για Αγγλία. Ερχόμουν για πέντε μέρες τότε που είχα τα λεφτά της υποτροφίας –δούλευα κι επάνω σε δύο πρότζεκτ– και ήταν η πρώτη φορά που αισθανόμουν άνετα να βγω και να πιω ένα δεύτερο κι ένα τρίτο ποτό και να κυκλοφορήσω. Δεν μου άρεσε η Αγγλία, ελπίζω να μη χρειαστεί να επιστρέψω για παραπάνω από δύο εβδομάδες. Αν είσαι στα 30 και μένεις σε ένα σπίτι με άλλους 5 και δεν έχεις δική σου τουαλέτα, αυτό δεν αντέχεται. Δεν έχεις την αίσθηση ότι ο χώρος είναι ιδιωτικός και το γεγονός ότι σε οκτώ μήνες πρέπει να αλλάξεις ξανά σπίτι εμένα με κούρασε. Σε έξι χρόνια είχα αλλάξει εννιά σπίτια. Τα πράγματά μου ήταν μόνιμα σε κούτες».
Το Γκιακ (που στα αρβανίτικα σημαίνει «αίμα», «δεσμός συγγένειας εξ αίματος», «φόνος που γίνεται για λόγους εκδίκησης») ετοιμάζεται να γίνει θεατρικό μετά το Πάσχα του 2016 σε σκηνοθεσία Θανάση Δόβρη, με επτά από τις ιστορίες να ανεβαίνουν στη σκηνή του θεάτρου Skrow. Και στο τέλος του Νοέμβρη κυκλοφορεί ο Ερωτόκριτος σε σκίτσο του Γιώργου Γούση και κείμενο του Δημοσθένη, σε συνεργασία με τον Γιάννη Ράγκο, μια φιλόδοξη έκδοση της έμμετρης μυθιστορίας του Βιτσέντζου Κορνάρου. Αυτό που είναι είδηση όμως είναι ότι έχει συνεργαστεί στο σενάριο της νέας ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη που αυτήν τη στιγμή είναι στο στάδιο της προπαραγωγής. «Το στόρι, που είναι νεο-νουάρ –και ο Οικονομίδης ονομάζει νεο-γκανγκστερικό–, γράφτηκε σε συνεργασία με τον Χάρη τον Λαγούση, που κέρδισε πέρσι το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου στο Φεστιβάλ Δράμας για τη μικρού μήκους ταινία του Maasai, και τον ίδιο τον Γιάννη. Η ταινία επικεντρώνεται πάλι σε χαρακτήρες που κινούνται μεταξύ περιθωρίου και κανονικής ζωής, αλλά αυτήν τη φορά στην επαρχία, και βγάζει την αθάνατη ελληνική μιζέρια. Είναι μαύρη κωμωδία κι έχει έντονο το ερωτικό στοιχείο, όπως όλα τα νεο-νουάρ, έχει δυνατό love story».
Τον ρωτάω αν αυτολογοκρίνεται ποτέ και αν σκέφτεται πώς θα αντιδράσει αυτός που θα διαβάσει το βιβλίο του. «Από τη Μεταποίηση και μετά (σ.σ. το τρίτο του βιβλίο, μια συλλογή με διηγήματα) σκέφτομαι λίγο τους γονείς μου» λέει. «Δεν είναι θέμα πουριτανισμού, είναι όπως όταν βλέπεις μια ταινία με τους γονείς και πέφτεις πάνω σε μια ερωτική σκηνή, που και δέκα να είσαι και τριάντα και πενήντα, πάντα αισθάνεσαι άβολα και δαγκώνεσαι. Και σηκώνεσαι και λες "ε, πάω να πάρω ένα ποτήρι νερό". Δηλαδή, όσο ανοιχτόμυαλοι και να 'ναι, εσύ θα αισθάνεσαι πάντα άβολα. Σε ένα διήγημα στη Μεταποίηση με ρώτησε ο πατέρας μου αν είναι αυτοβιογραφικό. Κατά κάποιον τρόπο, όλα είναι αυτοβιογραφικά, όσα έχεις ζήσει περνάνε μέσα στα γραπτά σου, αλλά όχι ως καταγραφή μιας δικής σου εμπειρίας. Έπειτα από αυτό κάνω ένα pretalk, ότι κοίταξε να δεις, αυτό που θα διαβάσεις δεν είναι αληθινό. Το κριτήριό μου, πάντως, όταν γράφω κάτι είναι να ικανοποιεί εμένα και να είναι όσο πιο κοντά σε αυτό που ήθελα να κάνω. Αν δεν ικανοποιεί εμένα, δεν θα προχωρήσει ποτέ».