Το 1974 o σχοινοβάτης Φιλίπ Πετί διασχίζει την απόσταση μεταξύ των Δίδυμων Πύργων της Νέας Υόρκης οκτώ φορές μέσα σε 45 λεπτά, ισορροπώντας σε ένα σχοινί, 413 μέτρα πάνω από τα βλέμματα των περαστικών. Στην ελληνική πολιτική σκηνή προσγειώνεται ο Κωνσταντίνος Καραμαλής κι έπειτα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Το 1979 η τέφρα της Μαρίας Κάλλας σκορπίζεται στα ελληνικά νερά σε μια πομπώδη τελετή, αλλά, καθώς κανείς δεν προσέχει προς τα πού φυσά ο άνεμος, οι στάχτες πέφτουν πάνω στους επισήμους, που στη συνέχεια «φτύνουν» από τα στόματά τους την κορυφαία σοπράνο. Ο Βέρνερ Χέρτσοκ ξεκινά το προσκυνηματικό του ταξίδι από το Μόναχο στο Παρίσι με τα πόδια, προκειμένου να ξορκίσει τον θάνατο της Λότε Άισνερ. Το 1985 ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τιμονιέρης της Σοβιετικής Ένωσης, εμφανίζεται στην τηλεόραση να περπατά στον ήλιο. Πρώτη φορά Σοβιετικός ηγέτης χωρίς γκρι καιρό, γκρι σύννεφα, χωρίς να χιονίζει στην Κόκκινη Πλατεία. Το 1988 ο μεγαλογιατρός Μαγκντί Γιακούμπ χειρουργεί τον Ανδρέα Παπανδρέου, ακούγοντας το «Σ' αγαπώ, τίποτ' άλλο δεν έχω να πω, πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο...». Τα πρωτοσέλιδα επιμένουν: Ξεμπερδέψαμε οριστικά με τον Μητσοτάκη. Ο Λεωνίδας Κύρκος παίζει τη φυσαρμόνικά του. Η Μελίνα Μερκούρη επιδίδεται σε ένα «ερωτικό» στιγμιότυπο πλάι στην Αφροδίτη της Μήλου. Το 1996 η ελληνική τηλεόραση μεταδίδει για πρώτη φορά ολόκληρη την κηδεία του πρώτου μεταπολιτευτικού ηγέτη που έφυγε από τη ζωή και η Ελλάδα ακούει τη φράση: «Έμαθες τα νέα, πατέρα;».
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ετοιμάζεται για ένα αδυσώπητο παιχνίδι με τη μνήμη: την προσωπική του, του θεάτρου, στο οποίο μεγαλούργησε με το παρελθόν του, τη συλλογική μας με την πρόσφατη ιστορία της χώρας. Ο ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης επιστρέφει στην έδρα του, το Θησείον, κρατώντας στα χέρια του το χρονικό μιας εποχής, της Μεταπολίτευσης. Για άλλη μια φορά δοκιμάζει την παράλληλη δημιουργία ενός ολοκαίνουριου θεατρικού κειμένου και μιας παράστασης, ζητώντας από το κοινό να γίνει συμμέτοχος σε μια μοναδική θεατρική εμπειρία. Έπειτα από μήνες δουλειάς, συλλογής κειμένων, συνεντεύξεων με δεκάδες πρόσωπα κι έχοντας ως μονάδα μέτρησης της Ιστορίας την καθημερινότητα και τη συλλογική εμπειρία, το έργο κάνει πρεμιέρα τέλος Ιανουαρίου. Τίτλος του, Κομμώτριες / ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ. Τζιανγκ - Σιν - Μπι - Σιν - Φαντάσου την καρδιά μου δική σου.
Ένα τραπέζι γεμάτο ποτήρια από ένα πρώην γλέντι. Δύο πάγκοι. Στίχοι του Έλιοτ, μικρά θαύματα του Νίτσε και αποσπάσματα του Βάλτερ Μπένγιαμιν που ίπτανται. Προβολές από κινητά. Θραύσματα εθνικής μνήμης. Ένας ατελείωτος χορός. Προπόσεις αλλεπάλληλες. Και μερικές γεύσεις. Και πολλή μουσική. Πρωτότυπες συνθέσεις του Larry Gus, τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, άσματα από την Άντζελα Δημητρίου. Φωτογραφίες, φωνές γνώριμες και παντελώς άγνωστες. Στερεότυπα που κατέρρευσαν κι άλλα που εμμονικά φυλάσσουμε. Πρόσωπα που μας έσπρωξαν στη Μεταπολίτευση, «που βοήθησαν το δειλινό να έρθει». Και φαντάσματα, πολλά στον χώρο του Θησείου, επαναφέρουν τις θεατρικές δόξες του χθες, θυμίζουν στιγμές και μαγεία, αναζητούν επίμονα δικαίωση, επιμένουν να λύσουν τις εκκρεμότητες με το παρελθόν.
Ήθελα να δουλέψω με την αθωότητα και την ταραχή όσων δεν έζησαν αυτό το μεταίχμιο, αλλά βίωσαν την αλλαγή. Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις πώς οι άνθρωποι διαμορφώνουν άποψη για κάτι που άλλοι τούς διηγήθηκαν. Πώς ζουν την Ιστορία ανάλογα με την προσωπική τους ανάγκη. Αυτό το συγκρουσιακό επίπεδο του τι συγκρατεί ο καθένας από τη ζωή που περνά μπροστά του με ενδιέφερε πολύ.
Στη μέση, τα σώματα των έξι ηθοποιών (Χάρης Φραγκούλης, Adrian Frieling, Μάιρα Γραβάνη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Άρης Νινίκας, Ανδρομάχη Φουντουλίδου) γίνονται το τοπίο της Ιστορίας, διηγούνται ένα έργο για την επικαιρότητα του παρελθόντος και παραδίνουν στο κοινό μια περφόρμανς σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. «Πάντα με ενδιαφέρει η Ιστορία ως ένα βιούμενο σύστημα, ως ένα τρένο στο οποίο είμαστε μέσα, ενώ εκείνο κινείται με μεγάλη ταχύτητα. Ταυτόχρονα και απεγνωσμένα, προσπαθούμε να αισθανθούμε, αλλά και να ονομάσουμε, το αίσθημα μες στην ταχύτητα... Βάζοντας, λοιπόν, τα πάντα μέσα σ' αυτό το μεγάλο δωμάτιο είναι σαν να κοιτάμε κάτι το οποίο μας περιέχει. Μια μπουτίκ στιγμών της Ιστορίας».
— Πώς έγιναν θεατρικό έργο αυτές οι ετερόκλητες στιγμές;
Η εκκίνηση δόθηκε μέσα από ένα ερωτηματολόγιο που διαρθρώθηκε και το οποίο στη συνέχεια θέσαμε σε ανθρώπους διαφόρων ηλικιών που είχαν ζήσει τη Μεταπολίτευση, άρα είχαν μια σχετική αντίληψη του τι συνέβαινε. Με αυτόν τον τρόπο θέλαμε να δούμε αν οι απαντήσεις μπορούν να συλλάβουν, να αιχμαλωτίσουν αυτά που μας απασχολούν. Οι απαντήσεις τους, μαζί με εκατοντάδες άλλα κείμενα, μνήμες των ηθοποιών, μικρά αποσπάσματα ζωής και Ιστορίας, συγκροτούν το έργο μας. Δεν είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για εμάς, ούτε για τη Μεταπολίτευση. Εμείς δανείζουμε το σώμα, τον εαυτό μας και τη φωνή μας για να μιλήσουν όσοι δεν είναι πια εδώ. Εκείνοι λείπουν κι εμείς, οι ευτυχισμένοι της ζωής, γινόμαστε η εμπειρία ενός άλλου. Άλλωστε, αυτό κάνει το θέατρο, εκπροσωπεί απόντες.
— Ήταν επιτακτική η επιστροφή στην ιστορική σας έδρα;
Παρότι είχα αρκετές τιμητικές προτάσεις για να παρουσιάσω το νέο έργο σε διάφορους χώρους, μέσα μου ήξερα πως αυτή η παράσταση δεν μπορούσε να γίνει πουθενά αλλού. Εν μέρει, έχει να κάνει με τη δική μου μνήμη. Από την άλλη, αυτό το θέατρο είναι μια περίεργη κιβωτός δημοσίου αισθήματος που διαμορφώθηκε μέσα από κάποιες συγκεκριμένες παραστάσεις. Δεν ήταν εύκολο. Κάποια βράδια με ξυπνούσε το φάντασμα του Εθνικού Ύμνου, άλλα η ανάμνηση του Άμλετ ή τα κείμενα που εδώ μέσα μετουσιώθηκαν σε παράσταση...
— Αν εξαιρέσουμε τον Adrian Frieling, οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι νέοι, γεννήθηκαν στη Μεταπολίτευση.
Όντως, κάνεις δεν υπήρχε πριν. Είναι όλοι με έναν τρόπο γεννήματα αυτής της περιόδου. Ήθελα να δουλέψω με την αθωότητα και την ταραχή όσων δεν έζησαν αυτό το μεταίχμιο, αλλά βίωσαν την αλλαγή. Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις πώς οι άνθρωποι διαμορφώνουν άποψη για κάτι που άλλοι τούς διηγήθηκαν. Πώς ζουν την Ιστορία ανάλογα με την προσωπική τους ανάγκη. Αυτό το συγκρουσιακό επίπεδο του τι συγκρατεί ο καθένας από τη ζωή που περνά μπροστά του με ενδιέφερε πολύ. Δεν έχω λόγια για τους έξι αυτούς ηθοποιούς που διάλεξα και με διαλέξανε. Αναλογίζομαι καμιά φορά αν θα καταφέρω να σταθώ στο ύψος της δοτικότητας, της παρουσίας και της αξίας τους. Δεν ήθελα καλούς ερμηνευτές ρόλων αλλά πρόσωπα που θα μπορούσαν να αρθρώσουν λόγο και αίσθημα, ενώ, την ίδια στιγμή, βρίσκονται εν καμίνω. Δεν αντέχει ο καθένας το βάδισμα στο άγνωστο.
— Κι εμείς, το κοινό, πώς θα φεύγουμε από το Θησείον στο τέλος του μηνός;
Συνεπαρμένοι από την εμπειρία μιας διαδρομής. Δεν είμαι σε θέση να μιλήσω για το αποτέλεσμα. Αν η παράσταση είναι σωστή, δεν θα καταλάβουμε τι ήταν τελικά ή τι είναι η Μεταπολίτευση. Θα πάρουμε, όμως, ένα αίσθημα και μια λοξή επισκόπηση της πληγής που ζούμε. Μοιραία, η παράσταση είναι πολιτική, αλλά δεν είναι μια στρατευμένη δουλειά, με την έννοια ότι, ακολουθώντας την, θα καταλάβεις ποια είναι η Ιστορία και τι πρέπει να κάνεις ως πολιτικό ον. Μεταπολίτευση: ένας μεγάλος χώρος στον οποίο αποδίδουμε τα πάντα.
— Για την ακρίβεια, για όλα φταίει η Μεταπολίτευση.
Ας έρθουμε, λοιπόν, σε αυτή την κρίσιμη φράση. Αυτή η διατύπωση με πειράζει, μου γρατζουνάει την ψυχή, γιατί έχει μια ευκολία. Ελπίζω στην παράσταση να περνάει η αντίρρησή μου στη στοχοποίηση της Μεταπολίτευσης. Οι άνθρωποι που δεν έχουν ζήσει τη Μεταπολίτευση είναι εύκολο να αποδίδουν τα πάντα σε αυτήν. Ενώ εμείς, που αντικειμενικά έχουμε μερίδιο συμμετοχής, πασχίζουμε να αποτινάξουμε κάθε κόκκο ευθύνης από πάνω μας. Ήθελα να αντιδράσω σε αυτήν τη γενίκευση χωρίς να πάρω θέση για το τι φταίει.
Τα γεγονότα δεν έχουν ηθική, απλώς συμβαίνουν. Το θέμα δεν είναι μόνο πώς κινείται η Ιστορία αλλά κυρίως πώς τη διαχειρίζεσαι και την εισπράττεις προσωπικά και συλλογικά. Σαφέστατα υπάρχουν συλλογικές ευθύνες, όπως υπάρχουν και ατομικές. Αλλά επειδή η Ιστορία είναι ένα τρενάκι που μας περιέχει και συνεχίζει να κινείται, δεν θα ησυχάσει η ψυχή μας αν δεν κοιτάξουμε λίγο παρακάτω, τον επόμενο προορισμό, την επόμενη στάση. Δεν μπορούμε να τριγυρνάμε ως λαός γύρω από ένα ταλαιπωρημένο φάντασμα και να μαστιγωνόμαστε γύρω από μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο σαν αθεράπευτες drama queens.
— Είναι δείγμα ωριμότητας μιας κοινωνίας ο τρόπος που ξεπερνά καταστάσεις;
Φυσικά. Όπως είναι δείγμα ανωριμότητας ο τρόπος, ο βαθμός και ο ρυθμός που ενθουσιαζόμαστε και μετά βουτάμε στο κενό σαν να πέφτουμε από το Ζάλογγο. Το Ζάλογγο είναι ένα συλλογικό εθνικό τραύμα. Δεν πήδηξαν μόνο οι Σουλιώτισσες. Πέφτουμε όλοι από κει διαρκώς.
— Ποιο άλλο «εθνικό» μας χαρακτηριστικό αναδεικνύεται στην παράσταση;
Η αδυναμία στη σύνθεση. Μπορεί η διαλεκτική να γεννήθηκε στην Ελλάδα, αλλά πλέον το μόνο παιχνίδι που παίζουμε είναι αυτό της θέσης-αντίθεσης. Πουθενά δεν βλέπω τη σύνθεση. Κάπου πρέπει επιτέλους να συνδεθούμε.
— Η σύνδεση θέλει συμφιλίωση;
Όχι απαραίτητα. Η δημοκρατία δεν είναι συμφιλίωση, είναι αποδοχή, είναι αναγνώριση της ήττας και παράδοση του χώρου στον επόμενο. Γι' αυτό και δεν είναι αυτονόητη. Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνήσουμε. Έχει, όμως, σημασία να συνυπάρξουμε, να συμβιώσουμε, να μην παλιμπαιδίζουμε και να μη θέτουμε σε κίνδυνο τη δημοκρατία. Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, δεν μπορούμε να χαρούμε τη δημοκρατία μέσα μας. Δυστυχώς, όπως αποδεικνύει η πρόσφατη Ιστορία, έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε σε αυτόν τον τομέα. Χάνεται οποιαδήποτε συναισθηματική ψυχραιμία και τορπιλίζεται το συλλογικό αίσθημα. Αν δεν μπορείς να δεις στον άλλον ούτε ένα θετικό στοιχείο, έχεις βαθύ πρόβλημα. Ακόμα και το μίσος πρέπει να μπορούμε να το κάνουμε κάτι για να μπορέσει ο εποικοδομητικός μετασχηματισμός του να γίνει προωθητική δύναμη. Αυτή είναι που θα σπρώξει το τρένο στην επόμενη φάση και θα μαλακώσει λίγο τα χαρακτηριστικά μας, χωρίς κανείς να έχει εγκαταλείψει τις θέσεις του.
— Οι «Κομμώτριες» πώς μπαίνουν στην παράσταση;
Τα κομμωτήρια είναι ένας δημόσιος χώρος απ' όπου περνάει όλη η δευτεροκλασάτη ιστορία της ελληνικής πολιτικής. Σε αυτούς τους χώρους δίνονται μοναδικές ερμηνείες, με τρόπο αληθινό και εξαιρετικά γοητευτικό. Τα κομμωτήρια είναι δημόσιοι χώροι. Γνωρίζατε ότι στην κοινοβουλευτική αργκό οι βουλευτές που δεν παίρνουν συχνά τον λόγο στη Βουλή κι απλώς καταλαμβάνουν τα έδρανα αποκαλούνται «κομμώτριες»;
— Επιμένετε να ανάγετε τη θεατρική εμπειρία σε ανάμνηση; Έχει τόση σημασία η μνήμη για σας;
Δεν υπάρχει συνείδηση χωρίς μνήμη, άρα και χωρίς ανάμνηση. Απλώς δεν θέλω να μπερδεύουμε την ανάμνηση με τη νοσταλγία. Δεν είμαι υπέρ τού να επισημαίνουμε πόσο ωραία ήταν χθες. Καμιά λαγνεία για το παρελθόν. Το παρελθόν δεν μπορεί να υποκαταστήσει το παρόν. Η ζωή και το σώμα είναι πάντα στο παρόν. Αλλά δεν μπορούμε να αρνούμαστε τη μνήμη, γιατί είναι κομμάτι της διαδικασίας. Είναι ωραίο να σου προσφέρω μια γεύση, θυμίζοντάς σου κάτι που είχαμε φάει κάποτε μαζί, γιατί έτσι θα θυμηθείς και τον ήλιο που έτυχε τότε να φέγγει!
— Και η απώλεια μνήμης δεν είναι το ίδιο σημαντική;
Είναι ανθρώπινος μηχανισμός να προσπαθούμε ενστικτωδώς, σχεδόν αταβιστικά, να λειαίνουμε τις αιχμές των πραγμάτων. Αρκεί να μην ξεχνάμε το όμορφο.
Info
«Κομμώτριες / ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ. Τζιανγκ - Σιν - Μπι - Σιν ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΔΙΚΗ ΣΟΥ»
Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός
Δραματουργία: Μιχαήλ Μαρμαρινός - Theseum Ensemble
Μουσική: Larry Gus
Σκηνικά-Κοστούμια: Έφη Μπίρμπα
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Μάιρα Γραβάνη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Άρης Νινίκας, Ανδρομάχη Φουντουλίδου, Χάρης Φραγκούλης. Adrian Frieling
Θησείον, ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ, Τουρναβίτου 7, Ψυρρή
Από 24/1
Τετ.-Σάβ. 20:30, Κυρ. 19:30
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.