Εικόνες υπερφωτισμένες ή σαν παλιά homemade βιντεοταινία VHS ξεχασμένη στο πατάρι, της οποίας τα χρώματα έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν πια, σαν παλιά κιτρινισμένα γράμματα. Αναγνωρίσιμες φιγούρες ενός πρόσφατου παρελθόντος, μιας εποχής μεγάλων γεγονότων και κοσμοϊστορικών εξελίξεων ανά την υφήλιο αλλά και στην Ελλάδα. Απεργιακές κινητοποιήσεις στο κέντρο της Αθήνας, το Σισμίκ στο Αιγαίο, καταστρεπτικός σεισμός στην Καλαμάτα, χιονόπτωση Μάρτιο μήνα, Τσερνόμπιλ, Τσάλεντζερ, Ρέιγκαν, Γκορμπατσόφ, η θρυλική επιτυχία της Εθνικής Ελλάδος στο μπάσκετ επί της Σοβιετικής Ένωσης.
Τα περισσότερα τα βλέπουμε να παρεμβάλλονται ως αρχειακό υλικό σε μια ιστορία αγάπης και απόγνωσης μιας γυναίκας, της Άνθης, στην Αθήνα. Σαν απομονωμένη στις δικές της σκέψεις και στον δικό της μικρόκοσμο, γράφει ακατάπαυστα στον άντρα της, που βρίσκεται στη Μόσχα για μετεκπαίδευση ‒ πρόκειται για πραγματικά πρόσωπα που δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Ακούμε τα λόγια της από την ίδια, τη βλέπουμε σε σκηνές καθημερινότητας, όπως και την αγωνία της για εκείνον, που διαγράφεται στο πρόσωπό της σε μια ερωτική τους συνεύρεση σε ταξίδι της αλλά και σε στιγμές εκείνου που δεν ξέρουμε αν είναι αληθινές ή αποκύημα της φαντασίας της.
Οι εμμονές της, οι φοβίες για ενδεχόμενη απιστία του συντρόφου της Χρήστου μετουσιώνονται από τη σκηνοθέτιδα Θέλγια Πετράκη σε εικόνες στη μικρού μήκους ταινία Bella.
Τώρα, πλέον, έχοντας κάνει κάποιες ταινίες που πήγαν καλά, συνειδητοποιώ ότι με απέρριπταν λόγω φύλου. Είναι συγκλονιστικό και το συζητάω κατά καιρούς και με άλλες γυναίκες στον χώρο, που μου λένε το ίδιο πράγμα. Και δεν είναι μόνο οι άντρες που σε απορρίπτουν, είναι και οι γυναίκες, παραγωγοί, πελάτες. Η πατριαρχία δεν έχει φύλο. Οι συνειδήσεις είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν – και δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα αυτό.
Η ταινία, εκτός από μια σειρά επιμέρους βραβείων, απέσπασε και τον Χρυσό Διόνυσο του 43ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, αλλά η σκηνοθέτις δεν βρισκόταν εκεί για να τα παραλάβει, γιατί κάποιος έπρεπε να μείνει πίσω στην Αθήνα να προσέχει τα παιδιά. Τα παρέλαβε ο σύζυγος της Κώστας Ταγκαλάκης, παραγωγός της ταινίας.
Και πριν καλά καλά περάσει η εβδομάδα, ήρθε ακόμα μία βράβευση, στις Νύχτες Πρεμιέρας αυτήν τη φορά, με το βραβείο σκηνοθεσίας και το βραβείο ερμηνείας για την Έλενα Τοπαλίδου, της οποίας η εκφραστικότητα στη voice over ανάγνωση των επιστολών αλλά και η σιωπηλή και απέριττη παρουσία στην οθόνη την έκανε να ξεχωρίσει και να πετύχει απόλυτη ταύτιση με την ηρωίδα.
Συναντηθήκαμε με τη Θέλγια Πετράκη στους κήπους του Βάρσου στην Κηφισιά, για να μας μιλήσει την εμπειρία της στον κινηματογραφικό χώρο και να μας εξηγήσει τι την έκανε να ασχοληθεί με την ιστορία της Άνθης. Αν εξαιρέσουμε το ντοκιμαντέρ της Εγώ και οι άλλοι σχετικά με τη ζωή σε ένα ορφανοτροφείο –απ' όπου λείπει η παρουσία της μάνας‒, οι γυναίκες κυριαρχούν στις άλλες δύο δημιουργίες της, το Pray και το Η Χέλγκα είναι στο Λουντ. Η τελευταία είχε να κάνει με μια γυναίκα που αντιμετωπίζει ανεξήγητες κρίσεις πανικού. Εκεί συνεργάστηκε πρώτη φορά με την Έλενα Τοπαλίδου. Τρεις απολύτως ανθρωποκεντρικές ταινίες, με γυναικείες θεματικές.
Αναρωτιέμαι πόσο εύκολο είναι για μια γυναίκα να ασχολείται με τη σκηνοθεσία σήμερα στην Ελλάδα. Μου απαντάει: «Όταν ξεκίνησα να γίνω σκηνοθέτις, να κάνω ταινίες, δεν ήξερα ότι υπήρχε δυσκολία στο να δεχτούν γυναίκες στον χώρο. Νόμιζα ότι αυτά είχαν ξεπεραστεί, ότι είναι πράγματα του παρελθόντος, ότι είμαστε μοντέρνοι άνθρωποι πλέον, ότι έχουμε συνειδητοποιήσει πως οι γυναίκες είναι ισότιμα μέλη της κοινωνίας ‒ έτσι μεγάλωσα. Οι γονείς μου προσπάθησαν να με αποτρέψουν, κυρίως για λόγους βιοπορισμού, όχι γιατί ήμουν κορίτσι. Μου έλεγαν "πού πας να μπλέξεις, είναι περίεργος ο χώρος", αλλά νομίζω αυτό θα το έλεγαν ακόμα και αν ήμουν αγόρι. Παρ' όλα αυτά, αποφάσισα να το προσπαθήσω.
Όταν άρχισα να δουλεύω στη διαφήμιση, κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι μας αντιμετωπίζουν διαφορετικά. Έπρεπε να είμαστε μακιγιέζ, ενδυματολόγοι, στην καλύτερη περίπτωση παραγωγοί ‒ πάρα πολύ δύσκολο να δεχτούν γυναίκες στη σκηνοθεσία. Νόμιζα ότι δεν ήμουν αρκετά καλή και ότι αυτός ήταν ο λόγος που δεν με δεχόταν ο χώρος. Αυτό με οδήγησε σε μεταπτυχιακές σπουδές Ανθρωπολογίας, που συνδέονταν άλλωστε με τον κινηματογράφο.
Τώρα, πλέον, έχοντας κάνει κάποιες ταινίες που πήγαν καλά, συνειδητοποιώ ότι με απέρριπταν λόγω φύλου. Είναι συγκλονιστικό και το συζητάω κατά καιρούς και με άλλες γυναίκες στον χώρο, που μου λένε το ίδιο πράγμα. Και δεν είναι μόνο οι άντρες που σε απορρίπτουν, είναι και οι γυναίκες, παραγωγοί, πελάτες. Η πατριαρχία δεν έχει φύλο. Οι συνειδήσεις είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν ‒ και δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα αυτό. Πρέπει να προσπαθείς ξανά και ξανά, με πολύ κόπο».
Έχοντας διανύσει, λοιπόν, μια ενδιαφέρουσα πορεία στις ταινίες μικρού μήκους, τη ρωτάω πώς βλέπει τη μικρή φόρμα. «Έχουμε διάφορες ιδέες. Κάποιες λειτουργούν καλύτερα σε μικρή φόρμα, κάποιες λειτουργούν καλύτερα στη μεγάλη. Σαφέστατα στην Ελλάδα και γενικότερα στον κόσμο είναι ευκολότερο να προχωρήσουν ιδέες στη μικρή φόρμα. Για να μπεις στη μεγάλη φόρμα πρέπει να περάσεις από χίλια κύματα, να σε εμπιστευτούν οι χρηματοδότες ‒ και στην Ελλάδα ουσιαστικά έχουμε μόνο δύο χρηματοδοτικούς θεσμούς, το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ.
Βέβαια, υπάρχουν ιδέες που στέκουν μόνο σε μεγάλου μήκους ταινία. Αν είχα επιλογή, θα τα έκανα όλα μαζί. Έχω πρόσθετο υλικό για την Bella και είναι μια σκέψη πολύ σοβαρή να την κάνω μεγάλου μήκους. Είναι πολύ ακριβό όμως. Τώρα, αν θα κρατήσει τη δυναμική της, δεν το γνωρίζω, πρέπει να γράψω το σενάριο και να το ολοκληρώσω για να σου πω. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που μου λείπουν, αλλά ξέρω τι έχω, και είναι πολύ δυνατό».
Η Bella είναι ένα έργο με αρκετά στοιχεία ταινίας τεκμηρίωσης, που συγκίνησε όσους την είδαμε και εκτιμήθηκε σε όλα τα επίπεδα. Αλλά καθώς τα γράμματα της Άνθης είναι πραγματικά, ένα εύλογο ερώτημα είναι πώς έφτασαν στα χέρια της, ποιος της τα εμπιστεύτηκε.
Εξηγεί: «Τα γράμματα της Άνθης μου τα εμπιστεύτηκαν οι οικείοι της, για να τη γνωρίσω καλύτερα, όχι με σκοπό να γράψω σενάριο. Πρόκειται για οικογενειακή υπόθεση, δεν μπορώ να πω περισσότερα, γιατί θέλω να προστατεύσω το άτομο. Από τη στιγμή που ξεκίνησα να διαβάζω τα γράμματα, δεν μπορούσα να σταματήσω, φορτίστηκα πάρα πολύ, άρχισαν να μου έρχονται εικόνες. Πήρα άδεια από τα παιδιά της και προχώρησα για να τα κάνω ταινία. Το στόρι είναι αληθινό, αλλά συμπληρώνεται από τις φοβίες της και τις φαντασιώσεις της. Τη δεκαετία του '80 ελάχιστοι πήγαιναν από την Ελλάδα στη Μόσχα για μετεκπαίδευση. Ο Χρήστος, ο άντρας της Άνθης, έμεινε έναν χρόνο.
Ήρθε η Έλενα Τοπαλίδου μια μέρα από το σπίτι για να κάνουμε πρόβα ‒αυτήν είχα στο μυαλό μου‒ και από την πρώτη στιγμή η ηχογραφημένη φωνή ήταν σαν να είχα την ίδια την Άνθη μπροστά μου! Εν τέλει, στην ταινία οι εικόνες ντύνουν το voice over και όχι το voice over τις εικόνες. Έτσι το προσέγγισα».
Πράγματι, υπάρχει πλήρης ταύτιση της Τοπαλίδου με τον ρόλο. Σχολιάζει: «Ναι, γιατί κι εκείνη λατρεύει τον άνθρωπό της, όπως λάτρευε η Άνθη τον δικό της. Η Άνθη έχει πολλά κοινά με την Έλενα. Ήταν κι αυτή αγαπητή στον χώρο της –αρχιτεκτόνισσα–, χωρίς να το διεκδικεί, τρομερά ερωτεύσιμη, πολύ πετυχημένη, χαρισματική, έξυπνη. Η Έλενα δεν το βλέπει, εγώ πρέπει να της το λέω. Και ο Χρήστος είχε κάποια κοινά με τον Νίκο Κουρή, που ευτυχώς δέχτηκε να τον ερμηνεύσει. Ήταν ένας επίσης πολύ όμορφος και γοητευτικός άντρας. Αφήνω αδιευκρίνιστο το αν βρήκε μια άλλη σχέση, είναι οι σκέψεις της Άνθης, οι ανασφάλειές της που ζωντανεύω στην ταινία. Οι φωτογραφίες της Μόσχας, πάντως, είναι οι πραγματικές φωτογραφίες της Άνθης και του Χρήστου. Κάποια στιγμή μου είπε η Έλενα: "Ναι, είναι τα παιδιά της, η δουλειά της, αλλά όλα αυτά συμβαίνουν παρεμπιπτόντως, εκείνο που την απασχολεί είναι ο μεγάλος της έρωτας για τον άντρα της"».
Ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της Bella είναι η ιδιαίτερα πετυχημένη ανάπλαση της εποχής, μια εμμονή στη λεπτομέρεια που δεν βλέπεις συχνά στις ελληνικές παραγωγές, είτε λόγω οικονομικών περιορισμών είτε γιατί λείπουν το μεράκι και η τελειομανία. Αυτό οφείλεται στην καλή δουλειά της ντεκορατρίς Σοφίας Βάσου, στην πείρα του παραγωγού Κώστα Ταγκαλάκη στο ρεπεράζ, που βρήκε locations τα οποία είχαν ξεμείνει στη δεκαετία του '80, αλλά αναμφισβήτητα και στην ευαισθησία της σκηνοθέτιδας για την εποχή. «Αρνούμαι να δω ταινίες ή σειρές στις οποίες η δουλειά που έχει γίνει στην ανάπλαση της εποχής την προδίδει».
Τη ρωτάω τι απέγινε στη σχέση του ζευγαριού. «Η σχέση εκφυλίστηκε πολύ, αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα. Πρώτα έφυγε η Άνθη από καρκίνο και πριν από μερικά χρόνια και ο Χρήστος, επίσης από ασθένεια». Τελικά, από ηθικής πλευράς, έχουμε το δικαίωμα να χρησιμοποιούμε προσωπικά τεκμήρια στην τέχνη; «Αν έχουν αξία και εφόσον δεν βρίσκονται πια στη ζωή οι ιδιοκτήτες τους, γιατί όχι; Νομικά έχω το δικαίωμα, ηθικά επίσης, αφού το έκανα με πάρα πολύ καλή πρόθεση. Τα γράμματά της είναι προέκταση του ποια ήταν η Άνθη, είναι σαν να την έχεις μπροστά σου. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ συγκινητικό και για τα παιδιά της, είναι σαν να έχουν κάτι δικό της. Νιώθουν ότι τιμώ τη μητέρα τους».
Η ταινία «Bella» τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον Χρυσό Διόνυσο στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας και με το βραβείο Σκηνοθεσίας του αντίστοιχου τμήματος στις Νύχτες Πρεμιέρας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.