Διάβαζα τις μέρες τηςαργίας του Πάσχα συγχρόνως και εκπεριτροπής το Μια στεκιά στο μάτι τουΜοντεζούμα (Greekworks), τουσυχωρεμένου του Νίκου Νικολαΐδη και τοΩς εκ θαύματος (Καστανιώτης), τον πρώτοαπό τους τρεις «τόμους»απομνημονευμάτων που απειλεί (α λαΝτίλαν;) να κυκλοφορήσει ο «greatpretender» ΚωνσταντίνοςΤζούμας. Μυθιστόρημα το ένα, memoirsτο άλλο, και γραμμένα με εντελώςδιαφορετικούς όρους και ύφος - κομψήαλλά ψύχραιμη αναπόληση από τον Κ. Τζούμαεν αντιθέσει με τον αλύπητα τσιταρισμένοροκ νουάρ λόγο του Νικολαΐδη με τιςλέξεις κυριολεκτικά να στάζουν και νακολλάνε από τα φλόκια του 16χρονουαφηγητή. Μια φίλη μάλιστα που το ξεκίνησετον ίδιο καιρό, φρίκαρε γρήγορα από τορεσιτάλ μισογυνιστικής σαβουρογαμίαςκαι το εγκατέλειψε αναφωνώντας «Άντεκαι γ..., έλεος!», αντίδραση πουυποπτεύομαι θα διασκέδαζε ή και θασυγκινούσε ακόμα τον αείμνηστο σκηνοθέτη.Τα δύο βιβλία συναντιούνται όμως, τόσοστην κοινή αλλεργία στα κόμματα (ταπολιτικά) και στα κόμματα (της στίξης)όσο και στην αντίληψη μιας εποχής όπουτα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα για όσουςνεολαίους παρουσίαζαν έντονη καιαντανακλαστική δυσανεξία στους αυτόχθονεςθεσμούς (Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια,Κόμμα, Λαϊκό Τραγούδι). Όπως συναντήθηκανοι συγγραφείς τους - ο ένας ως σκηνοθέτης,ο άλλος ως πρωταγωνιστής) στην ταινίατου Νικολαΐδη Τα κουρέλια τραγουδάνεακόμα, ταινία που εμμένει πεισματικάνα υπάρχει στη συλλογική αντιεξουσιαστικήσυνείδηση έστω και ως σλόγκαν μόνο.
Στιγμιότυπααπό το μετεμφυλιακό συρφετό -συχνάκακοφορμισμένο και δυσοίωνο- από τοβιβλίο του Πειραιώτη (αλλά εξ απαλώνονύχων συνειδητοποιημένου κοσμοπολίτη)Τζούμα: «Δίπλα μας γίνεται χαμόςαριστεροί, δεξιοί, φασίστες... το λιμάνιη Τρούμπα ο στόλος οι χριστιανοί οιπαράνομοι οι ξενιτεμένοι η χρυσή νεολαίατα συλλαλητήρια οι οικοδόμοι η αστυνομίαοι φοιτητές...», σε αντιπαράθεση με...τους «ξεσηκωτικούς αέρηδες πουφυσάνε από την Αμερική και την Ευρώπη...το ροκ εντ ρολ το ξένο σινεμά τα πάρτυτους ξενύχτηδες από την Κυψέλη και τηνΠλάκα μποέμ από τις σοφίτες των Εξαρχείωνκαι τις λουσάτες χίπισες απ' το Κολωνάκιμέσω Λονδίνου... Δε θέλουμε να μοιάσουμεστους άλλους... δηλαδή να μας πάρει η ζωήαπό κάτω και μετά να κλαίμε τη μοίραμας... άκου τραγούδι... πήραμε τη ζωήμας λάθος κι αλλάξαμε ζωή... άσε πουποτέ κανείς δεν άλλαξε ζωή. Ευτυχώς δενείμαστε οι μόνοι... είναι κι ο Βαγγέληςπου θυμίζει Τρόυ Ντόναχιου κι έχει πολύπλάκα, ο Τζίμης που τρελαίνεται γιαιταλικές κωμωδίες, ο Τζακ που είναισυγκρατημένος αλλά απαραίτητος για τοβραδύγλωσσο στυλάκι του... Βολτάρουμεαπό Φρεαττύδα μέχρι Τουρκολίμανο γιαραντεβού με κάποια Ντιάνα, Πέννυ, Βάνα,ρουφάμε καφέδες στα πατάρια και βερμούτστα πάρτυ όπου δίνουν και παίρνουν τομάμπο, το τσατσά, η μπόσα νόβα και τασφιχτά μπλουζ, που ανοίγουν πληγές ότανη τύπισσα που γουστάρεις φεύγει τελικάμε τον αμίλητο τύπο που την έτρωγε μετα μάτια του όση ώρα εσύ στροβιλιζόσουνστην πίστα κάνοντας φιγούρες...».
Στον Νικολαΐδηη βελόνα κολλάει ξανά και ξανά σ' έναπαλιό 45άρι, στην «εποχή που είχαμεάφθονο ροκ εντ ρολ ελάχιστο σεξ καικαθόλου ναρκωτικά παρολαυτά νομίζω δεντα πήγαμε και τόσο άσχημα». Εικόνεςαπό θέες του νουάρ (Λίντα Ντάρνελ,Βερόνικα Λέικ, Τζέιν Γκριρ, ΕλίζαμπεθΣκοτ) στοιχειώνουν την αχαλίνωτη φαντασίατου Έλληνα πύρκαυλου αντίστοιχου τουΧόλντεν Κόλφιλντ, που είναι διαρκώςπλαισιωμένος από νέον φαντασιώσειςτζουκ μποξ και ζίπο σ' ένα λούμπεν ημιαστικό γκρανγκινιόλ ρεσιτάλ αρπαχτού και λαθραίουσεξ με τύπισσες με ονόματα όπως Μπέτυ,Μόλλυ και Τζοάννα («έτσι και φαςκωλιά από την Τζοάννα φτάνεις ΠαλαιόΦάληρο μη σου πω και Άλιμο») πουαρνούνται συνήθως να υπηρετήσουν τιςφετιχιστικές προδιαγραφές που θέτει οπιτσιρικάς αφηγητής: «Στενό πουλόβερμυτερό σουτιέν φαρδιά ζώνη λαστέξ μ'ασημένια αγκράφα κι ό,τι ακολουθούσεαπό κάτω σκέτος θάνατος».
Μετά τοξεκαύλωμα ακολουθεί όμως η postcoitum μελαγχολική νηφαλιότητακαι βγαίνει στην επιφάνεια η (πάνταεπίκαιρη) ρομαντική ψυχούλα, σημαδεμένηαπό τους βαλκανομεσογειακούς περιορισμούςτης χώρας:
«Μ'αρέσουν οι έρημες δεντροστοιχίες ηΖυλιέτ Γκρεκό που τραγουδάει "μισώ τιςΚυριακές" τα βρεμμένα παγκάκια τα νεκράφύλλα τα ωραία ρούχα τα ωραία φαγητά οιχνουδάτες πετσέτες τα χάι φιντέλιτυ ηΧάτσον Κόμμοντορ του '50 το Φλοκάκι κιο βιεννουά στο Πέτρογραδ μ' αρέσει οΈρρολ Φλυν στην Επέλαση της ΕλαφράςΤαξιαρχίας και η Μαρί Μπλανσάρ -κανείςδεν την ξέρει αλλά στο φινάλε στα παπάριαμου ζω και χωρίς αυτά- δε ζηλεύω κανένακαι τίποτα τους έχω χεσμένους όλουςτους ρουφιάνους κι αυτό με γεμίζειφούρκα δεν πάει άλλο - πολύ αδιαφορίαέχει πέσει. Η μόνη μου λύση είναι ναυποκρίνομαι ότι μοιράζομαι μαζί τουςτον ίδιο γαμημένο ήλιο εγώ που γουστάρωτη βροχή τη θύελλα το χιονόνερο τα μαύρασύννεφα στο πεζοδρόμιο τον πυρετό ταρίγη το σκοτεινό μου πάρκο και τηνυγρασία».
Καμία νοσταλγία καιεξιδανίκευση της «παλιάς καλής καιαθώας εποχής» και στα δύο βιβλία,απλά η καταγραφή της επιθυμίας διαφυγήςκαι της εφηβικής λαχτάρας για υπέρβασηαπό το ασφυκτικό οικογενειακό καικοινωνικό πλαίσιο. Όπως και πάντα, όπωςκαι σήμερα. The songremains the same.Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Γιαπαράδειγμα: «Στα αθηναϊκά πάρτι πάνταοι όμορφες που βάζουμε στο μάτι είναιαπό τη Νέα Σμύρνη, πάει στοίχημα;».Περί aesthetics κολοκυθόπιταβεβαίως, αλλά μέσα έπεσες και πάλι, κύριεΤζούμα...
σχόλια