Δεν είναι το τέλος του κόσμου, φυσικά, αλλά πάντα αποτελούσε πηγή ενός μικροσυμπλέγματος κατωτερότητας ο τρόπος με τον οποίο έχει υποτιμηθεί τόσο πολύ το βαρύ γλυκό ελληνικό καλοκαίρι στις μεγάλες ξένες κινηματογραφικές παραγωγές.
Ειδικά σε σύγκριση με τα μεγαλεία που έχουν γνωρίσει άλλα επιφανή μεσογειακά θέρετρα που έγιναν -ειδικά στα ανέμελα '60s του πρώιμου ηδονισμού- το ιδανικό φόντο για τα κοντινά πλάνα των πιο λαμπερών πρωταγωνιστών: Η Περιφρόνηση του Γκοντάρ με την Μπριζίτ Μπαρντό να κάνει γυμνή ηλιοθεραπεία στην Κάζα Μαλαπάρτε στο Κάπρι, η Τζιν Σίμπεργκ (που πολλά χρόνια αργότερα και λίγο πριν το τέλος θα βολόδερνε σε μια γκρίζα Αθήνα για τις ανάγκες του μετριότατου θρίλερ του Κλοντ Σαμπρόλ Ο Δρόμος για την Κόρινθο) ως ηρωίδα του Καλημέρα, Θλίψη στη Νότια Γαλλία, να ξεχειλώνει στα όριά της την τυπολογία του κακομαθημένου πλουσιοκόριτσου στη μεταφορά του βιβλίου της Σαγκάν, η Τζούλι Κρίστι (πάλι στο Κάπρι) ως πρωτοποριακό it girl, αλλά και πρωτοποριακή αδελφομάνα στο Ντάρλινγκ, ο Αλέν Ντελόν ως Ρίπλει στην Ίσκια...
Εμείς τι είχαμε; Κάτι φολκλόρ ψίχουλα... Οι σταρ ερχόντουσαν για διακοπές αλλά δεν γύριζαν ταινίες. Και σίγουρα όχι ταινίες που να θέλει να ξαναδεί κανείς. Εν αρχή ήταν το Παιδί και το δελφίνι με τη Σοφία Λόρεν στην Ύδρα (Οι Γαμπροί της Ευτυχίας με τη Βασιλειάδου ανέδειξαν πολύ περισσότερο την κοσμοπολίτικη ιδέα του νησιού). Ακολούθησε ο Ζορμπάς - μια ταινία που δεν μοιάζει να γυρίστηκε στην Ελλάδα (και πολύ περισσότερο στην Κρήτη) αλλά σ' ένα μαυρόασπρο μεσογειακό καθαρτήριο, όπου οι ψυχές περιμένουν μάταια τη μεταγωγή τους στον τεχνικολόρ παράδεισο. Από τότε, ό,τι να 'ναι... Ο Έλληνας Μεγιστάνας, όπου ο επίτιμος πλέον Έλληνας Άντονι Κουίν παριστάνει το σωσία του Αριστοτέλη Ωνάση («Τεό Τομάσης» είναι το όνομά του στην ταινία), και προσπαθεί να αποπλανήσει τη σωσία της Τζάκι Κένεντι («Λιζ Κάσιντι»), την οποία υποδύεται η Ζακλίν Μπισέ. Χαρακτηριστικός μεταξύ τους διάλογος: «Είσαι κτήνος. Πώς τολμάς; Μπάσταρδε!». «Θεέ μου τι γυναίκα! Πάμε να κάνουμε έρωτα τώρα!». Πάντα διαθέσιμος ως μπρουτάλ εξωτικός τύπος προς ενοικίαση, ο Κουίν ήταν ο αγροίκος αντάρτης (αλλά στ' αλήθεια Έλληνας αξιωματικός) στα Κανόνια του Ναβαρόνε σε μια από τις καλύτερες εκδοχές κόμικ για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο («Μάχη», «Κράνος», «Τανκς») στο σινεμά. Θα τον διαδεχόταν ο Τέλι Σαβάλας στην ανεκδιήγητη Απόδραση από την Αθήνα, ενώ τουλάχιστον το Μεντιτεράνεο -Ιταλοί χαβαλέδες στο Καστελόριζο επί Κατοχής, αρκετά χρόνια πριν γυριστεί το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι στην Κεφαλονιά- είχε το άλλοθι της Βάνας Μπάρμπα ως έξοχο δείγμα χυμώδους ελληνικής ομορφιάς. Κατά τ' άλλα, χαζοχαρούμενος φτωχομπινέδικος εξωτισμός βρετανικής αντίληψης περί ιδανικών διακοπών (Σίρλει Βάλενταϊν, Μάμα Μία), μεγάλης διάρκειας διαφημιστικά σποτ για snorkeling (Απέραντο Γαλάζιο) και μόνο το φινάλε του πρώτου Bourne πριν μερικά χρόνια στη Μύκονο με τον Ματ Ντέιμον και τη Φράνκα Ποτέντε να ξανασμίγουν στο -«γυρισμένο» ως ερημική τοποθεσία- Sea Satin έμοιαζε να προβάλει με αισθητικές αξιώσεις το ελληνικό καλοκαίρι ως ιδανικό φόντο για χάπι εντ.
Το πιο πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα -όχι ότι δεν φταίμε κι εμείς οι φραγκοφονιάδες που έχουμε αρνηθεί γυρίσματα καλών ταινιών επειδή δεν πλήρωναν αρκετά ή δεν διαφαινόταν άμεσο τουριστικό αντάλλαγμα- ήταν η ταινία της Νία Βαρντάλος My life in ruins (Έρωτας αλά ελληνικά, τι αμαρτίες πληρώνουμε...). Δεν το είδα, ούτε και κανένας άλλος νομίζω, εκτός από το σόι του Αλέξη Γεωργούλη ίσως, αλλά πάντως δεν μπορώ να φανταστώ ότι μπορεί να είναι πολύ χειρότερο από το τελευταίο χτύπημα του Γούντι Άλεν στην κατεχόμενη Ευρώπη με θύμα τη Βαρκελώνη (Βίκι Κριστίνα Μπαρτσελόνα). Ούτε το τριολέ των διάσημων σταρ δεν μπορούσε να σώσει αυτό το κακόγουστο γαϊτανάκι εξωτισμού και κραυγαλέων στερεοτύπων. Πόσο πιο ωραία και αθώα στην καταγραφή της κρίσης των ζευγαριών όταν βρεθούν αντιμέτωπα με τους πειρασμούς του «εκτός χρόνου» καλοκαιριού -και με πολύ πιο πειστικό ménage a trois- ήταν η ταινία Εραστές του Καλοκαιριού (1982), μια ταινία που αποθέωσε τη Σαντορίνη στα μάτια των Αμερικανών πιο πολύ κι από τις φωτογραφήσεις για τα εσώρουχα του Calvin Klein.
O Πίτερ Γκάλαχερ στο ρόλο του Μάικλ Πάπας (Αμερικανός τελειόφοιτος που επιλέγει μαζί με την κοπέλα του, την οποία υποδύεται η Ντάριλ Χάνα, την Οία για να εξορκίσει τη φαγούρα της πεντάχρονης σχέσης τους) αποτελεί μια από τις πιο κολακευτικές ενσαρκώσεις Ελληνοαμερικανού στο σινεμά, αλλά πέραν αυτού η ταινία στην ανέμελη ελαφρότητά της θίγει και κάποια καυτά ζητήματα για το αχαρτογράφητο ναρκοπέδιο των σχέσεων. Τι γίνεται όταν η δυναμική του ζευγαριού εκτροχιάζεται; Πώς διαχειρίζεται κανείς τη φθορά μια σχέσης πέντε χρόνων; Μα φυσικά συνάπτοντας ερωτικό τρίγωνο με μια βαρεμένη Γαλλίδα αρχαιολόγο και λιώνοντας με διάφορους Έλληνες χαβαλέδες στο «πιο όμορφο νησί του κόσμου».
Αν προσθέσει κανείς κάποια στοιχεία απενοχοποιημένου '70s σοφτ πορνό και ατάκες όπως αυτή τη μνημειώδη που εκστομίζει η μητέρα της Ντάριλ Χάνα, που φτάνει αιφνιδίως στο νησί και διαπιστώνει ότι θα ανέβει με γαϊδούρι στην Οία («μα πότε θα τελειώσουν επιτέλους την Ελλάδα;»), έχουμε την εξίσωση για την ιδανική καλοκαιρινή ταινία στην Ελλάδα, μια από τις ελάχιστες που πιάνουν αυτό το απελευθερωτικό πνεύμα του «μια ζωή την έχουμε και μέχρι το Σεπτέμβρη ποιος ζει, ποιος πεθαίνει». Ήταν μια αποκάλυψη για μας της πολύ πρώιμης εφηβείας. Αυτό είναι το μέρος. Και πράγματι η Σαντορίνη ήταν το μέρος στις πρώτες διακοπές μετά το σχολείο στα τέλη των '80s με τα ανεπανάληπτα ροκ (new rock) κλαμπ όπως το Shockwaves, η Casablanca και η Στροφή. Good times.
σχόλια