Γκύζη - Στουρνάρη, σπίτι - σχολή. Η καθημερινή μου ρουτίνα. Με λεωφορείο, αυτό τον καιρό δεν παίζουν λεφτά για όχημα. Στη διαδρομή σκέφτομαι τα δικά μου, καθώς οι στοές της Ιπποκράτους αναμειγνύονται με τον κόσμο σε μια θολή φευγαλέα εντύπωση. Ξαφνικά, σταματώντας στο φανάρι, μια «υπογραφή», ένα tag σύμφωνα με την ορολογία, προκαλεί την προσοχή μου εντελώς ασυναίσθητα. Ο άμεσος συνειρμός, το συναίσθημα οικείο. Το είχε κάνει καλά. Αλητεία. Μόνο στυλ και flow. Μεγάλο, κάφρικο, για να φαίνεται. Σύγχρονη αστική καλλιγραφία με μία σημαντική συνθετική αρετή και μια ισορροπία των μερών ως προς το σύνολο. Όσο μαλακία και να ακούγεται, αυτός είναι ο πιο σύντομος τρόπος να περιγράψω τη διαφορά ενός καλού tag από μια μουντζούρα. Και για να το πετύχεις αυτό θέλει «κάψιμο». Για να βλέπεις το όνομά σου, πρέπει να βγαίνεις στον δρόμο. Να είσαι στην τσίτα.
Στον γυρισμό δεν τη παλεύω. Θέλω να βάψω. Θέλω να βλέπω το όνομά μου. Γιατί; Θα σου πω εγώ γιατί. «Γιατί ο κάθε ρεπόρτερ που θα κάνει κριτική πρέπει να προσέξει τι θα πει, καλυτέρα να πει θετικά, δεν θέλει το αμάξι του να πάρει φωτιά. Τα κάνω κάτι τέτοια, σοβαρά» (ΤΙΓΡΕ ΣΠΟΡΑΚΙΑ - ΜΟΛΙΣ ΤΟ ΤΕΛΕΙΩΣΩ 1999). Πάω να πάρω μπογιές, χρειάζομαι κάνα δυο ασημένια και όσα μαύρα μπορώ να αντέξω. Από χρώματα τίποτα. Στο γκρίζο με μαύρο. Συνεννοήσεις για το βράδυ. Μαζευόμαστε και αράζουμε γεμίζοντας με tags τετράδια, βιβλία, συσκευασίες, έπιπλα, μέχρι να λυθεί το χέρι. Περιμένουμε να νυχτώσει ώστε να ετοιμαστούμε. Ψάχνω τα συρτάρια για μαρκαδόρους που μπορεί να έχουν ξεμείνει. Τίποτα, αναγκάζομαι να γεμίσω τους άδειους. Να 'μαστε καλά να τους αδειάζουμε. Ήρθε η ώρα. Την κάνουμε. Προτείνω να πάμε Ομόνοια, αλλά ο Caser μου λέει ότι δεν ψήνεται για τραβήγματα. Oι gpo's για όλα μέσα, αλλά άσ' το, πάμε κάπου χαλαρά.
Κι εδώ που τα λέμε, έχουν ζορίσει λίγο τα πράγματα, από την άποψη της ανεγκέφαλης αστυνόμευσης. Έχει γεμίσει ο τόπος αργόσχολους δελτάδες, ζητάδες, λαμδάδες και λοιπούς. Γιατί, αν το πάρεις από την πλευρά του μέσου πολίτη, είναι αλλιώς. Τις προάλλες σκάω με το φιλαράκι Γκάζι. Παρασκευή βράδυ γύρω στις τρεις ,ντυμένοι σαν κυρίες για το ξεκάρφωμα. Ίσως και λίγο μεθυσμένοι, αλλά τέλος πάντων. Bγάζω το σπρέι μέσα στο κόσμο. Πάνω στην πλατεία της πουτάνας. Ένα στιγμιαίο συναίσθημα αμφιβολίας μάς ανησυχεί, αλλά δεν γαμιέται. Μόνο το γνωστό, πορωτικό «φσσς» ακούγεται για μας. Ο κόσμος κάνει σαν να μην τρέχει τίποτα. Ίσως δεν κάνουμε κάτι αξιοπερίεργο. Μ' εμάς θ' ασχοληθούν όταν παίζει τόσο όμορφος κόσμος τριγύρω; Στα Εξάρχεια παιδότοπος, 420 και τα μυαλά στα κάγκελα. Στο ιστορικό κέντρο οι μπάτσοι διακοσμητικοί, αν φανούν. Βέβαια, βασικό ρόλο στην όλη κατάσταση, πέρα από τη γενικότερη εγκατάλειψη που βιώνει η Αθήνα, παίζει και το γεγονός της εξοικείωσης του κόσμου με το μέσο, λόγω street art και των συναφών. Με το tagging, όμως, καμία σχέση. Όσοι ξέρουν θα πούνε ότι τα tags και τα throw-ups χρειάζονται μεγαλύτερη δεξιοτεχνία. Το street art πάει σύννεφο, αλλά καλά tags κάνουν λίγοι. To μόνο καλό που έχει η ιστορία αυτή είναι η συνειδητοποίηση πως το μόνο που σώνει ένα οποιοδήποτε ντουβάρι από τα tags είναι το γκράφιτι.
Πριν από 10 χρόνια η φάση ήταν πολύ πιο σκληρή. Μανιασμένοι ιδιοκτήτες παντός είδους μας καταδίωκαν από παντού ωρυόμενοι, λες και ξεχνούσαν τον μαζικό βομβαρδισμό του αστικού τοπίου με κακόγουστες και επίβουλες διαφημίσεις. Άντε τώρα να καταλάβουν τι θέλει να πει ο ποιητής, ειδικά όταν ο «ποιητής» είναι 15 χρόνων και το «ποίημα» ακατάληπτες μουντζούρες. Γι' αυτούς, όμως. Για όλους όσοι δεν ξεπέρασαν το σύνδρομο του «Νεοέλληνα του μήνα», ως τελευταίο καταφύγιο μέσα στην αφάνεια της πόλης. Για όσους δεν αντιλαμβάνονται την πραγματική διάσταση του φαινομένου και βρίσκονται πνιγμένοι μέσα στην καθημερινότητά τους. Ένας αστικός χώρος χωρίς tags είναι απειλητικός. Συνήθως, όπου δεν υπάρχουν tags και συνθήματα συναντάς κάμερες και καταστολή. Για εμάς, όμως, που περνάμε καλά μέσα απ' αυτό και δεν περιμένουμε την αποδοχή από ανθρώπους που επαναπαύονται, αλλά παίρνουμε την πρωτοβουλία της δράσης, έστω και για έναν μάταιο σκοπό, το tagging είναι απλά μια ανάγκη, σαν την ανάγκη του σκύλου να μαρκάρει την περιοχή του. Και έχει άπειρη πλάκα. Βγαίνω έξω και κάθε φορά που βλέπω ΟFK (tag μιας ομάδας) στον ίδιο τόπο σε έναν άλλο χρόνο αισθάνομαι λίγο δυνατότερος.
Πέφτω πάνω σε tags LifΟ από το '02, πολύ πριν κάποιος έξυπνος επιχειρηματίας σκεφτεί την εμπορική αξιοποίηση ενός χωρίς δικαιώματα ονόματος που υπάρχει παντού. Ακόμα και για όσους δεν το είχαν προσέξει ,το μάρκετινγκ της εφημερίδας εκμεταλλεύτηκε την υποσυνείδητη εξοικείωσή τους με το όνομα, θυμίζοντας κάτι γνώριμο, οικείο και αθηναϊκό . Γιατί το όνομα δεν υπογράφει πλέον κάποιο έργο ώστε να συνδεθεί μαζί του, αλλά γίνεται το ίδιο έργο σε σχέση με τον χώρο που γράφεται. Τα tags και το γκράφιτι γενικότερα αποτελούν μια εκτόνωση που εκφράζεται σε συλλογικό επίπεδο και όσο αυτή η ένταση εκτονώνεται, η πόλη νομοτελειακά θα δέχεται τα σημάδια της. Δράση - αντίδραση. Όσο κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει τις επιφάνειες της πόλης ως δημόσιο βήμα, ακόμα και αν αυτό που θέλει να δηλώσει είναι η παρουσία του, απλά θα το κάνει. Αυθόρμητα και αυθαίρετα.
σχόλια