ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΠΡΟΣΚΛΗΘΗΚΑ σε ένα ελληνογερμανικό δημοτικό σχολείο στο Βερολίνο και είχα μια μακρά και ανοιχτή συζήτηση με τους μαθητές της έκτης τάξης σχετικά με τα κοινωνικά στερεότυπα, τον ρατσισμό, το τι σημαίνει να είσαι διαφορετικός, την αποδοχή των ξένων και τις πολλαπλές ταυτότητες στη ζωή ενός μετανάστη. Η συζήτηση βασίστηκε στη μελέτη και ανάλυση που είχαν κάνει προηγουμένως οι μαθητές στο βιβλίο μου «Όλες οι γάτες είναι όμορφες». Παρά τις εκπλήξεις που έφερε αυτή η συνάντηση, αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η περίπτωση ενός κοριτσιού που γεννήθηκε στην Τουρκία από Αλβανή μητέρα και Κούρδο πατέρα, το οποίο είχε ζήσει στην Αθήνα και στα Τίρανα, μιλούσε τέσσερις γλώσσες και είχε πολλές ταυτότητες. Και πάνω απ' όλα αισθανόταν πολύ περήφανη για όλες αυτές τις ταυτότητες.
Τα παιδιά εκείνης της τάξης δεν σταμάτησαν να κάνουν ερωτήσεις, και είχαν πολλά να μοιραστούν όταν άρχισα να ρωτάω για την καθημερινή τους ζωή σε ένα «ξένο» μέρος όπως το Βερολίνο. Οι μαθήτριες και οι μαθητές μού έκαναν την ίδια ερώτηση, μερικές φορές άμεσα και άλλες έμμεσα, για το αν νιώθω περήφανος για την αλβανική καταγωγή μου· αν οι εμπειρίες ζωής που είχα στην Ελλάδα ή τη Γερμανία, και που περιγράφω στο βιβλίο, είχαν κάποια επίδραση στις απόψεις μου σήμερα. Πριν απαντήσω, ρώτησα τα παιδιά τι θεωρούν περηφάνια. Μετά από πολλές αναλύσεις, συμφωνήσαμε ότι αρχικά κανείς δεν πρέπει να ντρέπεται για τον τόπο γέννησής του ή για τον τόπο που έχει ζήσει. Μετά από αυτό, τους διηγήθηκα μια ιστορία που συνέβη λίγους μήνες πριν από τη συνάντησή μας.
Όταν είπα στη γιαγιά μου, με φιλοσοφικό τόνο στη φωνή μου, ότι παλαιότερα πληρώναμε τους τεχνίτες, τους τεχνικούς, τους εργάτες (και) με ένα καλό γεύμα και ότι τώρα κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο, διότι η εργασία τους περιλαμβάνεται στην τιμή, εκείνη με εξέπληξε λέγοντάς μου «μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει φύγει από το σπίτι μου χωρίς να φάει»!
Η γιαγιά μου στην Αλβανία ζει μόνη στο χωριό, όπου τώρα έχουν μείνει μόνο ηλικιωμένοι· δεν υπάρχουν πλέον παιδιά ή νέοι στη γειτονιά. Ένας ξάδερφός μου κανόνισε και έστειλε δύο τεχνικούς για να της εγκαταστήσουν ένα κλιματιστικό στο σπίτι. Εκείνη την ημέρα ήταν άρρωστη, είχε προβλήματα με την πίεση και πονούσαν τα γόνατά της. Παρ' όλα αυτά σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε στο κοτέτσι, έπιασε και έσφαξε μια κότα, την ξεπουπούλιασε, την καθάρισε και τη μαγείρεψε με τηγανητές πατάτες και πιπεριές, όπως κάνουν τόσα και τόσα χρόνια στο χωριό. Η γιαγιά έστρωσε ένα τραπέζι έξω, καθώς ο ήλιος έλαμπε, και ενώ τα έκανε όλα αυτά, παραλίγο να λιποθυμήσει τρεις φορές λόγω της υψηλής πίεσης του αίματος, ενώ οι δύο τεχνικοί την παρακαλούσαν να καθίσει και να μην κάνει τίποτα γιατί πραγματικά δεν ήταν απαραίτητο.
Όταν είπα στη γιαγιά μου, με φιλοσοφικό τόνο στη φωνή μου, ότι παλαιότερα πληρώναμε τους τεχνίτες, τους τεχνικούς, τους εργάτες (και) με ένα καλό γεύμα και ότι τώρα κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο, διότι η εργασία τους περιλαμβάνεται στην τιμή, εκείνη με εξέπληξε λέγοντάς μου «μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει φύγει από το σπίτι μου χωρίς να φάει»!
Αυτή η φράση όχι μόνο με σόκαρε αλλά και με έκανε να αναλογιστώ το παρελθόν και το μέλλον· με έκανε να αισθανθώ περήφανος αλλά και κάπως ντροπιασμένος. Πολλά πράγματα έχουν εκσυγχρονιστεί, έχει ίντερνετ στο σπίτι, δορυφορική τηλεόραση και πλέον κλιματιστικό, αλλά όχι ο τρόπος που η γιαγιά μου συνεχίζει να αντιμετωπίζει όλους τους ανθρώπους που μπαίνουν στο σπίτι της, τι σημαίνει γι' αυτήν περηφάνια, και πόσο πολύτιμη είναι για αυτήν η φιλοξενία όλων των περαστικών από το σπίτι της, ανεξάρτητα από τον λόγο της επίσκεψης, τις συνθήκες ή την κατάσταση της υγείας της.
Έτσι, αυτή η αληθινή ιστορία, η οποία συνέβη όχι πολύ καιρό πριν στη σύγχρονη και (υπερ)τουριστική Αλβανία, φάνηκε αρκετή για να απαντήσει στις επίμονες ερωτήσεις των παιδιών για την περηφάνια μου που είμαι από την Αλβανία. Συμφώνησαν με τη δήλωσή μου ότι, πάνω απ' όλα, αισθάνομαι περήφανος που μεγάλωσα δίπλα σε τέτοιους ανθρώπους, με αυτές τις αξίες, και ότι αυτή η φράση της γιαγιάς μου είναι η πιο σημαντική κληρονομιά μου.
Έτσι κι εγώ απευθύνομαι στους τεχνικούς του κλιματιστικού: «Γεια στα χέρια σας και καλή σας όρεξη!»