«ΟΧΙ, ΠΕΣ ΜΟΥ, ΕΣΥ, τι δουλειά έχει ένας βόας συσφιγκτήρας να τριγυρίζει σε ένα πάρκο παραμονές Χριστουγέννων! Μέσα στο κρύο, με άδειο στομάχι, μόνος! Αχ, να είχα μια αγκαλιά, μια μόνο ζεστή αγκαλιά! Να τυλιγόμουν γύρω από ένα άλλο σώμα, να ένιωθα τη θερμότητά του, να το άκουγα –ακόμη και μέσα στη σιωπή του– να μου λέει “σφίξε με, σφίξε με πιο δυνατά”, και εγώ να υπακούω. Και μετά; Μετά να ακούω το μελωδικό κροτάλισμα των οστών που υποδέχονται το πάθος μου! Και πιο πολύ απ’ όλους εκείνη θα ήθελα να αγκαλιάσω. Εκείνη που, ύστερα από τόσο καιρό μαζί, με παράτησε εδώ. Μια σταλιά ήμουν όταν με πήρε στο σπίτι της. Σαν όνειρο θυμάμαι πώς με γλίτωσε από εκείνο το υπόγειο, το γεμάτο κλουβιά με κάθε είδους ερπετά. Ούτε ξέρω πόσοι ήταν σαν κι εμένα. Ο άνθρωπος που μας τάιζε εκεί δεν ήθελε αγκαλιές, μόνο χρήματα ήθελε. Καθόμασταν όλοι μας ήσυχα, κουλουριασμένοι στις γυάλινες φυλακές μας, και το μόνο πράγμα που είχαμε να περιμένουμε ήταν να εμφανιστεί να μας φέρει τροφή. Μέχρι που ήρθε εκείνη στο υπόγειο, έριξε μια ματιά σε όλους και διάλεξε εμένα. Τον μικρούλη εμένα!
»Κρυμμένο με πήρε από εκεί, με το μικρό μου γυάλινο κλουβί μέσα σε μια μεγάλη χαρτόκουτα. Ιδέα δεν είχα τι με περίμενε, αλλά, όταν φτάσαμε στο σπίτι της, με έβγαλε έξω και με πήρε αγκαλιά. Πρώτη φορά ένιωσα να με αγαπούν. Η άκρη της ουρίτσας μου τυλιγόταν και ξετυλιγόταν από ευτυχία όταν με άφηνε στους γυμνούς της ώμους ή όταν την άκουγα να ξεκαρδίζεται, ενώ εγώ τρύπωνα στον κόρφο της και τη γαργαλούσα. Κανένα παράπονο δεν είχα από αυτήν! Το καλύτερο φαγητό μου έφερνε, και όσο χρόνο περνούσα μέσα στο μεγάλο γυάλινο κλουβί που είχε αγοράσει για μένα, άλλο τόσο περνούσα έξω από αυτό. Όταν γνωριστήκαμε καλύτερα με έβγαζε και με άφηνε να τριγυρίζω ελεύθερος στο δωμάτιό της, να εξερευνώ κάτω από το κρεβάτι ή να χώνομαι στα σεντόνια της και να απολαμβάνω τη θερμότητα που υπήρχε ακόμη εκεί από το σώμα της, παρότι η ίδια είχε αναχωρήσει για τη σχολή της. Αυτές ήταν χαρούμενες ημέρες! Όσο κράτησαν.
«Και να με τώρα στους δρόμους χρονιάρες μέρες. Να κρύβομαι. Και έχει ένα βρομόκρυο απίστευτο εδώ έξω. Μια χαρά ήμουν στο ζεστό μου κλουβί στο δωμάτιό της. Άντε να βρω τώρα εδώ στην ερημιά φαγητό… Μιλάμε για τα χειρότερα Χριστούγεννα της ζωής μου».
»Τώρα τελευταία το καταλάβαινα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν με έβγαζε πια τόσο συχνά έξω, και εγώ μόνος δεν μπορούσα να βγω επειδή έβαζε την ασφάλεια. Μου έφερνε βέβαια φαγητό, τακτικά όσο και πριν, αλλά φαινόταν προβληματισμένη. Μερικές φορές έσκυβε δίπλα στο τζάμι μου, με κοιτούσε για ώρα και έβλεπα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι της έφταιγε. Εγώ, πάντως, αισθανόμουν μια χαρά, πιο ακμαίος από ποτέ. Το σώμα μου γυάλιζε στο φως της λάμπας και οι μύες μου δυνάμωναν όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα. Ήμουν σε εξαιρετική φόρμα. Το κλουβί, βέβαια, είχε αρχίσει να με στενεύει αρκετά και έπρεπε να διπλώνομαι αρκετές φορές, πράγμα κάπως άβολο.
»Και τώρα εδώ, στο πάρκο, μόνος. Μπορεί να έφταιξα κι εγώ, δεν λέω. Εκείνο το βράδυ δεν ξέρω τι είχα πάθει. Όταν με έβγαλε έξω και με άφησε να σκαρφαλώσω στους ώμους της, όταν μύρισα το άρωμά της και τον ιδρώτα που έβγαινε από τους πόρους του δέρματός της, κάτι συνέβη μέσα μου. Μου ήρθαν αναμνήσεις και μυρωδιές από μέρη τα οποία ποτέ δεν είχα επισκεφτεί. Από πυκνή βλάστηση και πλατύφυλλα δέντρα, από νοτισμένο χώμα, από μια μεγάλη νύχτα κάτω από αμέτρητα αστέρια! Μετά μύρισα φόβο και η μυρωδιά μού άρεσε. Μου άρεσε πολύ. Ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα τυλιγμένος γύρω από τον λεπτό της λαιμό και έσφιγγα, αλλά την κατάλληλη στιγμή συνήλθα και χαλάρωσα το σώμα μου. Εκείνη με πέταξε από πάνω της στο πάτωμα και κόλλησε στον τοίχο, προσπαθώντας να ανακτήσει την αναπνοή της, χωρίς να με αφήνει από τα μάτια της. Γλίστρησα μόνος πίσω στο κλουβί μου. Έτρεξε, το έκλεισε και το ασφάλισε, πριν βγει από το δωμάτιο κλαίγοντας.
»Τις επόμενες μέρες απέφευγε να με κοιτάξει. Ούτε μου επέτρεπε να βγω να ξεμουδιάσω. Καθόμουν μέσα και περίμενα να μου φέρει φαγητό. Αυτή ήταν η μόνη επαφή που είχαμε. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του σώματος, προσπάθησα να της εξηγήσω ότι δεν κινδύνευε από εμένα, αλλά δεν έδειξε να θέλει να ακούσει τίποτα. Και τρεις μέρες μετά, ένα απόγευμα, σκέπασε το κλουβί μου με μια κουβέρτα και το σήκωσε ολόκληρο στον αέρα. Πρέπει να δυσκολεύτηκε αρκετά να το σηκώσει η κακομοίρα. Βλέπεις, δεν ήμουν πια το μικρό γλυκούλι φιδάκι που είχε φέρει στο σπίτι μια φορά και έναν καιρό. Με φόρτωσε στο αυτοκίνητο, αφήνοντας το κλουβί μου στο κάθισμα του συνοδηγού, απ’ ό,τι κατάλαβα. Στον δρόμο την άκουγα να μου μιλάει μέσα από αναφιλητά. Μου ζητούσε ξανά και ξανά συγγνώμη. Ότι ασφυκτιούσε πια στη σχέση μας. Ότι πλέον με φοβόταν κι ότι ένιωθε πως η αγάπη μου την έπνιγε. Δεν ξέρω. Μπορεί να είχε δίκιο. Θα ήθελα να της εξηγήσω ότι ήταν μια άτυχη στιγμή. Ότι δεν ήμουν ο εαυτός μου όταν έγινε ό,τι έγινε και ότι θα φρόντιζα να μην ξανασυμβεί. Πώς να της εξηγήσω όμως, και τι…
»Κάποια στιγμή το αυτοκίνητο σταμάτησε, έβγαλε έξω το κλουβί μου, ενώ ύστερα από λίγο τράβηξε την κουβέρτα που με κάλυπτε. Ήμασταν εδώ πιο πέρα, σε ένα πάρκο στο κέντρο της πόλης. Σήκωσε το καπάκι για να μπορώ να βγω, μουρμούρισε έναν αποχαιρετισμό και έφυγε τρέχοντας. Ούτε μια τελευταία αγκαλιά, έπειτα από όσα περάσαμε μαζί…
»Και να με τώρα στους δρόμους χρονιάρες μέρες. Να κρύβομαι. Και έχει ένα βρομόκρυο απίστευτο εδώ έξω. Μια χαρά ήμουν στο ζεστό μου κλουβί στο δωμάτιό της. Άντε να βρω τώρα εδώ στην ερημιά φαγητό… Μιλάμε για τα χειρότερα Χριστούγεννα της ζωής μου».
Μόνο του μιλούσε το ξελιγωμένο από την πείνα μεγαλόσωμο ερπετό, κινούμενο μετά βίας, με μικρή ταχύτητα, στο χώμα, καθώς προσπαθούσε να τρυπώσει ολόκληρο μέσα σε έναν θάμνο ώστε να μη δίνει στόχο. Ξαφνικά σταμάτησε. Του φάνηκε ότι άκουσε κουδουνάκια από ψηλά. «Ο Άγιος Βασίλης με το έλκηθρό του!» αναφώνησε χαμογελώντας πλατιά. Για μια στιγμή μισόκλεισε τα κουρασμένα του μάτια και φαντάστηκε το έλκηθρο να προσγειώνεται δίπλα του και έναν καλοθρεμμένο άνδρα να το πλησιάζει, κάνοντας τη γη να τρέμει στο βάδισμά του. Πόσο θα ήθελε να τυλιχτεί γύρω του και να τον σφίξει, να τον σφίξει κι άλλο μέχρι να πάψει να προσπαθεί να ξεφύγει! «Τι θα γινόταν, όμως, τότε με όλα αυτά τα παιδάκια που περιμένουν με τόση αγωνία το δώρο τους;» ρώτησε μισοκοιμισμένος τον ίδιο του τον εαυτό. «Ναι, βέβαια, θα λάμβαναν όλα τους ως δώρο ένα καλό μάθημα ζωής: ότι η ζωή είναι άδικη και ότι μερικές φορές, όσο καλό παιδί και αν έχεις υπάρξει για έναν ολόκληρο χρόνο, μπορεί να περιμένεις μάταια την ανταμοιβή σου. Και όσο πιο καλά είχαν φερθεί τα παιδιά, τόσο καλύτερο θα ήταν το μάθημα γι' αυτά, και τόσο μεγαλύτερο καλό θα τους έκανε. Ναι, η ζωή είναι άδικη, και όσο νωρίτερα το καταλάβει κανείς, τόσο το καλύτερο». Ύστερα, ο βόας συσφιγκτήρας άρχισε να βυθίζεται σε έναν ύπνο βαθύ, χαμογελώντας με τις ίδιες του τις σκέψεις, καθώς εισερχόταν σε κατάσταση χειμερίας νάρκης. Τα τελευταία σημάδια στο χώμα από το σύρσιμό του σχημάτιζαν κάτι που, αν το κοιτούσε κανείς από συγκεκριμένη γωνία, έμοιαζε με δυο λέξεις κακογραμμένες, αλλά, από τη στιγμή που θα εντοπίζονταν, αρκετά ξεκάθαρες: «Χρόνια πολλά».
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ γεννήθηκε στην Καβάλα το 1979. Έχει γράψει ένα Κομπλεξικό και τρεις συλλογές διηγημάτων, από τις οποίες η πιο πρόσφατη έχει τον τίτλο «Τέλος Πάντων» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. Το 2020 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για τη συλλογή φωτογραφηγημάτων του με τίτλο «Παραχαράκτης».