Είναι 24 Φεβρουαρίου του 1981. Ένα παιδί και άλλο ένα, το αδερφάκι του, παίζουν με τα παιχνίδια τους. Μερικά αυτοκινητάκια made in Japan χαράζουν το πάτωμα του έκτου ορόφου. Και ύστερα σείεται η γη (τα 6,6 ρίχτερ των Αλκυονίδων). Το διαμέρισμα του έκτου ορόφου κουνιέται περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα στην παλιά γωνιακή πολυκατοικία. Θα βγάλουμε τη βραδιά σε μια καρότσα ενός ντάτσουν κάτω από τους κοκοφοίνικες στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου που έχει σχεδιάσει ο Ερνέστος Τσίλερ. Στη διπλανή πλατεία, Κουμουνδούρου τότε, στις αρχές των '80s, δεν υπήρχαν πακιστανικά εστιατόρια και call centers. Μόνο κούνιες, το σοσιαλιστικής αισθητικής κτίριο του ΙΚΑ απέναντι και ο Σαλονικιός, που διανυκτέρευε σερβίροντας πατσά και τσιγεροσαρμά μέχρι το πρωί. Εκείνη την περίοδο μέναμε για λίγο καιρό Θερμοπυλών και Αγησιλάου, πάνω από ένα μαγαζί με έπιπλα και είδη σπιτιού. Από τη βεράντα του έκτου μπορούσες να ρίξεις κλεφτές ματιές στο απέναντι κτίριο, όπου γινόταν η κλήρωση του Λαϊκού Λαχείου. Με τον αδερφό μου είχαμε ένα αγαπημένο παιχνίδι. Βάζαμε την τηλεόραση όταν είχε ζωντανή μετάδοση της κλήρωσης και κοιτούσαμε μια από το μπαλκόνι και μια τον δέκτη και νομίζαμε ότι βλέπαμε κάτι κοσμογονικό να εκτυλίσσεται μπροστά μας. Απόψε το βράδυ, 27 χρόνια περίπου μετά, οι κοκοφοίνικες είναι ακόμα εδώ, εκείνο το φως στο διαμέρισμα της γιαγιάς μου είναι ακόμα ζωντανό (οι συγγενείς μου ακούν ακόμα τα τραγούδια της Αλίκης Καγιαλόγλου τρώγοντας μουστοκούλουρα) και είμαι κολλημένος στην κίνηση στην Ερμού. Μια παρέα τρώει παγωτά από το Mattonella, μια εταιρεία οδικής βοήθειας σηκώνει ένα παλιό μουσταρδί Thunderbird, το παλιατζίδικο Flea market of Athens (αυτό το μέρος που παίζει Zορζ Mουστακί και πουλάει αντίκες) μαζεύει τα τελευταία του κομοδίνα από το πεζοδρόμιο, περνάμε από το νεοκλασικό μετά το Pella Inn, εκεί όπου κάποτε στον δεύτερο όροφο ενός οίκου ανοχής η «πεταλούδα» Φωτεινή εκπλήρωνε τα υγρά όνειρα των κατοίκων της περιοχής. Και μετά η Θερμοπυλών. Έξω από το Carousel είναι παρκαρισμένη μια BMW, δίπλα έχει ανοίξει πρόσφατα το μεζεδοπωλείο «Τα κουταλάκια» και απέναντι βρίσκεται το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, η ταμπέλα του οποίου είναι γεμάτη με άπειρα tags, λες και είμαστε κάπου στο Γουίλιαμσμπεργκ. Στην είσοδο του Carousel κόκκινοι μουσαμάδες οδηγούν σε μια αυλή με ένα τεράστιο μοναστηριακό τραπέζι-σκακιέρα ανάμεσα σε λαϊκές πολυκατοικίες που κατοικούνται από ανθρώπους που το πιθανότερο είναι ότι κοιμούνται με την τηλεόραση ανοιχτή στο τηλεμάρκετινγκ, την ιδία στιγμή που οι τύποι με το ρίμελ ιδρώνουν στον χορό με ένα κομμάτι των X-Ray Spex. Η Σύλβια φοράει ένα γκρι σακάκι και μια μαύρη φούστα και μοιάζει με το απόλυτο blast from the past. Είναι DJ ειδικευμένη στα κομμάτια της δεκαετίας του '80. Δύο μέρες μετά έχει κανονίσει να παίξει σε ένα πάρτι στο Κ44. Έχει συνεννοηθεί με κάποιους φίλους της να τη γιαουρτώσουν όταν θα βάλει το τραγούδι «Ρίχτου» από το σάουντρακ της ταινίας Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη. Όπως ακριβώς γίνεται και στην ταινία. Η Σύλβια γεννήθηκε στην Κατάνια της Σικελίας, όπου έζησε μέχρι τα δέκα της πριν μετακομίσει στη Μιχαήλ Βόδα, στην Αθήνα. Εκεί, στην Ιταλία, μεγάλωσε ακούγοντας τους ντίσκο θρύλους της εποχής όπως τον Mike Mareen, τη Linda Jo Rizzo και τον Grand Miller. Στην Ελλάδα έμαθε τους Villa 21 και έκανε ευαγγέλιο το «Last Chance». Και από τότε κόλλησε με το new wave. Στους τοίχους της είχε αφίσες των Duran Duran, της Diana Est και του Garbo. Σε κάτι πολυπαιγμένες VHS κασέτες το Liquid Sky, το Flashdance, το The legend of Billie Jean, τη Στροφή και τα Κορίτσια στο βούρκο. Τώρα μένει στο Λαύριο σε ένα σπίτι γεμάτο βινύλια και λαμέ ρούχα. Όταν έχει καλό καιρό πηγαίνει στο Αρχαίο Θέατρο του Θορικού, κλείνει τα μάτια και φαντάζεται ότι ξαναγεννιέται κάπου στο 1982. Κάποτε βρέθηκε τυχαία να παίζει μουσική σε ένα πάρτι του ΛΑΟΣ, φορώντας λευκά γάντια με μαύρες κάλτσες και το μαλλί μοϊκάνα ανάμεσα σε 70χρονους οπαδούς του κόμματος, που της ζητούσαν επίμονα να παίξει δημοτικά, ενώ αυτή έβαζε το «Με παπί δανεικό» του Λιναρδάκη. «Είμαι το φρικιό του Λαυρίου. Ακόμα και όταν κάνει πολύ κρύο, φοράω το περφέκτο μου και πάω και κάθομαι μόνη μου στο λιμάνι ακούγοντας new wave μέχρι να μπλαβιάσουν τα χέρια μου».
σχόλια