ΠΑΝΤΑ, ΜΕΤΑ τον θάνατο κάποιου σημαντικού Έλληνα τραγουδιστή, οι εφημερίδες και τα λυπημένα τηλεοπτικά κανάλια χρησιμοποιούν τον εξής υπότιτλο: «Το ελληνικό τραγούδι έμεινε φτωχότερο». Άσχετα που πολλές φορές οι καλλιτέχνες που μας εγκαταλείπουν έχουν να αγγίξουν μικρόφωνο 25 χρόνια. Δεν λέω ότι είναι υποκριτές, αλλά ανταποκρίνονται με μια μανιέρα που έχει χάσει το νόημά της. Την ίδια μανιέρα που έχει, εξάλλου, και τα τελευταία χρόνια το «φτωχό» ελληνικό τραγούδι.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ μας κλόνισε λίγο παραπάνω. Όχι για το έρμο το ελληνικό τραγούδι, αλλά γιατί δεν είχαμε ιδέα ότι ήταν άρρωστος ο τραγουδιστής. Δεν είχε φροντίσει να κάνει την ασθένειά του reality και να στείλει ένα δελτίο Τύπου στα εγχώρια tabloids. Και όμως, ο Παπάζογλου δεν αποτελεί μια μεγάλη απώλεια. Όχι γιατί δεν ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης και μεγάλη φωνή, αλλά γιατί έκανε ό,τι έκανε και μετά αποτραβήχτηκε ήσυχα στο κτήμα του στον Βορρά. Δεν είναι τυχαία ότι την τελευταία δεκαετία έβγαλε μόνο ένα άλμπουμ. Η ευφυΐα του είναι πως ήξερε να αρμέγει την εποχή. Και την εποχή που μεσουράνησε το έκανε σωστά. Γι' αυτό θα παραμείνει γνήσιος, ακόμα και γι' αυτούς που γκρινιάζουν ότι τα τραγούδια του έχουν περάσει από κάθε «ντόπερμαν» το στόμα.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΟΠΩΣ η «Βαριά Βαλίτσα», το «Απόψε Σιωπηλοί», το «Λεμόνι στην πορτοκαλιά», οι «Μάγκες δεν υπάρχουν πια», το «Για το χαμόγελό σου τραγουδώ», ο «Μοναχός ο άνθρωπος», το «Τρελή και αδέσποτη», ο «Αύγουστος», το «Πηγάδι» και άλλα πολλά έστρωσαν το χαλί για να έρθει όλη αυτή γενιά που μεσουράνησε τα τελευταία είκοσι χρόνια: Μάλαμας, Θανάσης Παπακωνσταντίνου και άλλοι πολλοί. Στην ουσία, η «Εκδίκηση της γυφτιάς» και το «Χαράτσι» λειτούργησαν ως η μεταβατική φάση από τα βαριά λαϊκά στα έντεχνα λαϊκά. Έντεχνα όχι με την έννοια του Μελωδία και του Δίεση, αλλά με την έννοια ότι το ρεμπέτικο, το λαϊκό και το παραδοσιακό ρεπερτόριο πέρασε από τα απαίδευτα εμπνευσμένα χέρια της παλιάς φρουράς στους σπουδαγμένους μουσικούς που ήξεραν να διαβάζουν παρτιτούρες.
ΤΟ ΘΡΥΛΙΚΟ ΣΤΟΥΝΤΙΟ «Αγροτικό» στη Θεσσαλονίκη είναι μια από τις πρώτες DIY προσπάθειες. Τα indie παιδιά της εποχής, όπως οι Τρύπες, πέρασαν από εκεί στα πρώτα τους βήματα. Ο Παπάζογλου ο ίδιος «έψησε» την «Εκδίκηση» στις ζωντανές εμφανίσεις, γιατί κανείς (από τους ελάχιστους τότε) ραδιοσταθμούς δεν έπαιζε τα τραγούδια του. Λειτούργησε χωρίς μεσάζοντες, όπως όλα αυτά τα παιδιά που παλεύουν σήμερα, κάνοντας live σε καταγώγια χωρίς καλό ήχο και αισθητική. Και έτσι πέτυχε, πότε όμως δεν μας εκβίασε με την επιτυχία του ανεβαίνοντας κάθε τρεις και λίγο στο πάλκο των trendy μουσικών σκηνών.
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ, ένα ζεστό απόγευμα του Αυγούστου, στην ακριτική Νίσυρο μια παρέα από φρέσκους ντεμέκ ravers και mainstream αγόρια και κορίτσια περίμεναν στο μυθικό καφενείο «Ο Αντρίκος Βάρδα Στεναχώρια» τον ιδιοκτήτη να τους φέρει μπίρες και φραπέδες (και περνούσε η ώρα περιμένοντας). Είχε ακουστεί η φήμη πως ο Παπάζογλου ήταν στο νησί που συνήθιζε να περνάει τα καλοκαίρια του. Τα παιδιά συζητούσαν με ένταση (ήταν και η αναμονή) για το πόσο γραφικό ήταν ένας τύπος να φοράει μια ζωή τα ίδια ρούχα: τζιν παντελόνι, πουκάμισο και κόκκινη μπαντάνα. Οι μπίρες ήρθαν, η συζήτηση συνεχίστηκε για την πλήξη του ελληνικού τραγουδιού κ.λπ., κ.λπ… Το βράδυ έπεσε, ο κύριος με το ίδιο και απαράλλαχτο ντύσιμο εμφανίστηκε στο καφενείο, είπε ένα δύο τραγούδια, τα πιτσιρίκια έσκασαν μια για πάντα κι εκτίμησαν σιωπηλά τους ανθρώπους που ξέρουν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους.
σχόλια