Με τη συμπλήρωση 40 χρόνων από τον θάνατο του Νίκου Καββαδία, οι Εκδόσεις Άγρα τιμούν τη μνήμη του ποιητή με την φωτολιθογραφική ανατύπωση της πολυτελούς καλλιτεχνικής έκδοσης της συλλογής Πούσι του 1947 από τις
Εκδόσεις Α. Καραβία, με τις ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο που φιλοτέχνησαν λόγω της «αγάπης τους για το έργο του
ποιητή» οι ζωγράφοι-χαράκτες Γ. Βακαλό, Γ. Βελισσάρης, Δ. Γιαννουκάκης, Ι. Μόραλης, Γ. Μόσχος, Α. Τάσος, Α. Κορογιαννάκης.
Το καθένα από τα δεκατέσσερα ποιήματα της συλλογής φιλοτεχνήθηκε από έναν από τους καλλιτέχνες σε τετρασέλιδο με ξυλογραφίες, κοσμήματα και πρωτογράμματα με ειδικά επιλεγμένα χρώματα.
Τι είναι η ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο
Υπάρχουν δύο είδη ξυλογραφίας, ανάλογα με τον τρόπο κοπής της ξύλινης πλάκας από το δένδρο και τη φορά των νερών της: η ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο και η ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο.
Το πλάγιο ξύλο εμφανίστηκε πολύ παλιά. Κομμένο στην κατεύθυνση του κορμιού του δένδρου, με οριζόντια τα νερά του για το χαράκτη, είναι μαλακό και δουλεύεται σχετικά εύκολα. Προέρχεται από δένδρα κερασιάς, καρυδιάς, αχλαδιάς, μηλιάς, λεμονιάς που έχουν ομοιογενή μάζα και δεν σκάνε.
Το όρθιο ξύλο επιβάλλεται αργότερα, από το 1771, όταν ένας Άγγλος χαράκτης, ο Τόμας Μπέγουικ, αντί να χρησιμοποιήσει πλάγιο ξύλο για την ξύλινη πλάκα, πειραματίζεται και χρησιμοποιεί εγκάρσια κομμένες από τον κορμό του δένδρου φέτες, οι οποίες είχαν τετραγωνιστεί και ενωθεί με κόλλα. Το ξύλο που δημιουργήθηκε με όρθια τα νερά του, προερχόμενο από δέντρα σκληρά – τσιμισίρι και κελεμπέκι – δουλευόταν δύσκολα στη χάραξη.
Οι επιφάνειες του αλείφονταν με λευκή πάστα ανθρακικού μολύβδου, πάνω στην οποία ο χαράκτης σχεδίαζε με μολύβι το έργο πριν το χαράξει με το καλέμι. Άντεχε το ξύλο αυτό σε πολλά τυπώματα – κάπου 900.000 είχε τραβήξει ο ίδιος ο Μπέγουικ για μιαν εφημερίδα του Νιούκαστλ – ενώ εξασφάλιζε την πιστότατη απόδοση λεπτομερειών του σχεδίου (δύο σοβαρά πλεονεκτήματα για την εκτύπωση εικόνων).
Η έκδοση
Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου είναι εμφανή ακόμα και στην έκδοση της Άγρας, που είναι ανατύπωση. Το βιβλίο καταφέρνει να αναδημιουργήσει την παραμυθητική ατμόσφαιρα του θαλασσινού ποιητή, την αίσθηση του νόστου, της λαγνείας, της περιπέτειας και της μοναξιάς -συνδυασμένα με όλα τα εξωτικά σύμβολα της ναυτικής ζωής, σαν κεντημένα στο μπράτσο ενός ναύτη. Μια πλήρης μυθολογία σε μόλις 64 σελίδες.
«Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα»
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης μιλάει για τον Νίκο Καββαδία
Γνώρισα τον Κολλια Καββαδία την άνοιξη το ’46. Ερχόταν τότε στη Θεσσαλονίκη κάθε βδομάδα ή κάθε δεκαπέντε μέρες, δε θυμάμαι καλά. Του είχα στείλει ένα βιβλίο μου. Ζήτησε να με γνωρίσει. Κανείς δεν καταδεχόταν να γνωρίσει έναν νέο. Ο Καββαδίας το ’κανε. Κι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της νοοτροπίας του ανθρώπου που δεν έχει καμιά πόζα, καμιά έπαρση για το έργο του. Είχε καταργηθεί η απόσταση μεταξύ μας. Για την ηλικία αυτή, δεκαπέντε χρόνια ήταν μεγάλη απόσταση. Ήταν σαν να είμαστε φίλοι. Κι αυτό νομίζω το διατήρησε σ’ όλα τα χρόνια του, κάνοντας παρέα, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αρκετά μεγάλος, παρέα με πολύ νέους ανθρώπους. Ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευαίσθητος, ευπαθής, χαριτωμένος. Σπάνια μιλούσε για το έργο του, προτιμούσε να σε ρωτάει εσένα τι γράφεις, τι κάνεις. Προτιμούσε να μιλάει, να διηγείται ανέκδοτα, ιστορίες του, ίσως εκεί με κάποια υπερβολή, με μια χαριτωμένη υπερβολή. Ένα βράδυ, σε μια παρέα, τέσσερις πέντε ανθρώποι, αφού ήπιαμε, μιλήσαμε, τραγουδήσαμε, είπαμε ανέκδοτα, έπιασα εγώ την κιθάρα και είπα: «Τώρα σας έχω μια έκπληξη» και άρχισα να τραγουδάω στίχους του Καββαδία, σε γνωστά μοτίβα της εποχής, ιδίως σε ρεμπέτικα. Θυμάμαι, συγκεκριμένα, ότι είχα μεταφέρει το «έβραζε το κύμα του γαρμπή, είμαστε και οι δυο σκυφτοί στο χάρτη» στο ρυθμό του «Τι σε μέλλει εσένα κι αν θρηνώ, το κορμί μου εγώ κι αν το πουλώ». Εγώ το χαιρόμουν αυτό. Κι η παρέα το χάρηκε πολύ. Ο Καββαδίας μάλλον δυσφόρησε. Το φυσικό του τραύλισμα έγινε περισσότερο. Σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει, να εκφραστεί.
—Μήπως ήταν απ’ τη συγκίνηση;
Όχι, όχι. Ψέλλισε μερικές λέξεις για εγωισμό και, για πρώτη φορά, έκανε υπαινιγμό για την ηλικία μου. Είπε ότι οι νέοι... κατά κάποιο τρόπο, με έψεξε έμμεσα για ασέβεια. Τον είχε στενοχωρήσει τόσο πολύ αυτό το πράγμα, ώστε όλη η βραδιά, τουλάχιστον για μένα πέρασε άσκημα. Ο ίδιος το ξεπέρασε και έδειξε ότι δεν τον πείραξε πολύ.
—Το κατάλαβε ότι σας είχε πειράξει;
-Είμαι βέβαιος, γιατί την άλλη φορά που συναντηθήκαμε, μου είπε, έτσι φυσιολογικά, μισοσοβαρά, μισοαστεία –είχε πάντα ένα πικραμένο ύφος ο Κόλιας: «Δεν θα πούμε κι άλλα τραγούδια σήμερα;». Πολλές φορές, μια ιστορία με ένα βασικό πυρήνα αλήθειας αυτός την έκανε παραμύθι.
—Για παράδειγμα;
Ήταν μυθοπλάστης. Διάφορες ιστορίες του από τη θάλασσα, σχέσεις του με γυναίκες, πιθανόν και διάφορα φανταστικά βίτσια του ακόμα. Ήθελε να τον αγαπάνε. Ήθελε γύρω του να υπάρχει μια τρυφερότητα. Ναι, αυτή είναι η λέξη. Ήθελε μια τρυφερότητα.
_________
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε ραδιοφωνική συνέντευξη μετά τον θάνατο του Καββαδία, στην Έμυ Κροκίδη. Από το βιβλίο του Μήτσου Κασόλα, Νίκος Καββαδίας. Γυναίκα-θάλασσα-ζωή. Αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 72009 (2004), σ. 116-117.
σχόλια