Οδός Ζήνωνος, τέλη της δεκαετίας του ‘40 στη μεταπολεμική Αθήνα. Ένα παιδί με κοντά παντελονάκια παίζει μπάλα στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια (πόσο μακρινό μοιάζει πια αυτό...), χωρίς να γνωρίζει ότι την ίδια στιγμή μερικές χιλιάδες μίλια πιο πέρα, στην Αμερική, έμπαιναν τα πρώτα θεμέλια αυτού που ονομαζόταν ροκ εν ρολ και μερικά χρόνια μετά θα καθόριζε τη ζωή του για πάντα. Σύντομα θα μετακομίσει στην Άνω Κυψέλη και θα βολοδέρνει στη Φωκίωνος Νέγρη, ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους καλλιτέχνες που σημάδεψαν τη χρυσή κοσμο- πολίτικη εποχή της περιοχής: τα κυριακάτικα πρωινά λάιβ των Juniors, της πρώτης ελληνικής μπάντας που τόλμησε να παίξει μπλουζ, κι ύστερα, μερικά χρόνια αργότερα, ο αμερικανικός σταθμός της Βάσης που βούτηξε μια ολόκληρη γενιά στο καζάνι της ροκ και την αναβάπτισε σε μια Ελλάδα που άκουγε δημοτικά και Olympians.
Ο Γιάννης Πετρίδης κάθεται στο μπαρ της James Joyce μπροστά από μια τηλεόραση που παίζει μια εκπομπή για την Premier League και πίνει αργά μπίρα, ενώ μου διηγείται την ιστορία του, την ιστορία ενός ανθρώπου που κατάφερε να στιγματίσει την ελληνική μουσική, χωρίς ποτέ να το κάνει θέμα. Στους τοίχους της παμπ κάδρα με τη μορφή του Τζέιμς Τζόυς, μια τεράστια βιβλιοθήκη με την πολύτομη εγκυκλοπαίδεια «Μπριτάνικα», ένα βιβλίο με τα απομνημονεύματα του Χάρι Τρούμαν και διάφορα μυθιστορήματα Ιρλανδών συγγραφέων του 20ού αιώνα. Στα πιάτα σπιτικά χειροποίητα λουκάνικα και μια κρεατόπιτα με μοσχάρι και μπίρα Γκίνες που μου θυμίζει τον κουρέα της οδού Φλιτ. Ο Γιάννης, η ζωντανή μουσική ιστορία της χώρας, η ζωντανή εγκυκλοπαίδεια, μου αραδιάζει στοιχεία και στατιστικά από καταλόγους επιτυχιών, ανέκδοτες ιστορίες σπουδαίων καλλιτεχνών («το 1965, όταν ο Donovan είχε ξεμείνει στην Πάρο άφραγκος, πούλησε τα βινύλια που είχε μαζί του σ’ έναν ταβερνιάρη ονόματι Κώστα για ν’ αγοράσει τα ακτοπλοϊκά και να επιστρέψει στην Αθήνα. Και σκέψου, τότε ήταν στο Νο 1 της Αμερικής με το “Sunshine Superman”») και μιλάει για τα ταξίδια του στην Αμερική, που από το 1978 και μετά κάλυψε κάθε παραμικρή πολιτεία της χώρας.
« Έβαζα τον χάρτη κάτω κι έλεγα τώρα θα πάω εκεί για να βρω τις αναφορές που έχει το τάδε κομμάτι που μου άρεσε ή η δείνα ταινία. Κάπως έτσι, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, έψαχνα το Rushmore Mountain, για να δω από κοντά το μέρος όπου είχε γυριστεί το Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων του Χίτσκοκ και κάπως έτσι, τυχαία, βρέθηκα κάποια στιγμή στο Devil’s Tower του Ουαϊόμινγκ, όπου ο Σπίλμπεργκ γύρισε τις Στενές επαφές τρίτου τύπου με τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους. Πάντως, όλη την Αμερική την ξέρω απ’ τα δισκάδικά της. Όταν έφτανα ακόμα και στην πιο μικρή πόλη, έπαιρνα τον Χρυσό Οδηγό, έσκιζα τις σελίδες με τα παλαιοπωλεία και τα δισκάδικα και ξεκινούσα τη σάγκα μου προς αναζήτηση μερικών κιλών βινυλίου». Πίσω στην Αθήνα, στα πρώτα άγουρα χρόνια, μεγαλώνοντας σε μια φτωχή οικογένεια με πατέρα κουρέα κι ελάχιστο χαρτζιλίκι στην τσέπη, κατέβαινε στο Μοναστηράκι και αγόραζε 45άρια από δεύτερο χέρι για μια δραχμή («το πρώτο μου ήταν το “Nature Boy” του Bobby Darin, το οποίο, όμως, είχα αγοράσει καινούργιο. Αργότερα, μαζί με τον Πολυχρονίου και τον Κώστα τον Ζουγρή ανακαλύψαμε ότι τις Παρασκευές, στις Μικρές Αγγελίες, Αμερικανοί που είχαν πάρει μετάθεση πούλαγαν τις δισκοθήκες τους σ’ εξευτελιστικές τιμές. Φτιάξαμε ολόκληρες συλλογές από αυτή την ιστορία τότε».
Τριάντα έξι συναπτά χρόνια, την ίδια ακριβώς ώρα, πάνω από 750.000 λεπτά ζωντανά στον αέρα, Νο 1, Billboard, νεκρολογίες, διάσημοι καλεσμένοι (Bryan Ferry, Joe Cocker, Peter Hammill κ.ά.), χιλιάδες μηνύματα, τσουβάλια γράμματα, τέσσερις γενιές κολλημένες στα λόγια του Πετρίδη, ποια νέα μπάντα θα παίξει σήμερα, ποιο άγνωστο διαμάντι του παρελθόντος θα ξεθάψει από τη δισκοθήκη του (η οποία έχει τη φήμη της μεγαλύτερης στον κόσμο). «Ακούω από το πιο ευτελές σκουπίδι μέχρι έναν τύπο που παίζει φολκ μουσική σε μια καλύβα σ’ ένα δάσος στο Κονέκτικατ. Θέλω να έχω το αισθητήριο του κόσμου. Κάθε σκουπίδι που γίνεται επιτυχία δείχνει και τη γενικότερη τάση της κάθε εποχής». Κι ύστερα κλείνει τα μάτια και προσπαθεί να θυμηθεί τις συναυλίες επί ελληνικού εδάφους που τον σημάδεψαν. Ο Peter Gabriel στον Λυκαβηττό το 1987, οι Talking Heads τον Σεπτέμβριο του 1982 στη Λεωφόρο, όταν ο κοσμος άρχισε να πετάει πράγματα στο support που ήταν οι Tom Tom Club (στους οποίους έπαιζε μπάσο η γυναίκα του David Byrne), οι πέτρες που έφαγαν οι Culture Club στο Rock in Athens το ‘85 στο Καλλιμάρμαρο και «φυσικά η πρώτη συναυλία ξένης μπάντας που είδα στη ζωή μου, οι Rolling Stones, το ‘67, τέσσερις ημέρες πριν από το πραξικόπημα». Ο Γιάννης μού μιλάει και ρίχνει κλεφτές ματιές στην οθόνη, που τώρα παίζει έναν αγώνα του Παναθηναϊκού με την ΑΕΚ για τα πλέι-οφ της Super League.
Μια παρέα Ιρλανδών από πίσω μας τσουγκρίζει τα ποτήρια με την Γκίνες. Βγαίνουμε έξω και περπατάμε στην Ηφαίστου. Ένα τσούρμο με κιθάρες και μουσικά όργανα στην πλάτη περπατάει προς το μέρος μας. Είναι οι Mani Deum. Σταματάμε να τους χαιρετήσουμε. Ο κιθαρίστας κοιτάζει αποσβολωμένος τον Έλληνα John Peel. «Δεν το πιστεύω ότι είσαι εσύ», του λέει και με δυσκολία ψελλίζει μερικά λόγια ακόμα. Μπαίνουμε στο μετρό. Ύστερα από λίγο ένας 50άρης κύριος σηκώνεται από τη θέση του, πλησιάζει τον Γιάννη και του λέει «σ’ ευχαριστώ για ό,τι μου έχεις μάθει όλα αυτά τα χρόνια».
σχόλια