Η Θέμις βάφει το σπίτι της. Έχει μαζέψει τα πράγματά της, τα βιβλία της και τα CD της σε κούτες από ηλεκτρικές συσκευές και κρουασάν και βάφει, ενώ πίνει ένα αγιουβερδικό τσάι με αγαύη αντί για ζάχαρη σε μια κούπα που γράφει «I Love NY». H Θέμις είναι ακόμα σαν κοριτσάκι. Έχει μια αφοπλιστική αθωότητα την ίδια στιγμή που σου μιλάει για ακραίες καταστάσεις, για τη ζωή της, που είναι ένα τρελό ρόλερ-κόστερ γεμάτο έρωτες, ταξίδια, ταινίες, θέατρα, σειρές, βόλτες on the wild side και ροκ εν ρολ. Έχει μείνει πέντε χρόνια στο Lower East Side της Νέας Υόρκης δίπλα στο CBGB, έχει ταξιδέψει με πούλμαν μέχρι το Άμστερνταμ για να δει τον Ντέιβιντ Μπόουι, έχει περπατήσει ξυπόλυτη (γιατί έχασε το παπούτσι της) σε όλη την Αθήνα ύστερα από τη συναυλία των Roxy Μusic στο Σπόρτινγκ το 1982, έχει κάνει φωνητικά σε γυναικείο πανκ συγκρότημα στη Σουηδία, έχει ακολουθήσει το ένστικτό της στις τέσσερις γραμμές των οριζόντων, ενώ συγχρόνως κατάφερε να εξελιχθεί σε μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς στην Ελλάδα.
«Πάντα με είλκυαν το περιθώριο και το ροκ εν ρολ. Πάρα πολύ, σε όλη μου τη ζωή. Ακόμα και τώρα πρώτα θα κολλήσω στο παράξενο και το εκκεντρικό και ύστερα θα δω όλα τα υπόλοιπα. Επίσης, όπου έβλεπα χρήμα, εγώ πήγαινα στην αντίθετη πλευρά. Μικρή άκουγα Doors κι έλεγα ότι μπορώ να πετάξω. Επίσης, άκουγα Ντέιβιντ Μπόουι, Πάτι Σμιθ και Rolling Stones. Όχι Beatles, ποτέ.
Τους σιχαίνομαι. Δηλαδή, αν ήθελα να γίνω κάτι άλλο στη ζωή μου, θα ήθελα να γίνω ροκ σταρ. Αλλά, φαντάζομαι, δεν είμαι η μόνη. Επίσης, είμαι γκρούπι, δηλαδή πηγαίνω σε λάιβ, κάθομαι πρώτη σειρά μπροστά-μπροστά και νιώθω ότι η καρδιά μου θα σταματήσει από το πολύ μπουφ-μπουφ των ηχείων».
Η Θέμις γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά ήταν από μικρή νομάς. Γυρνούσε τα χωριά της Βόρειας Ελλάδας μαζί με τους γονείς της που ήταν δάσκαλοι κι έπαιρναν συχνά μεταθέσεις. «Μιλάμε για σκηνές ροκ. Μέναμε σε σπίτια χωρίς εσωτερική τουαλέτα, μαγειρεύαμε στο τσικάλι και τέτοια. Σχολεία μονοθέσια, όπου οι μαθητές έδεναν απέξω την κατσίκα για να μπουν για μάθημα. Αφού, όταν γύρισα στην πόλη, έπαθα σοκ. Πάω στο Γυμνάσιο και όλες είχαν ξυρισμένες γάμπες και κάπνιζαν στην τουαλέτα. Εγώ το μόνο που ήξερα ήταν να παίζω κρυφτό και να σκαρφαλώνω στα δέντρα. Αλλά είχα μια μεγάλη δίψα για σινεμά. Κατανάλωνα τα πάντα. Από τουρκικά, ινδικά, κλασικές αμερικανικές ταινίες, ελληνικές, Γκουσγκούνη, τα πάντα».
Ηθοποιός θα γίνει από σπόντα (όπως οι περισσότεροι). Ένας φίλος της την παρότρυνε να πάει να δώσει εξετάσεις στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος. Αυτή ούτε που το είχε σκεφτεί εκείνη την περίοδο έμενε στο Λονδίνο και προσπαθούσε να πάρει μια κανονική θέση στο Saint Martins για να σπουδάσει ενδυματολογία, αλλά ο ξαφνικός θάνατος του αδερφού της σε αυτοκινητιστικό την έφερε πίσω και τη βούτηξε σε βαθιά κατάθλιψη. «Εγώ μικρή ήμουν ένα αγρίμι. Δεν ήμουν πολύ ήσυχο παιδί, ήμουν ένα θηρίο. Ίσως αυτό είδε κι εκείνος ο φίλος και θεώρησε ότι κάνω για το θέατρο. Τελικά, έδωσα εξετάσεις και από τα ογδόντα παιδιά πήραν τα οχτώ. Πέρασα πρώτη, με σχόλια από τους καθηγητές ότι είμαι η νέα Λαμπέτη.
Εγώ δεν καταλάβαινα τι μου λέγανε. Και όταν ξεκινάω μαθήματα στη σχολή, γίνεται ένα τρομερό κλικ μέσα μου και ξαφνικά, Φώτη, ένιωσα ότι είναι ο χώρος που χωράω ολόκληρη, που δεν περισσεύει τίποτα, γιατί όπου κι αν πήγαινα, όπου ψαχνόμουν, κάτι μου έλειπε.
Περίσσευε ένα πόδι, ένα αυτί, ένας ώμος. Ήταν ή πολύ στενά ή πολύ φαρδιά. Ξαφνικά, έγινε ένα κλικ και αυτό ήταν».
Όταν τελείωσε τη σχολή, κι ενώ είχε μια εξασφαλισμένη θέση στο Κρατικό, πήρε μια βαλίτσα και κατέβηκε στην Αθήνα. Στην αρχή τη φιλοξένησε η Όλια Λαζαρίδου σε ένα μικρό σπίτι στη Διδότου και μετά μετακόμισε απέναντι, «σε μια πολυκατοικία τρομερά spooky, όπου έμεναν μόνο γέροι και κάθε φορά που ανέβαινα τις σκάλες με κοιτούσαν πίσω από τις μισόκλειστες πόρτες με γερακίσια μάτια. Ένιωθα σαν το μωρό της Ρόζμαρι». Σύντομα θα γνωρίσει τον Κωνσταντίνο Τζούμα με τον οποίο θα γίνει κολλητή, περνώντας την πύλη της μποέμικης ζωής. Ο Κωνσταντίνος ως δανδής, η Θέμις ως πανκ. «Ο Κωνσταντίνος μου κανόνισε να πάω τότε σε ένα κάστινγκ που έκανε ο Φώτης ο Μεσθεναίος για το “Μινόρε της Αυγής”. Πάω ντυμένη πανκ κανονικά. Χωρίς καμιά διάθεση να φανώ ωραία. Είχαν κλείσει όλοι οι ρόλοι, αλλά όταν με είδε ο Μεσθεναίος μου είπε: “Τι μάτια είναι αυτά, κορίτσι μου; Με έχεις συγκινήσει, θα γράψω έναν ρόλο για σένα”. Και γράφει τη Σίλβια, μια μποέμ Ελληνίδα ζωγράφο του ’30 που έρχεται από το Παρίσι, είναι οπιομανής και μπλέκει με τα ρεμπέτικα και με αυτή την παρέα».
Η επιτυχία του «Μινόρε της Αυγής» θα τη φέρει στο καστ του Ρεμπέτικου, που ετοιμαζόταν τότε να γυρίσει ο Κώστας Φέρρης, αρχικά για έναν μικρό ρόλο και στη συνέχεια, όταν η Κατερίνα Γώγου διαφώνησε με την παραγωγή και αποχώρησε, για τον μεγάλο ρόλο της Ανδριάνας. «Μου το είπαν τρεις ημέρες πριν ότι θα πάρω αυτόν το ρόλο. Έβγαλα έρπη ζωστήρα, γέμισε όλη η πλάτη μου και τα χέρια μου πληγές από το άγχος. Σκέψου ότι στην ταινία φοράω βραχιόλια μέχρι τον αγκώνα για να καλύψω τις πληγές που δεν μπορούσαν να καλυφθούν με make-up».
Με την ερμηνεία της θα πάρει το Βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1983 και θα φύγει για τρεις μήνες στην Ινδία, στο Νεπάλ και το Μπαγκλαντές. Γύρισε πίσω αφυδατωμένη και καμένη από τον ήλιο. Ο τηλεφωνητής του σπιτιού της ήταν γεμάτος με δεκάδες μηνύματα από φίλους και γνωστούς που έλεγαν ότι την ψάχνει ο Παντελής Βούλγαρης για τη νέα του ταινία, τα Πέτρινα Χρόνια. Στο πρώτο κάστινγκ ο Βούλγαρης θα την απορρίψει. Της είπε ότι δεν μπορεί να παίξει και τους δύο ρόλους, της 45άρας και της 19χρονης - η ταλαιπωρημένη από το ταξίδι Θέμις δεν του ενέπνεε την αθώα φάτσα που είχε φανταστεί για τον ρόλο. « Ύστερα από τρεις μήνες με ξαναφώναξε. Εγώ είχα πάρει και πέντε κιλά και ήμουν πια κανονικός άνθρωπος. Πήγαμε, λοιπόν, στο σπίτι του στην Πεντέλη. Με ντύσανε, με βάψανε και με βάλανε να κάνω μια σκηνή. Όταν έβαλαν την κασέτα από το γύρισμα στο βίντεο, η γυναίκα του Βούλγαρη άρχισε να κλαίει. Ο Βούλγαρης μου είπε “συγχαρητήρια, πήρατε τον ρόλο” κι εγώ έτρεξα στην τουαλέτα κι έκανα εμετό».
Τα υπόλοιπα είναι απλώς ιστορία. Η Μπαζάκα παίρνει το Α’ Βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και όλοι μιλούν για το νέο τεράστιο ταλέντο. Μόνο που αντί να εξαργυρώσει την καλλιτεχνική της επιτυχία, θα προτιμήσει να φύγει για τη Νέα Υόρκη, ακολουθώντας τον Γιαπωνεζο-αμερικάνο μουσικό Genji Ito που είχε γνωρίσει σε μια παράσταση του πειραματικού θεάτρου La MaΜa στους Δελφούς. Θα τον παντρευτεί και θα κάνουν κι ένα παιδί.
Στη Νέα Υόρκη δουλεύει στο La MaMa, παρακολουθεί κάποια μαθήματα στο Actors Studio με τον Ηλία Καζάν, πλένει πιάτα, τρέχει σε συναυλίες, εκθέσεις και underground θεατρικές παραστάσεις, δουλεύει σε μπαρ και καφετέριες και αποκτάει συμπυκνωμένη γνώση που την ακολουθεί ακόμα και τώρα. Έμενε στο East Side, μια περίεργη περιοχή τότε, ανάμεσα σε πρεζάκια, ορδές από Hells Angels που έκαναν το διαμέρισμά της να τρέμει όταν μάρσαραν απέξω με τις τεράστιες Harley τους και τους απόκληρους που περιφέρονταν σαν ζόμπι στα πεζοδρόμια της Bowery Street.
Θα γυρίσει μόνιμα πίσω το ’91 (εν τω μεταξύ, πηγαινοερχόταν κι έκανε αρκετές ταινίες) για να μπει στον μύλο της αρχής της ιδιωτική τηλεόρασης και να παίξει σε σίριαλ. Συνολικά μέχρι σήμερα έχει κάνει 23 σίριαλ και 33 ταινίες -νούμερο απίστευτο-, χωρίς να έχει ενδώσει σε αμφιβόλου ποιότητας προτάσεις. Και θέατρο. Τα τελευταία πέντε χρόνια παίζει ασταμάτητα στο Εθνικό.
«Αλλά, ρε συ, ξέρεις ποιο είναι το όνειρό μου; Να κάνω μια action ταινία, μια αστυνομική, ας πούμε. Εμένα το ίνδαλμά μου είναι ο Κλιντ Ίστγουντ και πάντα ταυτιζόμουν με αντρικούς ρόλους. Να λέει, ας πούμε, ο ένας “Come on, motherfucker, make my day” και ν’ απαντάει ο άλλος από μέσα “Who says so?”».
σχόλια