1.
Τζαζ και κονιάκ. Ξέρει να ελίσσεται στα σοκάκια και τους λαβυρίνθους των μεγαλουπόλεων ο Μάκης Μαλαφέκας (Αθήνα, 1977). Ξέρει στης ποίησης τους λειμώνες να περιπλανιέται. Ξέρει να κρατάει το πολύτιμο, το ακριβό. Ξέρει να ξεσκαρτάρει. Διαβάζω από το βιβλίο του Η απόλυτη μειοψηφία (εκδ. Μελάνι): «Κρατάς το ποτήρι του κονιάκ / Σαν μικρόφωνο / Και μου τραγουδάς / Με φωνή / Σαράντα βαθμών αλκοόλ / Ένα τραγούδι αλύπητο / Που πνίγεται / Μες στο χαμόγελό σου». Τον βλέπω μετά να πιάνει τον βραχίονα με χάρη και να ακουμπάει απαλά τη βελόνα στον δίσκο. Παίζει τζαζ, παίζει Μονκ. Και με έναν παλιό στυλογράφο, γράφει: «Ο Τελόνιους Μονκ ξέρει να φοράει ένα καπέλο με περισσότερο στυλ από τον Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ. Ο Τελόνιους Μονκ με κάνει να πιστεύω ότι ο Φρέντερικ Σοπέν ήταν Μαύρος. Ο Τελόνιους Μονκ μου υπενθυμίζει ότι όλοι οι Πρόεδροι των ΗΠΑ είναι αναγκαστικά Λευκοί». Στο τέλος, με περίσκεψη και γνώση βαθιά των κειμένων και των καταστάσεων, αποφαίνεται: «Χωρίς το στυλό μου είμαι γυμνός./ Και με το στυλό μου θεόγυμνος./ Μόνο αυτές οι δύο καταστάσεις / Φαίνεται να υπάρχουν».
2.
Το θέρος των κραυγών. Λόγος σκληρός, μέταλλο στιλπνό, αιχμές, οξύτητα και οξύνοια. Απόπειρες αναίρεσης του αναίτιου, εξιχνίασης του μυστηρίου, κατανόησης του ακατανόητου, του παράλογου. Ανησυχία, δικαιολογημένη χίλια τα εκατό, που πάλλεται και ζητεί έξοδο και διέξοδο. Κινηματογραφικό μοντάζ, λίαν ευπρόσδεκτο στην ποίηση (μετρ στο μοντάζ υπήρξε ο μακαρίτης ποιητής Γιάννης Κοντός). Καταμεσής στην Αθήνα, η Άγρια Δύση. Ναι, «Φαρ Ουέστ», έτσι τιτλοφορείται το ποίημα: «Τι απαντάς στο εκκωφαντικό κενό./ Η άρνηση σαν αντίλαλος γυρίζει./ Κι εσύ με μάτια νεκρά και ανοιχτό / στόμα / φωνήεντα ψάχνεις να γκρεμίσεις / στο φαράγγι./ Δεν σου απέμεινε παρά να μιμηθείς / το κρώξιμο των όρνιων». Δυναμικό ντεμπούτο της Μαρίας Θ. Αρχιμανδρίτη (Πάτρα, 1981) με την (εξαιρετικά ώριμη) συλλογή Η μοναξιά της καμπύλης (εκδ. Κέδρος). Με εντυπωσιάζει η αποφυγή μιας πεποιημένης ποιητικότητας και η σίγουρη σύνθεση των ποιημάτων με φτωχά υλικά. Μια arte povera, ναι, αλλά μια πλούσια arte povera. Ακούστε: «Σχεδόν με σπασμούς έφτυνε τα κρακ,/ χρόνια τα είχε μέσα της με προσοχή συλλέξει./ Μεταλλικός ο ήχος στο πάτωμα./ Γδέρνουν τα σωθικά / οι τσακισμένες προσδοκίες./ Πόση στωικότητα να κρύβει μια παρ' ολίγον τέλεια τελεία / εθισμένη σε ορθές γωνίες./ Υποκλίσεις./ Υποταγή και ανοιχτά σκέλια./ Τικ τακ. Τικ τακ./ Και τέταρτο./ Κρακ. Κρακ./ Απατούν οι ρωγμές την ευπρέπεια / με οξεία μνήμη». Θέλει η ποίηση να σμιλεύεις τον χρόνο, να εμμένεις στην παρατηρητικότητα, να αγγίζεις το ακαριαίο του αποφθέγματος, να φτιάχνεις εικόνες με τις λέξεις, να πλάθεις ξανά τοπία και να τα γεμίζεις με ήχους. Και, κυρίως, να πηγαινοέρχεσαι με άνεση στα χρόνια, στις δεκαετίες, στους αιώνες. Αυτό κάνει η Μαρία Αρχιμανδρίτη. Διαβάζω το ποίημα «Θέρος των Κραυγών»: «Σώμα από το σώμα μου,/ πήλινα ειδώλια / σκόρπια στου χρόνου το χωράφι.// Δίχως σπαρτά η φετινή / σοδειά./ Σαπίζει βδελυρή η σάρκα./ Λιπαίνει το χώμα που μέσα του / το μέλλον ριζώνει.// Αίμα από το αίμα μου,/ οι σταγόνες βροχής / αιωρούνται / πάνω από τους σταυρούς./ Σκυμμένα τα κεφάλια / κάτω από τη χαρακιά στο μέτωπο του ουρανού / στο άκουσμα της ψιχάλας εκείνης / που τα όρνια θα κοιμίσει.// Και η κοιλάδα των λερών / σε θύελλα ονείρων / θα εξαγνιστεί./ Μέχρι οι λυγμοί το χώμα / να ποτίσουν».
3.
Damien Hirst, Καβάφης και Mick Jagger. Κι άλλες περιπλανήσεις, από την ποίηση στη ζωγραφική και από κει στη ροκ αναστάτωση. Σύνθεση από τη μία, και από την άλλη κατακρημνίσεις, αποδιαρθρώσεις, θραύσεις, και συγκολλήσεις. Ο Γιάννης Αντιόχου (Αθήνα, 1969) γνωρίζει τι θα πει μεγάλη φόρμα, μπορεί να κινεί μάζες νοημάτων και εικόνων με εμπλουτισμένη με διαίσθηση επιδεξιότητα. Και στις Εκπνοές (εκδ. Ίκαρος), έξι χρόνια μετά τις Εισπνοές (επίσης εκδ. Ίκαρος), ο Αντιόχου παίζει με τον ζόφο, τον ξεγελάει όσο μπορεί, τον εμπαίζει με θάρρος, με ποιητική τόλμη. Μαζεύει από παντού στοιχεία κατά του ζόφου, όπλα κατά της φθοράς, ενώ συγκατοικεί, όπως όλοι μας άλλωστε, με τη φθορά. Η περήφανη οιμωγή του άσματος «Sister Morphine», όπως το ερμηνεύει η Marianne Faithfull στον live δίσκο «Blazing Away», βρίσκει τρόπο, και τόπο, να συναντηθεί με το «εδώ ας σταθώ» του Κ.Π. Καβάφη, με τη «Θάλασσα του πρωιού», σαν να λέμε, και με τον Damien Hirst, καθώς ο ποιητής γίνεται ένας ικέτης του χρόνου, ένας μιλητικός προφήτης, ένας διχοτομημένος άλλος. Γίνεται ένας ορατικός. Γράφει ο Αντιόχου: «Κι όμως // Ακόμα και σήμερα σκέφτομαι πώς να σας διδάξω / Την παραβατικότητα / Να σας μιλήσω για μια ακτή / Που θα μπορέσετε να γδύνεστε σιωπηλοί / Να τρίβεστε στην άμμο με τα χαλίκια / Απολεπίζοντας τα ίχνη του πειράματος / Και να βουτάτε ασφαλείς / Στα becquerel του ωκεανού / Αρκεί να είστε δυνατοί / Να τολμάτε να ζητάτε όνειρα από τον ύπνο σας / Μην αφήνοντας ποτέ να καταρρεύσει / Αυτός ο άλλος κόσμος / Ο παράλληλος κόσμος».
Τα βιβλία της εικόνας:
1.Μάκης Μαλαφέκας, Η απόλυτη μειοψηφία, Εκδόσεις Μελάνι, Σελίδες: 50
2.Μαρία Θ. Αρχιμανδρίτη, Η μοναξιά της καμπύλης, Εκδόσεις Κέδρος, Σελίδες: 62
3.Γιάννης Αντιόχου, Εκπνοές, Εκδόσεις Ίκαρος, Σελίδες: 78
σχόλια