Ζαν Ζενέ: Βέβηλος εγκληματίας - αυθεντικός ποιητής

Ζαν Ζενέ: Βέβηλος εγκληματίας - αυθεντικός ποιητής Facebook Twitter
0

Ο Ζαν Ζενέ δεν πρόσφερε τυχαία μια συναρπαστική θέα στα αχανή, γοητευτικά τοπία του κακού: όχι σε αυτά που κάποιοι ατυχώς θα συνέδεαν με το περιθώριο αλλά σε όσα δεν βοηθούσαν την ανάσα και το βλέμμα να χαλαρώσουν. Δώσε σε ένα πρόσωπο το άλλοθι του καλού, που θα το καθιστούσε συμπαθητικό ακόμα και στον εαυτό του, και αυτό θα αποβιβαστεί αυτομάτως από το συναρπαστικό όχημα της τέχνης. Η συμπάθεια, το αντανακλαστικό του συμπάσχειν, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εξισώνει τα πρόσωπα υπό την ισοπεδωτική κατηγοριοποίηση του οίκτου. Τα καθιστά ένα και μόνο πρόσωπο, χωρίς καμία διαφορά, όπως ακριβώς εκείνο που αντικρίζει ο Ζενέ τυχαία σε ένα ταξίδι με το τρένο: «Το βλέμμα του ταξιδιώτη δεν ήταν ενός άλλου: ήταν το δικό μου που το συναντούσε σε έναν καθρέφτη, από απροσεξία και μέσα στη μοναξιά και το ξέχασμα του εαυτού μου». Το ότι κοίταζε όμως μέσα στο Κακό, διέσχιζε ενστικτωδώς και ψηλαφητά την αμφισημία με την οποία είναι φτιαγμένο, τα απαγορευμένα οράματά του, σημαίνει ότι ο ίδιος μπορούσε να δει με διαφορετικούς βαθμούς ευκρίνειας το θέαμα και τους χώρους μιας ικανότητας ανανέωσης που είναι σκανδαλωδώς ανατρεπτική – τη δυνατότητα της ίδιας της τέχνης. Το παν, άλλωστε, για τον Ζενέ ως καλλιτέχνη-ενσαρκωτή του Κακού είναι να μπορεί κανείς να γράφει και να σκέφτεται από τα έγκατα ενός νεκροταφείου ή από την πιο οδυνηρή συνθήκη ενός αδυσώπητου εγκλεισμού. Να μην εφησυχάζει. Η τέχνη σκέφτεται μόνο μεγαλειωδώς έξω από τα όρια, και δεν επιδέχεται καμία συμπάθεια, καμία δικαιολογία, καμία αναγωγή και, το κυριότερο, καμία αλήθεια: «Μόνο τις αλήθειες που δεν αποδεικνύονται, κι αυτές ακόμη που είναι "πλαστές", αυτές που δεν μπορούμε να τις τραβήξουμε μέχρι τα άκρα τους δίχως να τις αρνηθούμε ή να αρνηθούμε τον εαυτό μας, μόνο αυτές πρέπει να δοξάζει το έργο τέχνης. Δεν θα έχουν ποτέ την τύχη ή την ατυχία να εφαρμοστούν. Ας ζήσουν μέσα από το τραγούδι που έγιναν και που αυτές προκάλεσαν» γράφει στο Ό,τι απέμεινε.

Η Πάτι Σμιθ είχε τα κείμενα του Ζενέ για ευαγγέλιο, ο Σαρτρ τον αποθέωνε διαρκώς στα σαλόνια της παρισινής διανόησης, ο Ντέιβιντ Μπόουι εμπνεύστηκε από την αλλότρια φιγούρα του το «Jean Genie».


Κι αυτές υπηρέτησε ή εφάρμοσε ο ίδιος στη ζωή του: γιος μιας πόρνης κι ενός εργάτη, μεγάλωσε στα αναμορφωτήρια και τις φυλακές από τα μικράτα του. Λάτρεψε την αγριότητα και τον λυρισμό του Κακού και δεν έπαψε να γράφει και να σκέφτεται στην ίδια πυρακτωμένη συνθήκη. Τις πολλαπλές εκφάνσεις του προσωπικού και καλλιτεχνικού βίου, αυτού που τον έκανε να συνδέει τη δημιουργική έκφραση με όσα ακραία έζησε στην ίδια του τη ζωή ως φυλακισμένος και ως εκδιδόμενος, εξετάζουν και τα γραπτά του. Πρόσφατα, οι εκδόσεις Άγρα μάς χάρισαν μια πολύπτυχη έκφραση της σκέψης του Ζαν Ζενέ με δύο παράλληλες εκδόσεις: το Ό,τι απέμεινε από έναν Ρέμπραντ που σχίστηκε σε μικρά πολύ κανονικά τετραγωνάκια και πετάχτηκε στο αποχωρητήριο - Η παράξενη λέξη (μτφρ. Βίκτωρ Αρδίττης) ρίχνει φως στη ριζοσπαστική-καλλιτεχνική σκέψη του Ζενέ, ενώ το εμβληματικό Παιδί Εγκληματίας (μτφρ. Σπύρος Γιανναράς) επικεντρώνεται στην παιδική εγκληματικότητα ως βιωματικό αντικείμενο ανατρεπτικής μελέτης. Ο ποιητής είναι εκ προοιμίου ένας έγκλειστος εγκληματίας, ο δημιουργός που θέλει να μιλήσει στο κενό και στο σκοτάδι, έχοντας κάνει την επιλογή του: να είναι με τη μεριά του εγκλήματος. Η παρανομία είναι η σκηνή όπου παζαρεύονται και ανακατασκευάζονται οι ασφαλείς κατηγοριοποιήσεις των προσωπικών αφηγήσεων και ανατρέπονται οι ευκολίες, αφού τα πρόσωπα ξεπερνούν τον εαυτό τους και την ιστορία τους. Μέσα στον εγκλεισμό και τα σκοτάδια βρίσκει χώρο να αναπτυχθεί έτσι μια σπάνια έκφραση υποκειμενικότητας που δεν αναπαράγει τις υπάρχουσες μορφές, δεν οικειοποιείται τις οικογενειακές αυταπάτες και δεν τραγουδάει τα γελοία τραγούδια περιπάτου, «τα οποία δεν διέθεταν επ' ουδενί την υπαινικτική δύναμη των συναισθηματικών ή πρόστυχων ωδών που τραγουδιούνται τις νύχτες στους κοιτώνες και τα κελιά» όπως γράφει ο Ζενέ στο Παιδί Εγκληματίας. Αντίθετα, το άγριο τραγούδι που γεννιέται στους χώρους αυτούς –«αφού το Κακό είναι το μόνο πράγμα που είναι ικανό να προκαλέσει, χάρη στην πένα μου, έναν λεκτικό ενθουσιασμό που εν προκειμένω σημαίνει ότι τον αποδέχεται η καρδιά μου»– αντηχεί σε ένα αυθεντικό πεδίο έκφρασης που πυρπολεί τις βεβαιότητες. Για τον Ζενέ επιβάλλεται ο καλλιτέχνης, όπως έκανε ο Ρέμπραντ όταν ζωγράφιζε, έχοντας μόλις χάσει την αγαπημένη του και κάθε ελπίδα, χωρίς, δηλαδή, καν να έχει ανάγκη να πει μια ιστορία που θα αναδείκνυε τον εαυτό του ως πρόσωπο, να βάλει φωτιά στην πορεία του έργου ως προσωπική έκφραση και ανάγκη. «Όλο το έργο του Ρέμπραντ με κάνει να πιστεύω πως δεν του αρκούσε να απαλλαγεί απ' ό,τι τον βάραινε για να πετύχει αυτήν τη λεγόμενη υψηλότερη διαφάνεια αλλά ήθελε να το μεταμορφώσει, να το αλλάξει, να το κάνει να υπηρετήσει το έργο. Να απαλλάξει το θέμα από κάθε ανεκδοτολογικό στοιχείο και να το θέσει κάτω από ένα αιώνιο φως. Να το κάνει αναγνωρίσιμο σήμερα, αύριο, αλλά και από τους νεκρούς». Γι' αυτό και χρέος του καλλιτέχνη είναι να σταματά τον προσωπικό χρόνο που περιορίζεται στις καθημερινές ασχολίες και αυτοτέλειες μιας προβλέψιμης ταυτότητας. Πρέπει κάθε στιγμή του να είναι ένας αποθεωτικός φόρος τιμής στη δημιουργική –και όχι στην αναπαραστατική– τάξη και να ανακαλεί αυτό που έκανε το έργο του Ζενέ να ξεχωρίζει: «την ίδια την εορτή». Η θεατρική και αλληγορική ποίηση και πρόζα του είχαν βαθύτατες ρίζες στην τελετουργική διάσταση των μεσαιωνικών χρόνων αλλά και στην εποχή της αρχαιότητας. Ήταν ξεχωριστές οι σημειώσεις του Ζενέ για το απολλώνιο και τον διονυσιακό και είναι γνωστό πόσο τον επηρέασε το πέρασμά του από τους Δελφούς ή από χώρους μυστηριακής λατρείας κατά τις επισκέψεις του στην Ελλάδα. Εστιάζοντας στους θεατρικούς τρόπους της αμφιβολίας και της παράβασης, ο Ζενέ αναζητούσε τους πολλαπλούς καλλιτεχνικούς τρόπους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην απελευθέρωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αυτή η ατελείωτη σκηνή είναι γι' αυτόν η παραβατικότητα: ξεφεύγει από τις επιταγές της απλής εμπειρίας και των χωροχρονικών δεδομένων της, καθώς «η πολιτική, οι διασκεδάσεις, η ηθική κ.λπ. δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που μας απασχολεί. Αν, άθελά μας, όλα αυτά γλιστρήσουν μέσα στη θεατρική πράξη, θα πρέπει να διωχθούν, μέχρι που κάθε ίχνος τους να σβήσει: είναι σκουριές καλές για να φτιαχτούν ταινίες, τηλεόραση, κινούμενα σχέδια, φωτορομάντζα – α! υπάρχει ένα νεκροταφείο γι' αυτές τις παλιές σακαράκες» γράφει χαρακτηριστικά στην Παράξενη Λέξη.

Κι έτσι, όχι τυχαία, ο ίδιος συμπαρέσυρε στο διάβα του μια μεγάλη ομήγυρη από καλλιτέχνες που τον έχρισαν προσωπικό τους πρότυπο ή που πήραν κουράγιο από τις αντίστροφες επιταγές μιας ζωής που δόξασε την καλλιτεχνική έκφραση, κόντρα σε κάθε προσωπικό διάβημα ή συνθήκη. Η Πάτι Σμιθ είχε τα κείμενα του Ζενέ για ευαγγέλιο, ο Σαρτρ τον αποθέωνε διαρκώς στα σαλόνια της παρισινής διανόησης, ο Ντέιβιντ Μπόουι εμπνεύστηκε από την αλλότρια φιγούρα του το «Jean Genie». Αυτός, όμως, που καταρχάς διέκρινε στον Ζενέ το ύψιστο χάρισμα της απλότητας που τον χαρακτήριζε ακόμα και στις στιγμές της πιο σκοτεινής αλληγορίας –κι αυτό επαναλάμβανε στις συνεντεύξεις του– ήταν ο Μισέλ Φουκώ. Έλεγε σε μία από τις αμέτρητες δηλώσεις του για τον Ζενέ (Το μάτι της εξουσίας, εκδόσεις Βάνιας): «Η απλότητα με την οποία ξεκίνησε να εργάζεται πάνω σε πολιτικά ζητήματα, και συνάμα η οξεία πολιτική του αίσθηση –αυτός ο άνθρωπος είναι βαθύτατα επαναστάτης, σε όλες τις στιγμές της ζωής του, στην κάθε του επιλογή– είναι πράγματα εμφανώς εντυπωσιακά και προσδίδουν στις αντιδράσεις του μια βαθιά ορθότητα, ακόμη κι αν δεν διατυπώνονται ρητά. Όχι ότι δεν μπορεί να τις διατυπώσει άμεσα, να πει και να γράψει θεωρητικά κείμενα για την εξουσία που να είναι πολύ, μα πολύ ωραία, αλλά αυτό που με εντυπωσιάζει είναι η επαναστατική και απολύτως αταλάντευτη επιλογή του, χωρίς αυτός ο ίδιος να είναι ένας εξεγερμένος». Το πολυσχιδές έργο του Ζαν Ζενέ, που είχε ως κύριο εκφραστή τον ίδιο, ως μια ατελείωτη, αλληγορική αυτοβιογραφία δεν ήταν παρενθετικό σχόλιο σε αυτή την πολιτική της διαρκούς εξέγερσης αλλά διακρινόταν ως ανοιχτή φόρμα στην πιο τραχιά, ανδρικού ομοφυλοφιλικού χαρακτήρα έκφραση: ζωώδης, παράφορη, ακατάλυτη, ασυγκράτητη, σχεδόν ανυπόφορη για όλους όσους οι ιστορίες είναι αντικείμενα αφήγησης και όχι πυρπόλησης ή έστω αυτοανάφλεξης. Άλλωστε, όπως έλεγε κι ο ίδιος: «Την τραγωδία πρέπει να τη ζεις και όχι να την παίζεις». Κι αυτός το έκανε πραγματικά, με ανυπόφορη συνέπεια μέχρι τέλους.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Βιβλίο / Η ζωή και τα ήθη ενός λεσβιακού χωριού μέσα από το φαγητό

Στον Μανταμάδο οι γυναίκες του Φυσιολατρικού–Ανθρωπιστικού Συλλόγου «Ηλιαχτίδα» δημιούργησαν ένα βιβλίο που συνδυάζει τη νοσταλγία της παράδοσης με τις γευστικές μνήμες της τοπικής κουζίνας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ